Υγεία: Μπορεί πράγματι ο νέος κοροναϊός Covid-19 να σκοτώσει 50 εκατομμύρια ανθρώπους παγκοσμίως; Κανείς δεν ξέρει με σιγουριά

  Ανησυχία προκάλεσε η είδηση ότι, σύμφωνα με την εκτίμηση του καθηγητή Γκάμπριελ Λέουνγκ της Ιατρικής Σχολής του Πανεπιστημίου του Χονγκ Κονγκ, ο νέος κοροναϊός Covid-19 μπορεί τελικά να μολύνει έως το 60% της ανθρωπότητας. Αν αυτό συμβεί και αν ο ιός σκοτώνει το 1% περίπου των ασθενών, τότε θα πρέπει να αναμένονται γύρω στα 50 εκατομμύρια θύματα, αριθμός ανάλογος -ή και χειρότερος- με εκείνον της «ισπανικής γρίπης» στη διάρκεια του πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου.     

  Πόσο όμως πιθανό είναι να συμβεί κάτι τέτοιο; Η απλή απάντηση είναι ότι κανείς δεν ξέρει και δεν μπορεί να πει με βεβαιότητα, επειδή προς το παρόν υπάρχουν πολλά πράγματα που δεν γνωρίζουμε για το νέο ιό, σύμφωνα με το «New Scientist». Δεν ξέρουμε κατά πόσο ο ιός μπορεί να «φρεναριστεί», πόσους ανθρώπους έχει ήδη μολύνει (και θα μολύνει στο μέλλον) και πόσο φονικός είναι.

   Κατ’ αρχήν, είναι ακόμη άγνωστο αν όντως μπορούμε να σταματήσουμε τη διεθνή εξάπλωσή του. Μέχρι στιγμής στην Κίνα τα διαγνωσμένα περιστατικά έχουν ξεπεράσει τα 41.000 και οι νεκροί τους 1.100, ενώ στις άλλες χώρες έχουν ανιχνευτεί περίπου 300 ασθενείς. Είναι σίγουρο πάντως ότι ο Covid-19 εξαπλώνεται μεταξύ των ανθρώπων ταχύτερα από ό,τι άλλοι κοροναϊοί που προήλθαν από τα ζώα.

   Για να μπει «φρένο» στην εξάπλωσή του, πρέπει να εντοπίζονται γρήγορα και να απομονώνονται όσοι έχουν μολυνθεί, κάτι πολύ δύσκολο, επειδή μερικοί ασθενείς έχουν ήπια μόνο συμπτώματα. Παράλληλα, αν και ο μέσος χρόνος ανάμεσα στη μόλυνση και στην εκδήλωση συμπτωμάτων είναι περίπου τρεις μέρες, σε κάποιες περιπτώσεις ίσως φθάνει και τις 24 μέρες, πολύ περισσότερες από τις 14 μέρες της συνιστώμενης περιόδου καραντίνας των ύποπτων περιστατικών.

  Δεν είναι επίσης σαφές κατά πόσο έχουν ουσιαστικό αποτέλεσμα τα άκρως δραστικά έως πρωτοφανή μέτρα που έχει επιβάλει η Κίνα στον πληθυσμό της, στην προσπάθεια της να ελέγξει την εξάπλωση του ιού. Έχει καταγραφεί μετά τις 6 Φεβρουαρίου μια σταδιακή πτώση στον αριθμό νέων διαγνωσμένων περιστατικών ανά ημέρα, αλλά αυτό μπορεί να οφείλεται στην αδυναμία των κινεζικών νοσοκομείων και διαγνωστικών εργαστηρίων που υφίστανται τρομερή πίεση από τον μεγάλο αριθμό των ύποπτων κρουσμάτων.

  Διάχυτη είναι η εντύπωση ότι υπάρχουν πολύ περισσότερα κρούσματα στην Κίνα από τις επίσημες καταγραφές, καθώς άνθρωποι με ήπια ή καθόλου συμπτώματα εξαπλώνουν τον ιό, χωρίς οι ίδιοι να έχουν ποτέ εξεταστεί ή μπει σε καραντίνα. Φαίνεται επίσης ότι η Κίνα δεν καταμετρά πια επισήμως τους ανθρώπους που ανιχνεύονται θετικοί στο νέο ιό, αλλά δεν έχουν συμπτώματα – κάτι που έχει προκαλέσει την αντίδραση του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας.

   Είναι αβέβαιο κατά πόσο οι άλλες ανεπτυγμένες χώρες θα καταφέρουν να περιορίσουν τον ιό στα σημερινά λιγοστά περιστατικά. Μεγαλύτερη είναι η ανησυχία για τις φτωχότερες χώρες που δεν έχουν ανάλογες νοσηλευτικές και ιατροφαρμακευτικές δυνατότητες και όπου ο ιός μπορεί ήδη να εξαπλώνεται σιωπηλά. Γι’ αυτό, αρκετοί -μεταξύ των οποίων ο επικεφαλής του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας- έχουν κάνει λόγο για την «κορυφή του παγόβουνου». Αν είναι έτσι, τότε είναι θέμα χρόνου να αναδυθεί το παγόβουνο, δηλαδή να υπάρξει κανονική πανδημία παγκοσμίως.

   Πράγμα που οδηγεί στο επόμενο κρίσιμο ζητούμενο: πόσοι άνθρωποι τελικά θα μολυνθούν σε όλη τη Γη; Εκτιμάται ότι στην περίπτωση πανδημίας με τον ιό Η1Ν1 της γρίπης το 2009 είχε μολυνθεί σχεδόν το ένα τέταρτο (24%) του παγκόσμιου πληθυσμού, παρόλο που οι μεγαλύτερης ηλικίας άνθρωποι είχαν προϋπάρχουσα ανοσία, επειδή είχαν εκτεθεί στο παρελθόν σε παρόμοιους ιούς.

  Κανείς δεν έχει ανοσία

   Από όσο ξέρουν οι επιστήμονες, σήμερα κανείς άνθρωπος στον πλανήτη δεν έχει προϋπάρχουσα ανοσία στο νέο ιό Covid-19, ενώ φαίνεται ότι κάθε μολυσμένο άτομο κολλάει τον ιό σε άλλα δύο έως τέσσερα άτομα κατά μέσο όρο (έναντι ενάμισι ατόμου στη γρίπη). Συνεπώς η εκτίμηση ότι θα μολυνθεί το 60% του παγκόσμιου πληθυσμού δεν είναι εξωπραγματική, αν και όχι βέβαιη.

   Οπότε ζωτική σημασία έχει ποιο ποσοστό των ασθενών θα πεθάνει. Οι αρχικές εκτιμήσεις για το ποσοστό θανάτων λόγω ενός ιού συνήθως υπερεκτιμούν τη σοβαρότητα της κατάστασης, καθώς λαμβάνουν υπόψη μόνο τα πιο σοβαρά περιστατικά που μπορεί να είναι θανατηφόρα. Για παράδειγμα, η γρίπη Η1Ν1 του 2009 εκτιμάται τώρα ότι σκότωσε περίπου έναν ασθενή ανά 5.000, πολύ λιγότερους από τις πρώτες εκτιμήσεις.

   Στην περίπτωση του Covid-19, οι αρχικές εκτιμήσεις για θνησιμότητα 2% έως 4% έχουν υποχωρήσει στο 1% περίπου, δηλαδή ότι πεθαίνει ο ένας ασθενής στους 100. Αλλά και αυτός ο αριθμός πιθανότατα θα μειωθεί στην πορεία, καθώς έρχονται στο φως περισσότερα ήπια περιστατικά, ενώ παράλληλα θα αναπτυχθούν θεραπείες που θα περιορίσουν τους θανάτους.

   Στη Γουχάν, που είναι το επίκεντρο της επιδημίας του Covid-19, πεθαίνει σχεδόν ένας στους πέντε (18%) από τους επιβεβαιωμένους ασθενείς. Όμως, σύμφωνα με εκτιμήσεις Βρετανών επιστημόνων, με επικεφαλής τον Νιλ Φέργκιουσον του Imperial College του Λονδίνου, τα πραγματικά νέα καθημερινά κρούσματα στην πόλη αυτή (αν συνυπολογισθούν τα ήπια και τα ασυμπτωματικά) είναι τουλάχιστον οκταπλάσια (24.000 έναντι περίπου 3.000 που ανακοινώνουν οι κινεζικές αρχές), ενώ σε όλη την Κίνα ο συνολικός αριθμός των περιστατικών μόλυνσης μπορεί να έχει φθάσει πια το ένα εκατομμύριο. Αυτό σημαίνει ότι η πραγματική αναλογία θανάτων προς κρούσματα είναι πολύ χαμηλότερη, κοντά στο 1%.

   Από την άλλη όμως, μπορεί να υπάρξουν θάνατοι που θα μπορούσαν να αποφευχθούν, κυρίως λόγω της κατάρρευσης των υπηρεσιών υγείας σε ορισμένες χώρες, ιδίως τις φτωχότερες (αλλά όχι μόνο), αν κληθούν να αντιμετωπίσουν μαζικά νέα περιστατικά.

   Αλλά και η ηλικία παίζει ρόλο. Στην Κίνα το 80% των θανάτων έχει συμβεί σε ασθενείς άνω των 60 ετών. Ενώ η Κίνα έχει μέσο όρο ηλικίας πληθυσμού 37,4 έτη, στην Ευρωπαϊκή Ένωση ο μέσος όρος ηλικίας είναι τα 43 έτη, συνεπώς πιθανώς περισσότεροι άνθρωποι μπορεί να κινδυνεύσουν στην Ευρώπη από τον Covid-19 σε σχέση με την Κίνα.

   Δεν λείπουν πάντως και οι αισιόδοξοι που εκτιμούν ότι τελικά ο Covid-19 θα σκοτώσει λιγότερους και από τη γρίπη Η1Ν1 του 2009.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΥγεία: Δοκιμάστηκε για πρώτη φορά με επιτυχία η ρομποτική υπερμικροχειρουργική σε ανθρώπους
Επόμενο άρθροΥγεία: Η καθιστική ζωή των εφήβων συνδέεται με αυξημένο κίνδυνο κατάθλιψης