Στα Φάρασα μαζί με τη γιορτή του Αγίου γιόρταζαν και ένα σοβαρό γεγονός, όταν ο Άγιος Βασίλειος ήταν ιερέας στην Καισάρεια.
Το γεγονός αυτό έχει σχέση με τη σωτηρία της Καισάρειας, όταν το 363 μ.Χ.. ο αυτοκράτορας του Βυζαντίου Ιουλιανός ο Παραβάτης πέρασε από την Καισάρεια για να πάει να πολεμήσει στην Περσία.
Οι κάτοικοι της Καισάρειας λόγω της μεγάλης ξηρασίας που έπληττε την περιοχή εκείνη την εποχή, δεν μπόρεσαν να υποδεχθούν τον αυτοκράτορα με τις πρέπουσες τιμές όπως συνηθιζόταν τότε.
Ο Ιουλιανός λοιπόν ζητούσε μια αφορμή για να εκδικηθεί την Καισάρεια διότι παλιά υπήρξε τόπος εξορίας του και βρήκε την ευκαιρία να την καταστρέψει. Μέσω του Αγίου Βασιλείου ο οποίος ανέλαβε να τον προϋπαντήσει απείλησε ότι γυρίζοντας από τον πόλεμο θα καταστρέψει την πόλη του.
Τότε ο Άγιος αφού συγκέντρωσε χρήματα από το λαό της Καισάρειας για να τα προσφέρουν στον τύραννο βασιλιά σαν δώρα για να τον εξευμενίσουν ανέβηκε μαζί με τον κλήρο και το λαό στο όρος Δίδυμο όπου μέσα σε σπήλαιο βρισκόταν ναός της Θεοτόκου και εκεί έκαναν τριήμερη παράκληση και νηστεία για να αλλάξει η αυτοκρατορική απόφαση. Εκεί την τρίτη νύχτα, ο Άγιος οραματίστηκε μια γυναίκα να διατάζει τον μάρτυρα Μερκούριο να πάει στην Περσία και να σκοτώσει τον Ιουλιανό.
Τότε ο Μέγας Βασίλειος μαζί με έναν άλλο ιερέα κατέβηκαν στην Καισάρεια και εκεί βρήκαν τη λάρνακα όπου φυλασσόταν το σκήνωμα του Αγίου Μερκουρίου κενή. Στη συνέχεια ανέβηκε πάλι στο ναό της Θεοτόκου και αφού απέλυσε το λαό, κατέβηκαν στην Καισάρεια και σε λίγες μέρες πληροφορήθηκαν το θάνατο του Ιουλιανού.
Οι κάτοικοι ξανανέβηκαν στο ναό της Θεοτόκου να την ευχαριστήσουν και να γιορτάσουν για τη σωτηρία της πόλης τους με δοξολογίες, λαμπαδηφορίες και άλλες εορταστικές εκδηλώσεις.
Την παραμονή της Πρωτοχρονιάς, την ώρα του Εσπερινού και λίγο πρωτύτερα, άρχιζε η ετοιμασία για την πομπή του Εζ Βασίλη. Ήταν το έθιμο να πάνε στη σπηλιά να προσκυνήσουν εκείνη τη μέρα και γινόταν θρησκευτική πομπή με πολλή επισημότητα, ενθουσιασμό και κατάνυξη.
Σε όλες τις συνοικίες αντηχούσαν οι φωνές από τις συνεννοήσεις που έκαναν μεταξύ τους για την πομπή: ‘α υπάμε σόν Έζ Βασίλη, άκουγες παντού να φωνάζουν και όλοι προετοιμάζονταν. Άλλοι καθάριζαν τα πιστόλια τους και τα τουφέκια τους και προμηθεύονταν μπαρούτι να τα γεμίσουν, άλλοι γυάλιζαν τα μαχαίρια τους και προπάντος το μέγα το μασαίρι ή του “Εζ Δρεμήτη το μασαίρι”, όπως έλεγαν, γα να τα κρεμάσουν στη ζώνη τους.
Άλλοι ταίριαζαν δαδόξυλα, δυο τρία μαζί, να τα κάνουν έτσι χοντρή λαμπάδα που την έλεγαν φάνα, να την ανάψουν στο δρόμο. Όσοι έπαιζαν μουσικά όργανα, τσαλγίδε, κούρδιζαν τους κεμεντζέδες-λύρες, τους ταμπουράδες, τα ντέφια τους και έκαναν πρόβες.
Οι γυναίκες ετοίμαζαν τα ψωμιά, τα φαγητά και γέμιζαν τις στάμνες κρασί, για να πάρουν μαζί τους στο δρόμο. “α υπάμε σον Έζ Βασίλη, άκουγες παντού και όλοι φρόντιζαν να ταιριάξουν τη συντροφιά τους. Δυο τρεις και περισσότερες φιλικές ομάδες σχηματίζονταν σε κάθε συνοικία από πέντε δέκα άτομα η κάθε μία.
Δύο λαμπάδες έπρεπε απαραίτητα να έχει κάθε μικρή ομάδα, για να ανάψουν στο δρόμο. Τη μια θα κρατούσε ο πρώτος, για να φωτίζει μπροστά και την άλλη ο τελευταίος της ομάδας. Και καθένας όμως στη συντροφιά έπρεπε να κρατάει λαμπάδα, έτοιμη για να ανάψει, ευθύς ως θα σωνόταν κάποια από εκείνες που έκαιγαν.
Πυκνοί πυροβολισμοί αντηχούσαν εδώ και εκεί, ήταν για να μαζευτούν στην πλατεία του χωριού, το μισεχώρι, για το γενικό ξεκίνημα.
Κρεμούσαν τα μαχαίρια τους στη ζώνη, τα τουφέκια τους στον ώμο, μαντήλια στο λαιμό, έπαιρναν και τα τοπράδε, σακκούλια με τα φαγητά τους κι ήταν έτοιμοι. Κάθε ομάδα ξεκινούσε για την πλατεία. Τραγουδούσαν και τα μουσικά όργανα συνόδευαν το τραγούδι. Προχωρούσαν με χορευτικό βάδισμα, σύμφωνο με το ρυθμό του τραγουδιού. Ένα ήταν το τραγούδι της ημέρας που τους γέμιζε από συγκίνηση και ενθουσιασμό.