Δεν άντεχε και ήθελε να πεθάνει….
Ο Στελάρας συνεχώς τσακώνονταν με την γυναίκα του. Μια φορά πολύ θυμωμένη η γυναίκα του λέει:
-Ρε άντε πάνε στον διάολο…
Ο σύζυγος το πήρε πολύ βαριά και αποφάσισε να πεθάνει,
οπότε πήγε στο νεκροταφείο μπήκε σε ένα άδειο τάφο και σκεπάστηκε με την πλάκα.
Η γυναίκα τον έψαχνε από δω, τον έψαχνε από κει, τίποτα.
Περνάει κι από το νεκροταφείο και βλέπει τον φύλακα:
“Ε, κυρ-Γιάννη μήπως είδες τον άντρα μου;”
-Όχι κυρά μου… την λέει, αλλά της κλείνει το μάτι με νόημα:
θα το τακτοποιήσω, μην ανησυχείς.
Ο φύλακας λοιπόν σκέφτηκε σχέδιο πονηρόν:
Με το που νύχτωσε, άρχισε να χτυπάει όλους τους τάφους
ΤΟΚ ΤΟΚ και φώναζε: “Ε σηκωθείτε, όλοι, έχουμε δουλειά”
Πάει και στον Στελάρα από πάνω και χτυπούσε:
“Εσύ σήκω έχουμε δουλειά είπα”
Τώρα ο Στελάρας μέσα στον τάφο λέει:
-Μα είμαι πεθαμένος! Τι θέλει αυτός;
Πάλι ο φύλακας να χτυπά την πλάκα από πάνω ΤΟΚ ΤΟΚ
-Εσύ σήκω είπα, όλοι δουλεύουν, τι κάθεσαι;
Οπότε ο Στελάρας ανοίγει την πλάκα και του λέει ο φύλακας:
-Λοιπόν πάρε αυτό το καροτσάκι και μετάφερε εκείνα τα μπάζα με τους άλλους, να εκεί στην οικοδομή, όλοι μαζί….
Τι να κάνει; παίρνει ένα καροτσάκι και μετέφερε όλο το βράδυ τα χώματα. Δεν έβλεπε και κανέναν άλλο, σου λέει εμείς οι πεθαμένοι δεν βλεπόμαστε ! Πρόσεχε μην τον χτυπήσουν και τίποτα (αόρατα) καροτσάκια των άλλων.
Με το που άρχισε να ξημερώνει “Εντάξει, τέλος, όλοι μέσα, αύριο πάλι” φώναζε ο φύλακας. Ο τύπος λοιπόν, λερωμένος, κουρασμένος κρύβεται να μην τον δούν και, μόλις βρίσκει ευκαιρία, φεύγει τρέχοντας.
Ο φύλακας (χαρούμενος για την επιτυχία) έκανε ότι δεν τον είδε.
Επιστρέφει λοιπόν ο τύπος σπίτι του και όπως γυρνούσε, βλέπει στην γειτονιά μια αγρυπνία για έναν πεθαμένο.
Μπαίνει μέσα, κόσμος πολύς, να κλαίει η γυναίκα του νεκρού:
– “Ααααααχ αντρούλη μου, θα ξεκουραστείς τώρα και μένα μ άφησες
-Ααααααχ που όλο έσκαβες και κουραζόσουν”
Ο τύπος λοιπόν πάει στο αυτί του πεθαμένου και του λέει:
-Μεγάλε, όταν ρίξουν τα μπετά, την έβαψες….
ΓΝΩΜΙΚΟ
Ε κακομοίρη άνθρωπε, μπορείς να μετακινήσεις βουνά, να κάμεις θάματα, κι εσύ να βουλιάζεις στην κοπριά, στην τεμπελιά και στην απιστία! Θεό έχεις μέσα σου, Θεό κουβαλάς και δεν το ξέρεις – το μαθαίνεις μονάχα την ώρα που πεθαίνεις, μα ‘ναι πολύ αργά.
Νίκος Καζαντζάκης, 1883-1957, Έλληνας συγγραφέας