Ένα άγνωστο «κρυφό» ρήγμα, όμως άμεσα σχετιζόμενο με δύο πολύ γνωστά και μελετημένα ρήγματα, “έδωσε” τον κύριο σεισμό της 3ης Μαρτίου στον Τύρναβο Θεσσαλίας και τα φαινόμενα ρευστοποίησης που παρατηρήθηκαν κατά τη σεισμική ακολουθία στην πεδιάδα της Λάρισας, θέτουν ζήτημα εκτίμησης της σεισμικής επικινδυνότητας στις οικιστικές περιοχές πόλεων.
Στο συμπέρασμα αυτό καταλήγει η μελέτη που εκπόνησε η ερευνητική ομάδα «ΓΕΩΛΟΓΙΑ των ΣΕΙΣΜΩΝ» του Τμήματος Γεωλογίας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), με αφορμή τη συμπλήρωση ενός έτους από τους σεισμούς στη Βόρεια Θεσσαλία, στις 3 και 4 Μαρτίου 2021, μεγέθους 6,3 και 6,0 αντίστοιχα.
«Το ρήγμα Τυρνάβου»
Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση της ερευνητικής ομάδας, το ρήγμα Τυρνάβου είναι τυπική γεωλογική δομή παρόμοια με πολλές άλλες της ευρύτερης περιοχής. Έχει χαρακτηριστεί σαφώς σεισμικά ενεργό. Το καλά καθορισμένο ίχνος του ρήγματος στην επιφάνεια έχει χαρτογραφηθεί για περισσότερα από 12 km, ενώ με τη βοήθεια τεχνικών τηλεπισκόπησης μπορεί να ακολουθηθεί ανατολικά κατά μήκος της βόρειας πεδιάδας της Λάρισας, δίνοντας έτσι ένα πιθανό συνολικό μήκος σχεδόν 20 km.
Άλλα ενεργά γεωλογικά ρήματα της περιοχής βρίσκονται στις παρυφές της Λάρισας (ομώνυμο ρήγμα), της Γυρτώνης, της Ροδιάς-Αργυροπουλίου, Ελασσόνας (και Τσαρίτσανης), Γόννων, Τεμπών και Ομολίου, τα οποία μελετιούνται σήμερα με τις πλέον σύγχρονες μεθόδους (δορυφορικές εικόνες, εικόνες υψηλής ανάλυσης, γεωδαιτικές, γεωλογικές και παλαιοσεισμολογικές).
«Από ποιο ρήγμα προήλθαν οι σεισμοί των 6 και 6,3 ρίχτερ »
Η κύρια διάρρηξη του σεισμού της 3ης Μαρτίου, σύμφωνα με την ερευνητική ομάδα του ΑΠΘ, δεν συσσχετίζεται άμεσα με τα έως τώρα γνωστά ρήγματα της περιοχής. Οι εργασίες υπαίθρου, τα σεισμολογικά δεδομένα και η ανάλυση των δεδομένων της συμβολομετρίας δείχνουν ότι το κύριο σεισμογόνο δεν είναι ούτε το καλά μελετημένο ενεργό ρήγμα Τυρνάβου, ούτε η προέκταση προς ΒΔ του γνωστού ρήγματος της Λάρισας-Τιταρήσιου, αν και φαίνεται ότι αυτά έχουν ενεργοποιηθεί και επηρεαστεί έμμεσα από το κύριο σεισμικό ρήγμα ως δευτερεύουσες δομές.
Ένα μικρής γωνίας κανονικό ρήγμα ενεργοποιήθηκε με την κύρια διάρρηξη, ως «τυφλό» ή «θαμμένο» ρήγμα, που δεν φαίνεται να έχει επιφανειακή εμφάνιση . Ο ισχυρότερος μετασεισμός της 4ης Μαρτίου, (Mw = 6,0) εντοπίζεται από τον ίδιο χώρο διάρρηξης, αλλά πιθανό να έγινε από ένα δευτερεύον μικρότερο ρήγμα στο χώρο την μετασεισμικής ακολουθίας ή σε ένα άλλο τμήμα του ιδίου ρήγματος. Η μέγιστη υπολογισθείσα κατακόρυφη μετατόπιση είναι 2,93 cm.
«Πού υπήρξαν ρευστοποιήσεις εδαφών»
Οι επιφανειακές εμφανίσεις της σεισμικής ακολουθίας αποτελούνται από μια ποικιλία φαινομένων που παρατηρήθηκαν σε όλη την περιοχή. Δεκάδες περιστατικά ρευστοποίησης εδάφους με τη μορφή «κρατήρων άμμου» και ροών κατά μήκος διαρρήξεων χαρτογραφήθηκαν σε περιοχές που γειτνιάζουν με τους ποταμούς Πηνειό και Τιταρήσιο. Η πρώτη περιοχή με εκτεταμένες εμφανίσεις ρευστοποιήσεων βρίσκεται μεταξύ των χωριών Κουτσόχερο έως Πηνειάδα και Ζάρκο, ενώ η δεύτερη είναι λιγότερο εκτεταμένη και παρατηρείται κυρίως στην περιοχή των χωριών Βλαχογιάννι, Μεσόχωρα, Βάρκο και Δαμάσι . Από παλαιότερες δορυφορικές εικόνες φαίνεται ότι στην περιοχή του ποταμού Πηνειού η ρευστοποίηση συνδέεται σαφώς με παλαιότερους εγκαταλελειμμένους μαιάνδρους του ποταμού, υποδεικνύοντας μια διαφοροποιημένη σύνθεση, πιο ευαίσθητη στην ρευστοποίηση
Συμπερασματικά, η ερευνητική ομάδα του Τμήματος Γεωλογίας του ΑΠΘ επισημαίνει πως το σεισμογενετικό ρήγμα Ζάρκου-Μ. Ελευθεροχωρίου του πρώτου κύριου σεισμού (Μ 6,3) είναι ένα «άγνωστο» κρυφό ρήγμα που έχει άμεση σχέση με τα γνωστά και πολύ καλά μελετημένα ρήγματα Τίρναβου και Λάρισας – Τιταρήσιου, καθώς και ότι ο δεύτερος σεισμός (Μ 6,0) συνδέεται με την προέκταση του ρήγματος ως νέος κλάδος προς τα Βόρεια Βορειοδυτικά δημιουργώντας ένα δίδυμο ή διπλό σεισμικό γεγονός. Άλλα ενεργά γεωλογικά ρήματα της περιοχής που βρίσκονται στις παρυφές της Λάρισας και μπορούν να την επηρεάσουν μελλοντικά, είναι το ομώνυμο Λάρισας-Τιταρήσιου, Ασμακίου, Γυρτώνης, Ροδιάς, Ελασσόνας, Γόννων, Τεμπών και Ομολίου.
«Τα ρήγματα αυτά έχουν πολύ μεγάλη χρονικά περίοδο επανάληψης σεισμών και επηρεάζονται από τα ρήγματα της Τάφρου του Βορείου Αιγαίου. Η μελέτη των Ενεργών ρηγμάτων ως μελλοντικών πηγών σεισμών πρέπει να συνεχιστεί και ιδιαίτερα των κρυμμένων και καλυμμένων από τα ιζήματα της πεδιάδας τα οποία οδηγούν πιθανά σε αναθεώρηση και του αντισεισμικού κανονισμού όσον αφορά την μέγιστη σεισμική επιτάχυνση.
Τα εκτεταμένα φαινόμενα ρευστοποίησης στην πεδιάδα της Λάρισας θέτουν ένα σημαντικό πρόβλημα για την εκτίμηση της σεισμικής επικινδυνότητας στις οικιστικές περιοχές πόλεων και χωρίων σε ολόκληρη την πεδινή περιοχή της Θεσσαλίας. Η γεωλογική μελέτη των εδαφών θεμελίωσης κτηρίων κρίνεται απαραίτητη και άμεση», καταλήγει η ανακοίνωση της ερευνητικής Ομάδας, που αποτελείται από τον Ομ. Καθηγητή Σπύρο Παυλίδη, τον αν. καθηγητή Αλέξανδρο Χατζηπέτρο, τους Γεωλόγους ΕΑΓΜΕ Δημήτριο Γαλανάκη και Σωτήρη Σμπόρα και τον διδάκτορα Γεωλογίας Ευάγγελο Κρεμαστά.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σμαρώ Αβραμίδου