Τάση αύξησης παρουσιάζουν τα τελευταία χρόνια τα ποσοστά της παιδικής επιθετικότητας, γεγονός που αποδίδεται από τους ειδικούς στην οικονομική κρίση, την αλλαγή της δομής της οικογένειας, τον τρόπο που μεγαλώνουν και εκπαιδεύονται τα παιδιά, αλλά και τις αυξημένες απαιτήσεις από την κοινωνία.
Σύμφωνα με την ψυχολόγο της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Ελένη Πατίδου, η εμπειρία από τη διαχείριση περιστατικών τέτοιου είδους δείχνει ότι αυξάνονται τα ποσοστά της παιδικής επιθετικότητας, σε μια εποχή που η παραδοσιακή οικογένεια έχει αντικατασταθεί από νέες μορφές οικογένειας. Σε αυτές συχνά απουσιάζει το οικείο υποστηρικτικό περιβάλλον του παππού και της γιαγιάς και φαίνεται να μην ικανοποιούνται πλήρως οι πραγματικές ανάγκες ενός παιδιού σε ό,τι αφορά τον ποιοτικό χρόνο που περνά με τους οικείους του.
«Οι ώρες κατά τις οποίες οι γονείς λείπουν από το σπίτι, γιατί πρέπει να εργαστούν, είναι όλο και περισσότερες και τα παιδιά μπορεί να είναι μόνα τους στο σπίτι ή να βρίσκονται στο ολοήμερο και την απογευματινή δημιουργική απασχόληση» αναφέρει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ. Εκτιμά ακόμη ότι και η ίδια η κοινωνία φαίνεται να ζητά πολλά από τα παιδιά, «τα οποία κατευθύνει ώστε να διαβάσουν πολύ, να μάθουν ξένες γλώσσες, να κάνουν εξωσχολικές δραστηριότητες, να αντεπεξέλθουν στις προσδοκίες των σπουδών, να πάρουν πτυχίο γιατί αλλιώς, με την ανεργία που υπάρχει, δεν θα βρουν δουλειά, και πολλά άλλα».
Το θέμα της παιδικής επιθετικότητας, προτάθηκε, άλλωστε, από τις ψυχολόγους Κυριακή Σιδηροπούλου και Βασιλική Βογιατζάκη ως ζήτημα που πρέπει να απασχολήσει γενικά τους ειδικούς της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας καθώς, σύμφωνα και με την προϊσταμένη του Τμήματος Δημόσιας Υγείας της Διεύθυνσης Δημόσιας Υγείας της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Μαρία Σιδηροπούλου, η αντίστοιχη συμπεριφορά εκδηλώνεται στο σχολείο και στο σπίτι και αφορά δασκάλους και γονείς. «Έτσι το Δίκτυο Πρόληψης και Προαγωγής Υγείας της Περιφέρειας αποφάσισε τη διοργάνωση, σε όλες τις περιφερειακές ενότητες, βιωματικού σεμιναρίου, για γονείς παιδιών νηπιακής και σχολικής ηλικίας, με θέμα «παιδική επιθετικότητα, ενίσχυση θετικής συμπεριφοράς και ο ρόλος της οικογένειας». Το ενδιαφέρον, μάλιστα, των γονέων είναι μεγάλο ενώ πληροφορίες ζητούν και πολλοί εκπαιδευτικοί» σημειώνει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ η κ. Σιδηροπούλου.
Οι μορφές της επιθετικότητας
Σε ό,τι αφορά τις μορφές της επιθετικής συμπεριφοράς των παιδιών, η κ. Πατίδου αναφέρει ότι υπάρχει ένα μεγάλο εύρος παραδειγμάτων. Ανάμεσα σε αυτά, παραθέτει την περίπτωση ενός παιδιού που στη σχολική τάξη έκανε θόρυβο και χτυπούσε τους διπλανούς του, επειδή απαξιώθηκε για κάποιο λόγο από το σύνολο των παιδιών.
«Η συμβουλευτική που έγινε απέναντι στη δασκάλα ήταν να μη δίνει σημασία στην αρνητική αλλά στη θετική συμπεριφορά που θα επιδεικνύει το παιδί, όσο μικρή και αν είναι αυτή. Η εμπειρία δείχνει ότι όταν επιβραβεύονται οι θετικές συμπεριφορές, αυτές ενισχύονται ενώ φθίνουν οι αρνητικές συμπεριφορές στις οποίες δεν δίνουμε σημασία. Το αποτέλεσμα ήταν ότι το παιδί, που μέχρι τότε πίστευε ότι δεν είναι καλός μαθητής, με την ενθάρρυνση της δασκάλας κατάφερε να ενισχύσει την αυτοπεποίθησή του, σιγά-σιγά προσαρμόστηκε και η αρνητική συμπεριφορά ατόνησε» λέει.
Σε μια άλλη περίπτωση, οι γονείς ενός παιδιού το έδερναν, επειδή εκείνο έδερνε τον αδελφό του και με τον τρόπο αυτόν, όπως εξηγεί η ψυχολόγος της Διεύθυνσης Κοινωνικής Μέριμνας, αναπαραγόταν ένα πρότυπο συμπεριφοράς που μάθαινε στο παιδί ότι για να λύσει τη διαφορά του πρέπει να χρησιμοποιήσει το ξύλο. Απέναντι στο πρότυπο που προστάζει τον γονιό να δείρει το παιδί του όταν κάνει μια ζημιά ή κάτι κακό, η συμβουλευτική προτείνει τον διάλογο ως τρόπο για την επίλυση των διαφορών και των προβλημάτων σε μια οικογένεια. Αυτό είναι, άλλωστε, το μόνο λειτουργικό μέσο για να επιλύονται διαφορές μέσα από τη συζήτηση, την επικοινωνία και την έκφραση.
«Τα παραδείγματα είναι πάρα πολλά, ωστόσο κάθε περίπτωση θα πρέπει να αντιμετωπίζεται εξατομικευμένα» λέει η κ. Πατίδου και αναφέρει ενδεικτικά ένα περιστατικό παιδικής επιθετικότητας, που τελικά αποδόθηκε στο γεγονός ότι το παιδί δεν μπορούσε μέχρι τότε να μιλήσει. Ακολούθησαν συνεδρίες σε λογοθεραπευτή και η επιθετικότητα ατόνησε. «Δεν υπάρχουν συνταγές. Κάθε φορά θα πρέπει να εκτιμώνται οι ανάγκες του ίδιου του παιδιού και της οικογένειας» προσθέτει.
Οδηγίες και συμβουλές προς τους γονείς
Σε ό,τι αφορά τις οδηγίες και τις συμβουλές που θα μπορούσαν να φανούν χρήσιμες στους γονείς, αυτές ξεκινούν από την ενεργητική ακρόαση των παιδιών τους. «Θα πρέπει να δει ο γονιός γιατί το παιδί του είναι επιθετικό, θα πρέπει να το ακούει, να δει μέσα από τη συμπεριφορά του τον εαυτό του, μήπως και αυτός είναι επιθετικός, μήπως λύνει τα προβλήματά του με θυμό, μήπως είναι απαξιωτικός στο παιδί του και αν ικανοποιούνται οι συναισθηματικές του ανάγκες» επισημαίνει. Για τον τρόπο με τον οποίο ένας γονιός ακούει το παιδί του, η ίδια διευκρινίζει: «Δεν εννοούμε να μας μιλά το παιδί μας την ώρα που εμείς πλένουμε τα πιάτα και έχουμε την πλάτη γυρισμένη σε αυτό. Εννοούμε να του μιλάμε κοιτώντας το στα μάτια και ενθαρρύνοντας τη δική του έκφραση».
Στο ίδιο μήκος κύματος, ο γονιός μπορεί να γίνει ο καθρέφτης των συναισθημάτων του παιδιού, ώστε να αναγνωρίζει τη διάθεσή του. «Φαίνεσαι λυπημένος, φαίνεσαι στενοχωρημένη, δείχνεις να νιώθεις θυμό» είναι χαρακτηριστικές εκφράσεις μέσα από τις οποίες οι γονείς μπορούν να εκπαιδεύσουν τα παιδιά να αναγνωρίζουν τα συναισθήματά τους, αλλά και να προτείνουν τρόπους διαχείρισής τους, μέσα από φράσεις όπως: «τι θα σε ευχαριστούσε να κάνεις;», «πώς πιστεύεις ότι θα πρέπει να μιλήσεις σε αυτόν που σε έκανε να θυμώσεις;».
Όρια και κανόνες είναι, εξάλλου, πολύ σημαντικοί για τα παιδιά καθώς τα κάνουν να αισθάνονται ασφάλεια. Όταν διαπιστώνει ο γονιός ότι το παιδί του είναι επιθετικό, θα πρέπει να του εξηγήσει ότι δεν θα πρέπει να δέρνει ή να χτυπάει. Θα πρέπει να δώσει στο παιδί να καταλάβει ότι αν κάνει κάτι τέτοιο θα έχει συνέπειες, για παράδειγμα δεν θα του κάνουν παρέα οι συμμαθητές του, θα το αποφεύγουν. «Επίσης μπορούμε και εμείς να ορίσουμε συνέπειες, να βάλουμε εκ των προτέρων τους όρους μας. Αλλά όλα μέσα από τη συζήτηση και την αγάπη» σημειώνει.
Σημαντικό ρόλο, τέλος, διαδραματίζει και η ένταξη ενός παιδιού σε ένα δομημένο πλαίσιο με κανόνες και απαιτήσεις, όπως ο παιδικός και ο βρεφονηπιακός σταθμός. «Καλό είναι αυτό να συμβαίνει στην ηλικία των 2,5 – 3 χρόνων» λέει η κ. Πατίδου και σε κάθε περίπτωση συνιστά σε γονείς και εκπαιδευτικούς να δίνουν στο παιδί το χρόνο που χρειάζεται για την προσαρμογή του στα νέα δεδομένα. «Κάθε παιδί έχει την ιδιαιτερότητά του, τον χαρακτήρα του, το αναπτυξιακό του στάδιο. Η προσαρμογή εξαρτάται από το πόσο εσωστρεφές μπορεί να είναι, κατά πόσο μπορεί να εκφράζεται, ποιες είναι οι ανάγκες του. Δεν υπάρχει χρονικό περιθώριο» υπογραμμίζει.
ΑΠΕ-ΜΠΕ