Η συνέντευξη Τύπου του Πρωθυπουργού, Αλέξη Τσίπρα
«Καλησπέρα σε όλους και σε όλες,
Πριν από λίγο τελείωσε το Άτυπο Συμβούλιο Κορυφής. Ίσως θα γνωρίζετε ότι καμιά φορά στα άτυπα Συμβούλια γίνεται μια πιο ουσιαστική συζήτηση, επειδή δεν υπάρχουν συμπεράσματα και υπάρχει μια πιο ελεύθερη ανταλλαγή απόψεων, μια ουσιαστική ανταλλαγή απόψεων.
Σήμερα στην ατζέντα της συζήτησής μας είχαμε δύο πολύ ουσιαστικά ζητήματα. Το ένα αφορούσε τη διαδικασία εκλογής του επόμενου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, το δεύτερο τον σχεδιασμό για το νέο Πολυετές Δημοσιονομικό Πλαίσιο, μετά το 2020.
Πιστεύω ότι και τα δύο αυτά θέματα τα συνδέει ένα νήμα. Ουσιαστικά έχει να κάνει με το ποια Ευρώπη θέλουμε. Έχει να κάνει με το πόσο δημοκρατική Ευρώπη θέλουμε και πόσο ισχυρή, πόσο κοινωνική Ευρώπη θέλουμε.
Να ξεκινήσω από τη συζήτηση που αφορούσε το θέμα της εκλογής του νέου Προέδρου της Ευρωπαϊκής Επιτροπής. Ίσως θα γνωρίζετε ότι από το 2014 έχει θεσπιστεί η λεγόμενη διαδικασία Spitzenkandidaten. Δηλαδή η διαδικασία όπου τα πολιτικά κόμματα, οι πολιτικές οικογένειες των κομμάτων σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ορίζουν έναν υποψήφιο, ο οποίος, μαζί με τους συναδέλφους του, όλοι μαζί, ξεκινούν μια καμπάνια ανοιχτή στους πολίτες της Ευρώπης, διασταυρώνουν τα ξίφη τους, διεξάγουν τηλεμαχίες και δίνουν ένα ιδιαίτερο ενδιαφέρον «ευρωπαϊκό», για πρώτη φορά έγινε αυτό το 2014 στις ευρωπαϊκές εκλογές, με την έννοια ότι συζητούν όλα τα μεγάλα θέματα που αφορούν το μέλλον της Ευρώπης.
Για πρώτη φορά αυτό έγινε το 2014 στις ευρωπαϊκές εκλογές. Σε αυτήν τη διαδικασία, σας θυμίζω, είχα λάβει κι εγώ μέρος το 2014 στις Ευρωεκλογές ως εκπρόσωπος-υποψήφιος του κόμματος της Ευρωπαϊκής Αριστεράς. Πιστεύω ότι αυτό ήταν ένα πολύ σημαντικό θεσμικό βήμα, το οποίο όμως έμεινε ανολοκλήρωτο και μένει ανολοκλήρωτο, στο βαθμό που δεν υπάρχει η άμεση σύνδεση των αποτελεσμάτων των ευρωεκλογών σε σχέση με την επιλογή του επόμενου προέδρου της Κομισιόν, από αυτούς που συμμετείχαν ως υποψήφιοι των κομμάτων, εκείνου που έχει πάρει τις περισσότερες ψήφους, γιατί αυτό σημαίνει δημοκρατία.
Θυμίζω ότι το 2014, παρότι συμμετείχαμε όλοι, εκτός από μένα ο σημερινός πρόεδρος Juncker από την πλευρά του ΕΛΚ, ο Μ. Schulz από την πλευρά του Σοσιαλιστικού Κόμματος, ο Verhofstadt από την πλευρά των Φιλελευθέρων, η Ska Keller από την πλευρά των Πρασίνων, μετά το τέλος της διαδικασίας με βάση τη Συνθήκη πολλοί ήταν αυτοί που είχαν αμφισβητήσει το γεγονός ότι έπρεπε να είχε επιλεγεί ως πρόεδρος ο εκπρόσωπος του ΕΛΚ που είχε κατά τεκμήριο πάρει τις περισσότερες ψήφους σε όλες τις χώρες όπου διεξήχθησαν οι ευρωεκλογές. Τότε όλοι μαζί οι υποψήφιοι είχαμε συνομολογήσει και είχαμε κάνει και μια κοινή δήλωση ότι αυτό είναι αντιδημοκρατικό και ότι θα έπρεπε να επιλεγεί από το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο ο σημερινός πρόεδρος, ο Jean-Claude Juncker. Τελικά αυτό έγινε μετά από πιέσεις και αντιπαραθέσεις. Η Συνθήκη δεν ορίζει ότι το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο θα πρέπει να αποφασίσει με βάση το κριτήριο της λαϊκής ψήφου, ωστόσο είναι θέμα ηθικής και πολιτικής τάξης, όχι νομικής τάξης, ότι δεν μπορεί να παρακαμφθεί το κριτήριο της λαϊκής κυριαρχίας.
Είπα όμως πριν ότι έμεινε αυτό το πολύ θετικό βήμα εκδημοκρατισμού των θεσμών της ΕΕ μετέωρο διότι πριν από λίγο, δυστυχώς, το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο αποφάσισε σε σχέση με τις αδιάθετες έδρες μετά την αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ, να μην διατεθούν αυτές οι έδρες σε μια κοινή διεθνική λίστα. Η πρόταση την οποία κι εγώ και άλλοι είχαμε καταθέσει ήταν αυτές οι έδρες να μη μείνουν αδιάθετες, να διατεθούν μέσα από μια κοινή ευρωπαϊκή λίστα την οποία θα τη συγκροτήσουν ως επικεφαλής οι εκπρόσωποι των κομμάτων. Έτσι θα γνωρίζαμε όλοι ποια είναι η πραγματική βούληση των πολιτών σε σχέση με την απευθείας διάθεση σαν ένα άτυπο ευρωπαϊκό δημοψήφισμα και θα είχαμε μια πλήρη εικόνα, γιατί τη λίστα αυτή θα είχαμε όλοι οι ευρωπαίοι πολίτες τη δυνατότητα να την ψηφίσουμε κι έτσι θα ξέραμε τους πραγματικούς συσχετισμούς στη βάση των υποψηφίων. Δεν έγινε αυτό, σήμερα αποφασίσαμε στο Συμβούλιο να επανεξετάσουμε το θέμα της διεθνικής λίστας, αλλά μετά το 2019. Έγινε μια πολύ μεγάλη συζήτηση, μια ενδιαφέρουσα συζήτηση, για το εάν το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο μετά τις ευρωεκλογές θα πρέπει να επιλέξει αυτόν που θα πλειοψηφήσει και από τους υποψήφιους που θα ορίσουν τα κόμματα ή όχι.
Σε αυτήν τη συζήτηση εγώ πρότεινα μια διαδικασία, μέσα από την οποία θα υπάρξει η κρίση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και πριν και μετά την απόφαση του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου, διότι το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο ας μην ξεχνάμε ότι είναι ο μοναδικός αιρετός θεσμός που έχουμε στην ΕΕ και υπ’ αυτή την έννοια έχει ιδιαίτερη σημασία οι όποιες αποφάσεις, οι κρίσιμες αποφάσεις, να βγαίνουν μέσα από τη διαδικασία που θα εγκρίνεται με δημοκρατικό τρόπο μέσα από τους συσχετισμούς του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου που διαμορφώνονται μετά από την άμεση κρίση των πολιτών.
Πρότεινα λοιπόν να υιοθετήσουμε κι αυτήν τη φορά τη διαδικασία Spitzenkandidaten, δηλαδή τον ορισμό υποψηφίων από την πλευρά των πολιτικών οικογενειών, από την πλευρά των κομμάτων και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο να προκρίνει, με βάση τους συσχετισμούς που θα δημιουργηθούν άμεσα από την ψήφο των πολιτών μέσα από τη γκάμα των υποψηφίων, τους 3 που θα προτείνει ως μία λίστα μέσα από την οποία θα πρέπει το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο να διαλέξει τον επόμενο πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής.
Τώρα σε ό,τι αφορά τη δεύτερη θεματική ενότητα του σημερινού Ευρωπαϊκού Συμβουλίου ήταν, όπως προανέφερα, ο σχεδιασμός για τον επόμενο πολυετή ευρωπαϊκό προϋπολογισμό. Η πρώτη συζήτηση αφορά το πόσο δημοκρατική Ευρώπη θέλουμε, πόσο θέλουμε να εμπλέξουμε τους πολίτες στη λήψη των αποφάσεων στην ΕΕ ή πόσο τους αγνοούμε, πόσο τους θεωρούμε απλά χρήσιμους για να ψηφίζουν εκπροσώπους στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο αλλά οι σημαντικές αποφάσεις να λαμβάνονται κεκλεισμένων των θυρών. Εάν λοιπόν η πρώτη αυτή συζήτηση αφορούσε το βάθος της δημοκρατίας, η δεύτερη (δηλ. η συζήτηση για τον ευρωπαϊκό προϋπολογισμό) αφορά την ισχύ της ΕΕ και κυρίως το κοινωνικό της βάθος. Εκεί λοιπόν, από τη δική μας την πλευρά, ξεκαθάρισα ότι δεν μπορεί να υπάρξει ισχυρή ΕΕ, δεν μπορεί να υπάρξει κοινωνική συνοχή στην ΕΕ με έναν προϋπολογισμό που διαρκώς συρρικνώνεται.
Ο προϋπολογισμός πρέπει να λειτουργήσει ως εργαλείο αναδιανομής, προκειμένου να πετύχουμε τη μεγαλύτερη δυνατή σύγκλιση και τη μεγαλύτερη δυνατή κοινωνική συνοχή. Η αποχώρηση της Μεγάλης Βρετανίας από την ΕΕ βεβαίως σημαίνει ότι υπάρχει μία μείωση των διατιθέμενων κονδυλίων προς τον προϋπολογισμό. Από την άλλη, μια σειρά από νέες προκλήσεις στις οποίες πρέπει να ανταποκριθούμε και πρέπει να χρηματοδοτηθούν, προκλήσεις της νέας εποχής – όπως για παράδειγμα η εφαρμογή του ευρωπαϊκού πυλώνα κοινωνικών δικαιωμάτων, ένα διευρυμένο πρόγραμμα εγγυήσεων για τη νεολαία, η αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης, της μεταναστευτικής κρίσης, η ανάγκη να εμβαθύνουμε στην έρευνα, την ανάπτυξη, την ενιαία ψηφιακή αγορά, η ασφάλεια, η προστασία των εξωτερικών συνόρων – μια σειρά λοιπόν από κρίσιμα ζητήματα, νέες προκλήσεις, αλλά και η ανάγκη να διατηρήσουμε την κοινωνική συνοχή και τους πόρους που μέχρι σήμερα διατίθενται για τη διατήρηση της κοινωνικής συνοχής, μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι είτε θα πρέπει να αυξήσουμε ουσιαστικά τον προϋπολογισμό είτε θα πρέπει όλοι μαζί να συνυπογράψουμε τη συρρίκνωση του κοινωνικού χαρακτήρα της ΕΕ, πράγμα στο οποίο εμείς αντιτιθέμεθα. Άποψή μας είναι ότι η κοινωνική συνοχή, η πολιτική της κοινωνικής συνοχής δεν αποτελεί κόστος, αλλά είναι – θα έλεγα – ένα μεγάλο πλεονέκτημα. Διότι η εσωτερική κοινωνική συνοχή μεταφράζεται σε εξωτερική ανταγωνιστικότητα, σε ένα διεθνώς ολοένα και πιο ανταγωνιστικό περιβάλλον. Υπό αυτήν την έννοια, η παρέμβασή μου είχε τον χαρακτήρα να επισημάνω ότι, όταν μιλάμε για προϋπολογισμό, δεν πρέπει να μιλάμε μόνο για το ύψος των δαπανών, αλλά και για το ύψος των εσόδων. Καθότι, αν συζητάμε μόνο για τις δαπάνες, χωρίς να προσδιορίζουμε επαρκή έσοδα, τότε θα βρισκόμαστε διαρκώς σε ένα φαύλο κύκλο. Υπό αυτήν την έννοια και με δεδομένο ότι φεύγει το Ηνωμένο Βασίλειο από την ΕΕ και ότι δε θα ήθελε κανείς να επιβαρύνει περισσότερο τους φορολογούμενους, η λύση είναι η δυνατότητα να βρούμε νέους πόρους. Να βρούμε νέους πόρους μέσα από τη φορολόγηση του πλούτου και όχι των φορολογούμενων. Υπ’ αυτή την έννοια, κατέθεσα ορισμένες σκέψεις και προτάσεις για τον αναγκαίο φόρο επί των χρηματοπιστωτικών συναλλαγών, τον λεγόμενο φόρο Τobin, τη φορολόγηση των μεγάλων εταιρειών του Διαδικτύου, την κοινή φορολογική βάση των επιχειρήσεων, να θεσμοθετήσουμε, δηλαδή, ευρωπαϊκούς φόρους σε δραστηριότητες, φόρους που είναι πιο αποτελεσματικοί από τους εθνικούς, χωρίς να φορολογούμε επιπλέον τους Ευρωπαίους πολίτες. Αυτές οι σκέψεις κατατέθηκαν, έγινε μια μεγάλη συζήτηση, με πολλούς υπήρξαν συγκλίσεις, αλλά, βεβαίως, η συζήτηση αυτή θα συνεχιστεί και είναι μια συζήτηση κρίσιμη. Θέλω να πιστεύω ότι θα ολοκληρωθεί αυτή η συζήτηση πριν από τις ευρωπαϊκές εκλογές. Και το λέω αυτό, διότι πρέπει να πάει παράλληλα με την συζήτηση για τις θεσμικές και κοινωνικές αλλαγές στην ΕΕ. Εάν δεν το καταφέρουμε αυτό, εάν δεν καταφέρουμε να κάνουμε βήματα και προς την κατεύθυνση του εκδημοκρατισμού, αλλά και της ισχυροποίησης του κοινωνικού χαρακτήρα της Ευρώπης, πολύ λυπάμαι ότι θα διαψεύσουμε τους πολίτες που θεωρούσαν ότι αυτή η συζήτηση για το μέλλον της Ευρώπης και τη νέα της δομή, τις μεγάλες αλλαγές που είναι αναγκαίες, είναι ίσως μία τελευταία ελπίδα η Ευρώπη να αναπροσανατολιστεί σε μία πιο ελκυστική κατεύθυνση για τους πολίτες της. Και βεβαίως να αποκρούσουμε και το έντονο ρεύμα του ευρωσκεπτικισμού, που αναπτύσσεται το τελευταίο διάστημα, όχι μόνο σε χώρες χωρίς μεγάλη παράδοση και κουλτούρα ευρωπαϊκή, αλλά και σε χώρες της Κεντρικής Ευρώπης, παραδοσιακές χώρες, σημαντικές χώρες της ΕΕ από την ίδρυσή της.
Παράλληλα, όμως με τη συζήτηση στα δύο κεντρικά θέματα της ατζέντας, είχα την ευκαιρία να κάνω μια σειρά από κρίσιμες επαφές από το πρωί. Είχα τη ευκαιρία μαζί με τον πρόεδρο της Κύπρου, τον Ν. Αναστασιάδη να θέσουμε το θέμα των τουρκικών προκλητικών ενεργειών στην κυπριακή ΑΟΖ και στο Αιγαίο. Είχα την ευκαιρία να το κάνω αυτό και στις κατ’ ιδίαν επαφές με την Καγκελάριο της Γερμανίας, με τον Ιταλό Πρωθυπουργό, με τον Γάλλο Πρόεδρο, τον Πρόεδρο Juncker, την κ. Mogherini. Είχα την ευκαιρία όμως και μέσα στη Σύνοδο να θέσω τα θέματα αυτά και να ενημερώσω τους εταίρους μας για την αυξημένη προκλητικότητα και παραβατικότητα στο Αιγαίο, αλλά και στην Ανατολική Μεσόγειο. Να ενημερώσω για το πρόσφατο απαράδεκτο και εξαιρετικά επικίνδυνο περιστατικό στα Ίμια, αλλά και για την εν γένει αυξανόμενη παραβατική τουρκική αεροναυτική δραστηριότητα κατά το περασμένο έτος.
Τόνισα ότι ως Ευρωπαϊκή Ένωση έφτασε η ώρα να στείλουμε ένα πολύ σαφές μήνυμα προς την Τουρκία. Οι ευρωτουρκικές σχέσεις δεν μπορούν να προχωρήσουν με συνεχείς παραβιάσεις των κυριαρχικών δικαιωμάτων κρατών μελών της ΕΕ. Και αυτό είναι ένα ζήτημα που δεν αφορά τα κράτη μέλη, αφορά την ΕΕ στο σύνολό της. Η Τουρκία οφείλει να σέβεται το διεθνές δίκαιο τόσο στο Αιγαίο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Μόνο υπ’ αυτές τις προϋποθέσεις, μπορούμε να οικοδομήσουμε μια οποιαδήποτε θετική ατζέντα ξανά στο μέλλον στους πολλούς αυτούς τομείς που μπορούμε να συνεργαζόμαστε. Τόνισα ότι η θέση αυτή για την προστασία των κυριαρχικών δικαιωμάτων των κρατών μελών, οφείλει να είναι μια κόκκινη γραμμή για την ΕΕ. Αλλιώς δεν μπορούμε να μιλάμε για αναβάθμιση της Ευρωπαϊκής Πολιτικής Άμυνας ή του διεθνούς ρόλου της ΕΕ.
Θέλω να τονίσω ότι η στήριξη που λάβαμε ήταν ουσιαστική. Η στήριξη που λάβαμε ο Πρόεδρος Αναστασιάδης κι εγώ, ήταν ουσιαστική. Και στο πλαίσιο αυτό όπως ήδη ίσως γνωρίζετε, προέβη σε σχετική δήλωση ο πρόεδρος Tusk κατά τη διάρκεια της συνέντευξης Τύπου αμέσως μετά το πέρας της Συνόδου.
Στο περιθώριο της σημερινής συνεδρίασης συναντήθηκα επίσης και με την Ύπατη Εκπρόσωπο της Ευρωπαϊκής Ένωσης για θέματα εξωτερικής πολιτικής Federica Mogherini, όπου πέραν της τουρκικής προκλητικότητας σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, συζητήσαμε και θέματα που αφορούν τα Δυτικά Βαλκάνια και τον κεντρικό ρόλο που διαδραματίζει η χώρα μας, η Ελλάδα, ως πυλώνας σταθερότητας και συνεργασίας στην ευρύτερη περιοχή.
Ειδικότερα τέλος ως προς το ονοματολογικό, επανέλαβα ότι εμείς σταθερά, η Ελλάδα σταθερά επιδιώκει μία μόνιμη, σφαιρική και οριστική αντιμετώπιση των εκκρεμοτήτων με τη γείτονα χώρα, την ΠΓΔΜ. Και αυτό σημαίνει μια λύση erga omnes, δηλαδή μια λύση με σαφή δέσμευση για ένα όνομα που θα χρησιμοποιείται έναντι όλων τόσο για εξωτερική όσο και για εσωτερική χρήση, γεγονός που σημαίνει ότι θα πρέπει το όνομα αυτό στο οποίο θα καταλήξουμε να αποτελεί ταυτόχρονα και τη συνταγματική ονομασία της γείτονος, πράγμα που βεβαίως προϋποθέτει την αναγκαία συνταγματική αναθεώρηση.
Λοιπόν να σταματήσω εδώ και να είμαι ανοιχτός σε όλες τις ερωτήσεις σας.
ΠΑΝΤΕΛΑΚΗΣ (ΕΡΤ): Κύριε Πρωθυπουργέ, έχετε κατ’ επανάληψη δηλώσει ότι η Αθήνα και θέλει και επιδιώκει ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με την Άγκυρα. Εκτιμάτε ότι οι προκλητικές ενέργειες της Τουρκίας τείνουν να κλείνουν ή να κλείσουν τους διαύλους επικοινωνίας με την Αθήνα, αλλά και την Ευρώπη, ή εκτιμάτε ότι μπορούν να παραμείνουν;
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κύριε Παντελάκη, η Ελλάδα είναι η χώρα εκείνη, η οποία πρώτη άναψε το πράσινο φως στην ενταξιακή διαδικασία της Τουρκίας στην ΕΕ στη δεκαετία του ΄90. Και εγώ είμαι ο Πρωθυπουργός που πρωτοστάτησα εκ μέρους της χώρας μου το 2015 στην προσπάθεια να χτίσουμε μία θετική ευρωτουρκική ατζέντα παράλληλα με την αντιμετώπιση αυτής της πρωτοφανούς προσφυγικής κρίσης. Και είμαι αυτός επίσης που, παρά τις δυσκολίες, κάλεσα τον Πρόεδρο Erdogan να έρθει στην Ελλάδα για να χτίσουμε μία σχέση εμπιστοσύνης και να προχωρήσουμε και σε μέτρα οικοδόμησης εμπιστοσύνης. Πήγα τρεις φορές, σε διάστημα μικρότερο των έξι μηνών στην Τουρκία. Δέχτηκα, επίσης, την επίσκεψη του Τούρκου Πρωθυπουργού. Και είμαι και αυτός που συνεχίζω να πιστεύω ότι η αρχιτεκτονική ασφάλειας στην περιοχή περνάει μέσα από μία σχέση συνεννόησης με την Τουρκία. Όμως υπάρχουν και όρια. Και νομίζω ότι έφτασε η στιγμή η ΕΕ να δώσει ένα σαφές μήνυμα, όχι ότι δεν θέλει το διάλογο και τη συνεννόηση με την Τουρκία, αλλά ότι θέτει ως προϋπόθεση για την ενίσχυση αυτού του διαλόγου και της ευρωτουρκικής ατζέντας τον σεβασμό στο διεθνές δίκαιο και στα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών της ΕΕ. Υπ’ αυτήν την έννοια θεωρώ ότι το επόμενο διάστημα η Άγκυρα πρέπει να λάβει πάρα πολύ σοβαρά υπ’ όψιν της ότι η Ελλάδα δεν είναι μία ασήμαντη χώρα. Είναι μία χώρα-μέλος της ΕΕ πάνω από 35 χρόνια, μία χώρα-μέλος του ΝΑΤΟ, όπως και η ίδια η Τουρκία, συνεπώς αυτή η λογική της προκλητικότητας δεν οδηγεί πουθενά, αποδυναμώνει την ίδια την Τουρκία. Εμείς θα είμαστε εδώ για να κρατάμε πάντα ανοιχτές τις πόρτες του διαλόγου, αλλά πρέπει να γίνει απολύτως σαφές ότι υπάρχουν όρια.
ΨΑΡΑ (ΕΘΝΟΣ): Γεια σας κι από εμένα. Ο Πρόεδρος Tusk μίλησε για τις προϋποθέσεις που θα συζητηθούν στη Σύνοδο Κορυφής του Μαρτίου προκειμένου να δούμε, εάν θα γίνει συνάντηση μεταξύ ΕΕ και Τουρκίας στη Βάρνα. Θα ήθελα να μας πείτε, εφ’ όσον είπατε ότι είναι πιο χαλαρές και δημιουργικές οι κουβέντες σε άτυπες Συνόδους Κορυφής, εάν συζητήσατε τις κόκκινες γραμμές, με βάση τις οποίες δεν θα πραγματοποιηθεί ή θα πραγματοποιηθεί τελικά αυτή η συνάντηση στη Βάρνα.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Βεβαίως. Και νομίζω ότι οι κόκκινες γραμμές ειπώθηκαν ήδη. Είναι ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο και στα κυριαρχικά δικαιώματα των κρατών – μελών της ΕΕ. Και κυριαρχικό δικαίωμα της Κύπρου είναι να πραγματοποιεί έρευνες στα θαλάσσια οικόπεδα της Αποκλειστικής Οικονομικής της Ζώνης – και μάλιστα έρευνες που πραγματοποιούν ευρωπαϊκές εταιρείες, οι οποίες παρενοχλούνται, παρενοχλούνται παρανόμως. Και σεβασμός στο διεθνές δίκαιο, βεβαίως, είναι και ο σεβασμός των Συνθηκών, αλλά και ο σεβασμός σε ό,τι αφορά το δίκαιο της θάλασσας, τη δυνατότητα που, βεβαίως, πρέπει να έχουν τα ελληνικά πλοία του Λιμενικού Σώματος να περιπολούν στα ελληνικά χωρικά ύδατα ανενόχλητα. Αυτές είναι οι προϋποθέσεις καλής γειτονίας, καλής συνεννόησης, είναι προϋπόθεση, επαναλαμβάνω, ο σεβασμός στο διεθνές δίκαιο και στα κυριαρχικά δικαιώματα.
ΑΝΤΖΟΛΕΤΟΣ (ΣΚΑΪ): Κύριε Πρόεδρε, ήθελα να έρθω λίγο στο Σκοπιανό. Ήθελα να ρωτήσω, εάν υπάρχει κάποιο χρονοδιάγραμμα για την κυβέρνηση σχετικά με το ζήτημα της λύσης. Και αναφέρομαι, βεβαίως, στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ τον Ιούλιο. Και, βεβαίως, ένα δεύτερο ερώτημα, επειδή η συμφωνία αυτή κάποια στιγμή θα πρέπει να έρθει στη Βουλή, εάν σας απασχολεί καθόλου η στάση του κυβερνητικού εταίρου, ο οποίος και προχθές – ο κ. Καμμένος – είπε ότι δεν θέλει τον όρο «Μακεδονία» στην τελική λύση.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Κύριε Αντζολέτο, μιλάτε για χρονοδιάγραμμα, μιλάτε για το ΝΑΤΟ και τη Σύνοδο του ΝΑΤΟ. Εμείς από την πρώτη στιγμή έχουμε πει την πάσα αλήθεια. Δεν μας πιέζει κανείς, δεν βιαζόμαστε, δεν πιεζόμαστε. Είναι δική μας η πρωτοβουλία να λύσουμε ένα πρόβλημα που, κατά την άποψή μας, επιβαρύνει την εξωτερική πολιτική της χώρας, ιδιαίτερα όταν βλέπετε ότι έχει να αντιμετωπίσει υπαρκτούς κινδύνους. Δεν πιεζόμαστε, διότι δεν είμαστε στο 2008, όπου κάποιοι μας πιέζουν να μπει η γειτονική χώρα στο ΝΑΤΟ. Αποτελεί δική μας άποψη ότι πρέπει να λυθεί αυτό το χρόνιο πρόβλημα με μια λύση, όμως, βιώσιμη, μία λύση σταθερή, που θα εδράζεται σε στέρεα θεμέλια. Και γι’ αυτό το λόγο πήραμε αυτή την πρωτοβουλία, να συναντήσω τον ομόλογό μου στο Νταβός και να ανοίξουμε ένα διάλογο, εποικοδομητικό πιστεύω, και για την οικοδόμηση μέτρων εμπιστοσύνης, αλλά και έναν διάλογο για το πώς θα μπορούσε να βρεθεί μία αμοιβαία αποδεκτή λύση που θα μας οδηγήσει ένα βήμα πιο μπροστά. Για εμάς αυτή η αποδοχή, η αποδοχή της λύσης, θα είναι μία πολύ θετική εκδοχή σε ό,τι αφορά την εξωτερική μας πολιτική. Για τη γείτονα χώρα, όμως, είναι κάτι παραπάνω. Είναι υπαρξιακής σημασίας. Η ευρωπαϊκή της προοπτική είναι υπαρξιακής σημασίας, θα έλεγα. Ως εκ τούτου, εάν κάποιοι πρέπει να βιάζονται ή να πιέζονται, δεν είμαστε εμείς, να το ξεκαθαρίσω αυτό. Εγώ όλα όσα είχα πει από την πρώτη στιγμή, και με συνέντευξή μου στις 20 του Γενάρη, όπου έθετα τις προϋποθέσεις που αποτελούν εθνική γραμμή εδώ και πάρα πολλά χρόνια, δεν είπα κάτι καινούργιο. Όλα όσα είπα στον ομόλογό μου στη συνάντηση στο Νταβός, ισχύουν και σήμερα. Και συμπεριλαμβάνονται και στο Σύμφωνο που θα δώσουμε, σε ένα σχέδιο Συμφώνου, που θα δώσουμε σύντομα στην άλλη πλευρά για να συνεχίσουμε τις διαπραγματεύσεις επί συγκεκριμένων θεμάτων και ζητημάτων. Από κει και πέρα, μιας και με ρωτάτε, είναι θεμιτό να υπάρχουν διαφορετικές απόψεις. Ωστόσο, οφείλω να σας πω ότι για ένα κρίσιμο, εθνικής σημασίας ζήτημα, απαιτείται η προσπάθεια δημιουργίας ευρύτερης συναίνεσης και όχι μόνο συναίνεσης στα όρια μίας κυβερνητικής πλειοψηφίας. Θα την επιδιώξουμε, όχι μόνο με τον εταίρο μας, αλλά και με τα άλλα πολιτικά κόμματα, εάν υπάρξει προοπτική λύσης, εάν φτάσουμε κοντά σε προοπτική λύσης.
ΚΟΥΤΣΟΚΩΣΤΑ (EURONEWS): Θα ήθελα να συνδυάσω και τα δύο, και το θέμα των Σκοπίων δηλαδή και την Τουρκία. Αρχικά, αν σας ανησυχεί ο ρόλος του κ. Erdogan στα Βαλκάνια, μετά μάλιστα και την τελευταία του επίσκεψη στα Σκόπια, και δεύτερον αν έχετε ζητήσει συγκεκριμένες κινήσεις από τους Ευρωπαίους εταίρους σας, πέρα από τα μηνύματα και τις δηλώσεις που έγιναν πριν από λίγο, μέχρι τις 26 Μαρτίου που θα γίνει η Σύνοδος στη Βάρνα.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Καταρχάς να σας διορθώσω. Δεν πήγε ο κ. Erdogan στα Σκόπια, αλλά πήγαν τα Σκόπια στον κ. Erdogan. Με την ευκαιρία να πω ότι πρέπει να καταλάβουν οι γείτονές μας ότι – πιστεύω ότι ο Πρωθυπουργός το έχει κατανοήσει, πρέπει να το κατανοήσουν όλες οι πολιτικές δυνάμεις – η ευρωπαϊκή προοπτική και η εμπέδωση σταθερότητας στη γειτονική χώρα δεν περνάει από την Άγκυρα. Περνάει από την Αθήνα. Δεν πρέπει να αναζητούν την εξεύρεση λύσης στην Άγκυρα. Ευρωπαϊκή προοπτική αναζητούν. Κάνουν λάθος αν την αναζητούν στην Άγκυρα. Πρέπει να την αναζητήσουν στην οικοδόμηση μιας ουσιαστικής σχέσης εμπιστοσύνης με τους γείτονές τους, την Ελλάδα, που είναι πάνω από 35 χρόνια μέλος της ΕΕ.
Ως προς το δεύτερο σκέλος της ερώτησης νομίζω ότι ήμουν σαφής. Το μήνυμα που εκπέμφθηκε σήμερα ήταν το ισχυρότερο δυνατό από τα πιο επίσημα χείλη και βεβαίως πιστεύω ότι όλοι μαζί θα έχουμε την ευκαιρία να αποτιμήσουμε το πώς – ας το πω έτσι – οι γείτονές μας θα υποδεχθούν αυτό το μήνυμα και το πώς θα λειτουργήσουν το επόμενο διάστημα. Είναι προφανές επίσης ότι – όπως καλά γνωρίζετε – έχω τη δυνατότητα να είμαι σε διαρκή επικοινωνία και με την ηγεσία της ΕΕ, αλλά και με ηγέτες που μπορούν να παίξουν ένα πολύ κρίσιμο ρόλο στα πράγματα.
ΡΟΥΜΠΟΣ (ΑΠΕ): Είπατε πριν ότι θα επιδιώξετε ευρύτατη εθνική συνεννόηση. Ποιες πρωτοβουλίες σκέφτεστε να αναλάβετε γι’ αυτό;
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Είπα ότι, αν φθάσουμε σε λύση, αν είμαστε μπροστά στην προοπτική μιας λύσης η οποία θα κρίνουμε ότι είναι σταθερή, βιώσιμη και όχι μια λύση μιας χρήσης, αλλά μια λύση που μπορεί να έχει προοπτική, τότε – εγώ ήδη έχω βεβαίως ενημερώσει τους πολιτικούς αρχηγούς – θα κρίνουμε εκείνη τη στιγμή με ποιον τρόπο θα ενημερώσουμε όλα τα πολιτικά κόμματα και βεβαίως θα δώσουμε όλη τη δυνατότητα, με τους θεσμικά προβλεπόμενους τρόπους, ώστε να εκφραστούν οι απόψεις, οι θέσεις και οι συγκλίσεις που σε τελική ανάλυση όμως θα καταγραφούν στο εθνικό Κοινοβούλιο, στην εθνική αντιπροσωπεία.
RICCARDO FRADDOSIO (AGENZIA NOVA): Σήμερα ο Tusk ανέφερε ότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες εξέφρασαν την αλληλεγγύη τους προς στην Ελλάδα και την Κύπρο, σε σχέση με τη δραστηριότητα της Τουρκίας. Θα ήθελα λοιπόν να μάθω από σας αφενός αν είστε ικανοποιημένος από αυτήν την έκφραση αλληλεγγύης και αφετέρου, δεδομένου ότι και η Ιταλία εμπλέκεται σε αυτό το ζήτημα στη Μεσόγειο, μια και υπάρχει ένα ιταλικό πλοίο το οποίο αναγκάστηκε να εγκαταλείψει το οικόπεδο της κυπριακής ΑΟΖ, αν το θέμα αυτό τέθηκε και από τις ιταλικές αρχές ή κάποιον άλλο.
ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΣ: Καταρχάς να επαναλάβω ότι για μας η δήλωση του Προέδρου Tusk ήταν η ισχυρότερη δυνατή έκφραση αλληλεγγύης προς την Ελλάδα και την Κύπρο και ταυτόχρονα πάρα πολύ ουσιαστική. Τώρα σε σχέση με το γεγονός ότι την έρευνα διεξάγει στο συγκεκριμένο οικόπεδο και παρεμποδίζεται μία ιταλική, άρα ευρωπαϊκή, εταιρεία, αυτό θα έλεγα ότι είναι ένα επιπρόσθετο στοιχείο που θα πρέπει να κάνει την άλλη πλευρά ιδιαίτερα σκεπτική σε σχέση με αυτήν την παραβατική συμπεριφορά. Η συνεννόησή μας με τον Πρωθυπουργό τον Paolo Gentiloni είναι διαρκής. Σε ό,τι αφορά τη συγκεκριμένη εταιρεία και τις δραστηριότητές της, έχει εκφράσει ότι δεν εγκαταλείπει τα δικαιώματα τα οποία έχει αποκτήσει μετά από διαγωνισμό στο συγκεκριμένο οικόπεδο, ούτε βέβαια τα δικαιώματα που έχει σε άλλα οικόπεδα, θαλάσσια οικόπεδα, της Αποκλειστικής Οικονομικής Ζώνης της Κύπρου.