Η χαμένη όσφρηση μπορεί να αποκατασταθεί με την οσφρητική επανεκπαίδευση, η οποία ουσιαστικά είναι μια μέθοδος αρωματοθεραπείας.
Τα ποσοστά επιτυχίας της θεραπείας μπορεί να φτάσουν στο 60% αν η απώλεια της όσφρησης οφείλεται σε ίωση και στο 30% αν οφείλεται σε κακώσεις. Με τη μέθοδο αυτή ο ασθενής μυρίζει συγκεκριμένα αρώματα δύο φορές την ημέρα, έως ότου να ανακτήσει σιγά – σιγά την όσφρησή του. Τα παραπάνω ανέφερε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο επίκουρος καθηγητής ΩΡΛ στο ΑΠΘ Ιορδάνης Κωνσταντινίδης, μιλώντας για τις πρωτοποριακές διαγνωστικές εξετάσεις αλλά και για τις θεραπείες που γίνονται στο Ρινολογικό Ιατρείο της Β’ ΩΡΛ Κλινικής του ΑΠΘ, στο νοσοκομείο Παπαγεωργίου Θεσσαλονίκης.
“Σε ασθενείς με προβλήματα όσφρησης, γίνονται οσφρητικά τεστ, τεστ γεύσης, ειδικός έλεγχος με μαγνητική τομογραφία και σπινθηρογράφημα εγκεφάλου σε συνεργασία με την Πυρηνική Ιατρική. Αυτό το κάνουμε εδώ και 4-5 χρόνια κυρίως για να αποδείξουμε αν έχει ή όχι όσφρηση κάποιος που ισχυρίζεται ότι δεν έχει. Γίνεται κυρίως για τις περιπτώσεις που πηγαίνουν στο δικαστήριο προκειμένου να αποδείξουν ότι έχουν κάποιο ποσοστό αναπηρίας. Η απώλεια της όσφρησης είναι αναπηρία με μικρό ποσοστό, αλλά όταν ο ασθενής έχει και άλλα προβλήματα αν προστεθεί και αυτό αυξάνει το ποσοστό αναπηρίας”, εξηγεί ο κ Κωνσταντινίδης.
Σε περίπτωση που υπάρχει απώλεια της όσφρησης, ανάλογα με το αίτιο, υπάρχει και η θεραπεία με μικρότερα, ή μεγαλύτερα ποσοστά επιτυχίας. “Το πιο σημαντικό είναι να ξέρουμε τι φταίει. Δεν αρκεί να πάρει κανείς μια συμπτωματική αγωγή γιατί με την αγωγή αυτή θα γίνει καλά για 7-10 μέρες, αλλά σε λίγο καιρό πάλι θα έχει το ίδιο πρόβλημα. Όσο νωρίτερα μπορεί κανείς να διαγνώσει συστηματικά νοσήματα, πολλά από τα οποία επηρεάζουν και τη μύτη, τόσο το καλύτερο. Το άλλο θέμα είναι ότι αυτό που ισχυρίζεται ο ασθενής δεν συμβαδίζει με αυτό που βλέπουμε κλινικά. Οπότε, όλες αυτές οι μετρήσεις μας βοηθούν να δούμε λίγο καλύτερα την αλήθεια. Πχ κάποιος λέει ότι δεν αναπνέει και η συσκευή που μετράει την αναπνοή λέει ότι αναπνέει. Τότε θα σκεφτούμε διαφορετικά και θα δούμε αν έχει κάποιο άλλο πρόβλημα”, εξηγεί ο Κωνσταντινίδης.
Αναφερόμενος στο πως μπορεί να ανακτηθεί η όσφρηση, λέει ότι η όσφρηση μπορεί να ανακτηθεί, ανάλογα με το αίτιο, με κάποια ποσοστά επιτυχίας ή όχι. “Άλλο είναι να έχει χάσει κανείς την όσφρησή του λόγω ηλικίας, που σε ένα βαθμό είναι φυσιολογικό, άλλο να την χάσει γιατί έχει χτυπήσει το κεφάλι του σε ένα τροχαίο και άλλο να τη έχει χάσει γιατί έχει πολύποδες στη μύτη. Κατά κατηγορία υπάρχουν σήμερα σύγχρονες θεραπείες με αρκετά καλά ποσοστά επιτυχίας. Μία κατηγορία είναι η χρόνια ιγμορίτιδα και οι πολύποδες. Εκεί έχουν θέση τα φάρμακα και η χειρουργική. Αλλη κατηγορία είναι όταν η όσφρηση χάνεται επειδή νοσεί το νεύρο , η απώλεια όσφρησης μετά από ίωση και μετά κρανιοεγκεφαλικές κακώσεις. Εκεί κάνουμε κάτι σχετικά πολύ καινούργιο, που λέγεται οσφρητική επανεκπαίδευση η οποία γίνεται εν είδει αρωματοθεραπείας. Ο ασθενής μυρίζει κάποια συγκεκριμένα αρώματα δύο φορές την ημέρα. Στην ουσία κάνει αυτό που κάνανε παλιά οι δοκιμαστές κρασιών για να ενισχύσουν την όσφρησή τους. Οι οσμές είναι χωρισμένες σε κατηγορίες. Τους δίνουμε ένα αντιπρόσωπο άρωμα από κάποια κατηγορία και αυτός σιγά σιγά ανακτά την όσφρησή του.Αυτό έχει καλά ποσοστά επιτυχίας, δηλαδή 60% επιτυχία μετά ιώσεις και”30% μετά από κακώσεις ενώ πριν από αυτό ήταν πολύ χαμηλά τα ποσοστά “, προσθέτει ο κ Κωνσταντινίδης.
Οι ασθενείς με νοσήματα της μύτης και των παραρρινικών κόλπων, οι οποίοι επισκέπτονται το Ρινολογικό Ιατρείο του Παπαγεωργίου, έχουν την ευκαιρία να υποβληθούν σε μια σειρά ολοκληρωμένων εξετάσεων ώστε οι γιατροί να έχουν στη διάθεσή τους όλες τις πληροφορίες που είναι απαραίτητες για τη διάγνωση και θεραπεία. Σε ασθενείς με δυσλειτουργίες στη ρινική αναπνοή μελετώνται η απόλυτη ροή του αέρα, μέσα στη μύτη με ρινομανομετρία και συσκευή μέγιστης ρινικής εισπνευστικής προσπάθειας, καθώς και η υποκειμενική αίσθηση της ροής του αέρα, μέσω του ελέγχου της ενδορινικής λειτουργίας του τρίδυμου νεύρου.
Οσον αφορά στην ξηρότητα της μύτης, διερευνάται με τεστ διαβροχής, έλεγχο της κλιματιστικής ικανότητας της μύτης, με ειδική συσκευή μέτρησης της υγρασίας και θερμοκρασίας του αέρα. Για προβλήματα στην κινητικότητα των κροσσών της μύτης, στο εξειδικευμένο ιατρείο οι ασθενείς υποβάλλονται σε τεστ σακχαρίνης και σε έλεγχο κάθαρσης του βλεννογόνου με ραδιοϊσότοπο. Τέλος, όσοι ταλαιπωρούνται από αλλεργική ρινίτιδα μπορούν να υποβληθούν σε δερματικές δοκιμασίες, αιματολογικό έλεγχο και τεστ πρόκλησης.
“Το Ιατρείο έχει τη δυνατότητα πλήρους αντικειμενικής εκτίμησης όλων των λειτουργιών της μύτης, κάτι που το καθιστά μοναδικό στη διερεύνηση των ρινολογικών παθήσεων στον Ελλαδικό και Βαλκανικό χώρο. Επιπλέον, η αντικειμενική αξιολόγηση των ρινικών λειτουργιών συμβάλλει στην επίλυση ιατρονομικών προβλημάτων”, επισημαίνει κ.Κωνσταντινίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο, “ο πλήρης ιατρικός έλεγχος που παρέχεται στο Ρινολογικό Ιατρείο δίνει πληροφορίες που βοηθούν στη διάγνωση και θεραπεία όλων των νοσημάτων της μύτης και των παραρρινικών κόλπων. Επιπλέον, η αντικειμενική αξιολόγηση των ρινικών λειτουργιών συμβάλλει στην επίλυση ιατρονομικών προβλημάτων”.
ΑΠΕ-ΜΠΕ