Η Ελλάδα μπορεί να διεκδικήσει με αξιώσεις μια σημαντική θέση στις νέες διεθνείς αλυσίδες αξίας, εφόσον επενδύσουμε στην εξωστρέφεια, στην καινοτομία, και στη βιωσιμότητα.
Η αναβάθμιση του ανθρώπινου κεφαλαίου μας περνάει από την κάλυψη μείζονων ελλειμάτων της παιδείας στην Ελλάδα ώστε να αποτελέσει κύρια δύναμη παραγωγής καινοτομίας στην οικονομία μας. Αυτά αποτελούν τα βασικά συμπεράσματα από το μεγάλο διαδικτυακό συνέδριο του ΣΕΒ και της Endeavor. Στην εναρκτήρια εκδήλωση της κοινότητας Innovative Greece, 10.000 και πλέον άνθρωποι παρακολούθησαν κορυφαίους Έλληνες της καινοτομίας από όλο το κόσμο να μοιράζονται γνώση και εμπειρίες για το πως θα ενισχύσουμε ουσιαστικά το οικοσύστημα καινοτομίας στην Ελλάδα.
Στην ουσία, αναδείχθηκε ανάγλυφα το μέλλον της εργασίας, σε ένα περιβάλλον ραγδαίων αλλαγών στο παραγωγικό μοντέλο και τον καταμερισμό διεθνώς, καθώς η ψηφιοποίηση και η μετάβαση σε μια νέα εποχή, θέτουν επί τάπητος, νέες ανάγκες κατάρτισης, άρα και ένα άλλο εκπαιδευτικό πρότυπο και για την Ελλάδα, αλλά και διεθνώς.
Ένα από τα κοινά αφηγήματα στα οποία συμφώνησαν οι ομιλητές είναι πως για τη δημιουργία καινοτομίας, οι γνώσεις (επιστημονικές, τεχνικές, και οριζόντιες) είναι σημαντικές, παράλληλα με την κατανόηση ότι καινοτομία και παραγωγική ικανότητα πάνε μαζί. Μια δεύτερη κοινή διαπίστωση ήταν πως ο βαθμός πολυπλοκότητας, αλλά και το εύρος, των σύγχρονων προκλήσεων της παγκοσμιοποίησης, του ψηφιακού μετασχηματισμού, και της βιωσιμότητας επιβάλει την πρόσβαση σε πολλές διαφορετικές ειδικότητες και σε εξειδικευμένες δεξιότητες. Η δε αναμενόμενη μετατόπιση στον καταμερισμό εργασίας μεταξύ ανθρώπων και μηχανών αναμένεται να καταργήσει περίπου 85 εκ. θέσεις εργασίας έως το 2025, και να δημιουργήσει 97εκ. νέες κυρίως στην πράσινη οικονομία, στην ανάλυση δεδομένων και στην τεχνητή νοημοσύνη, αλλά και στη μηχανική, το Cloud Computing, ακόμα και το business development ή την ανάπτυξη νέων προϊόντων.
Στην Ελλάδα, η εικόνα φαίνεται μικτή, με υψηλό επίπεδο συμμετοχής σε τριτοβάθμια προγράμματα STEM και ισόρροπη κατανομή των φύλων, αλλά με ανησυχητικά χαμηλές επιδόσεις στις θετικές και φυσικές επιστήμες. Σύμφωνα με το PISA (2018), η Ελλάδα κατατάσσεται 45η στους 78 στη μέση επίδοση των μαθητών, ενώ από την Έκθεση 2019 της Αρχής Διασφάλισης της Ποιότητας στην Πρωτοβάθμια και Δευτεροβάθμια Εκπαίδευση (ΑΔΙΠΠΔΕ) προκύπτει πως, από το σύνολο των μαθητών που ολοκλήρωσαν τη Β’ Λυκείου (Γενικά Λύκεια) το 2017-2018, κάτω από τη βάση έλαβαν το 50% των μαθητών στη Φυσική, το 44,2% στη Γεωμετρία και το 38,9% στην Άλγεβρα. Στα Επαγγελματικά Λύκεια οι επιδόσεις ήταν ακόμα χαμηλότερες.
Αυτή η αδυναμία του ελληνικού εκπαιδευτικού συστήματος υπονομεύει τη μακρόπνοη επαγγελματική προοπτική των μαθητών και την αναπτυξιακή προοπτική των επιχειρήσεων και οικονομιών της Ευρώπης και της Αμερικής.
Πάγια θέση του ΣΕΒ είναι πως για να αποτελέσει το ανθρώπινο δυναμικό κύρια δύναμη παραγωγής καινοτομίας, πρέπει να καλύψουμε τα παραπάνω μείζονα κενά σύγχρονης παιδείας της χώρας. Σε αυτή την κατεύθυνση, εκτός από την αποκόλληση της σχολικής εκπαίδευσης από τη μετωπική διδασκαλία και την αποστήθιση θεωρητικών γνώσεων, με κύριο στόχο την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, σημαντική είναι και η κατάκτηση, αξιοποίηση και σύνθεση της γνώσης.
Παρά τα θετικά βήματα όπως η σταδιακή ένταξη των STEM στην εκπαιδευτική ατζέντα, και άλλων προσπαθειών όπως εργαστήρια δεξιοτήτων, ενίσχυση της πληροφορικής, κλπ. η χώρα πρέπει να επιταχύνει σημαντικά το βηματισμό της προς σύγχρονη και ποιοτικά αναβαθμισμένη εκπαίδευση STEM, ενώ παράλληλα και οι επιχειρήσεις πρέπει να ρίξουν μεγάλο βάρος στην ανάπτυξη του ανθρώπινου δυναμικού τους. Η εκπαίδευση και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων όλων των εργαζομένων είναι μια μακρόπνοη επένδυση, για την ανάπτυξη της δημιουργικότητας, τη μεγέθυνση της καινοτομικής ικανότητας, και τελικά της εξωστρέφειας στην παγκόσμια αγορά.
Για το εκπαιδευτικό σύστημα η πρόκληση αφορά στο πώς θα ενσωματωθούν τα παραπάνω χαρακτηριστικά στην εκπαιδευτική διαδικασία, με ποιο στρατηγικό σχεδιασμό, ποιο εκπαιδευτικό περιεχόμενο και ποια υποστήριξη ως προς τους εκπαιδευτικούς και τις υλικοτεχνικές υποδομές.