Σε 1,6 δισ. ευρώ το 2022 εκτιμάται το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς γαλακτοκομικών προϊόντων σε αξία (τιμές χονδρικής) παρουσιάζοντας σημαντική αύξηση σε σχέση με το 2021, λόγω αύξησης της μέσης τιμής των προϊόντων.
Το συμπέρασμα αυτό προκύπτει από κλαδική μελέτη που εκπόνησε η ΣΤΟΧΑΣΙΣ Σύμβουλοι Επιχειρήσεων ΑΕ. Σύμφωνα με την έρευνα, η εγχώρια αγορά γαλακτοκομικών προϊόντων, σε ποσότητα, εξελίσσεται με διαφορετικούς ρυθμούς μεταξύ των προϊόντων. Συγκεκριμένα, η εγχώρια αγορά παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος παρουσίασε μείωση την περίοδο 2013-2021, με τον Μέσο Ετήσιο Ρυθμό Μεταβολής (ΜΕΡΜ) να διαμορφώνεται σε -3,2% για το φρέσκο γάλα και -2,9% για το γάλα υψηλής παστερίωσης. Το συνολικό μέγεθος της εγχώριας αγοράς παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος παρουσίασε μείωση (-3,2%) το 2021 σε σχέση με το 2020, που προήλθε από τη μείωση της αγοράς HoReCa, λόγω της πανδημίας του Covid-19. Όσον αφορά στο 2022, εκτιμάται ότι το μέγεθος της συνολικής εγχώριας αγοράς παστεριωμένου και υψηλής παστερίωσης γάλακτος παρουσίασε περαιτέρω μείωση 3% περίπου, καθώς η αύξηση της μέσης τιμής έχει οδηγήσει σε μείωση της ζήτησης.
Η εγχώρια αγορά συμπυκνωμένου γάλακτος παρουσίασε μείωση την περίοδο 2013-2021, με τον ΜΕΡΜ να διαμορφώνεται σε -0,9%. Όσον αφορά στο 2022 εκτιμάται ότι η εν λόγω αγορά παρουσίασε μείωση της τάξης του -3%, μετά τη σημαντική αύξηση της διετίας 2020-2021 (2021/2020: 3,5%, 2020/2019: 12,3%), εξαιτίας της πανδημίας του Covid-19 που οδήγησε σε αποθεματοποίηση λόγω της μεγαλύτερης διάρκειας συντήρησής του.
Αύξηση περίπου 15% εκτιμάται ότι παρουσίασε η εγχώρια αγορά ξινόγαλου το 2022 σε σχέση με το 2021 (2021/2020: 15,3%, 2020/2019: 13,4%). Οι αυξήσεις αυτές δικαιολογούνται λόγω της υψηλής διατροφικής του αξίας. Η εγχώρια αγορά ροφημάτων παρουσίασε οριακή αύξηση την περίοδο 2013-2021 (ΜΕΡΜ: 0,4%). Όσον αφορά στο 2022, εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μείωση 6% σε σχέση με το 2021.
Τη διετία 2020-2021 η εγχώρια αγορά γιαουρτιού σημείωσε μείωση (μετά τη σημαντική άνοδο την τριετία 2017-2019), η οποία οφείλεται κυρίως επίσης στις αρνητικές επιπτώσεις της πανδημίας του Covid-19 στο «κανάλι» HO.RE.CA. Σημειώνεται ότι ο ΜΕΡΜ της περιόδου 2013-2021 διαμορφώθηκε σε 2,7%. Όσον αφορά στο 2022, εκτιμάται περαιτέρω μείωση της τάξης του 4%, λόγω της σημαντικής αύξησης της μέσης τιμής των προϊόντων. Σημειώνεται ότι σημαντικό ποσοστό της παραγωγής εξάγεται, με αυξητική τάση (από 25,1% επί της παραγωγής το 2012 σε 46,4% το 2021).
Η εγχώρια αγορά επιδορπίων παρουσίασε μείωση 3,3% το 2021 σε σχέση με το 2020 με τον ΜΕΡΜ την περίοδο 2013-2021 να διαμορφώνεται σε -1,2%. Όσον αφορά στο 2022 εκτιμάται ότι παρουσίασε μείωση περίπου 6% σε σχέση με το 2021.
Η εγχώρια αγορά κρέμας γάλακτος παρουσίασε διακυμάνσεις ετησίως, με τον ΜΕΡΜ να διαμορφώνεται σε 0,5% την περίοδο 2013-2021. Όσον αφορά στο 2022 εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μείωση περίπου 2% σε σχέση με το 2021.
Η εγχώρια αγορά βουτύρου παρουσίασε διακυμάνσεις την περίοδο 2013-2021, με τον ΜΕΡΜ να διαμορφώνεται σε 4,6%. Όσον αφορά στο 2022 εκτιμάται ότι θα παρουσιάσει μείωση 2% σε σχέση με το 2021.
Όπως αναφέρει ο Β. Ρεγκούζας, πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΣΤΟΧΑΣΙΣ, ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων αποτελεί έναν από τους παραδοσιακούς κλάδους της ελληνικής οικονομίας με έντονο ανταγωνισμό, στον οποίο δραστηριοποιούνται εταιρείες κυρίως μεγάλου μεγέθους. Ωστόσο, η δυσμενής οικονομική συγκυρία των προηγούμενων ετών, η πανδημία του Covid-19, η εμπόλεμη κατάσταση στην Ουκρανία, η ενεργειακή κρίση και η συνεπαγόμενη αύξηση του πληθωρισμού δεν αφήνουν ανεπηρέαστο τον κλάδο. Σημειώνεται ότι ο κλάδος των γαλακτοκομικών προϊόντων, με σημαντική αξία εξαγωγών 247 εκατ. ευρώ το 2021 και ΜΕΡΜ εξαγωγών 14,4% τη χρονική περίοδο 2013-2021, καθώς και ο «συγγενής» κλάδος των τυροκομικών, αποτελούν ιδιαίτερα δυναμικούς κλάδους οι οποίοι μπορούν να συνεισφέρουν στην ανάπτυξη της οικονομίας και την ενίσχυση της περιφέρειας.
Όσον αφορά στη χρηματοοικονομική ανάλυση των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, όπως παρατηρεί η υπεύθυνη των κλαδικών μελετών, Κατερίνα Ματσούκα, το EBITDA ως ποσοστό επί των πωλήσεων των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου, παρουσίασε μείωση το 2021, μετά τη σχετική σταθερότητα που είχε προηγηθεί την τετραετία 2017-2020. Επιπρόσθετα, ο δείκτης Υποχρεώσεις/EBITDA των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου από το 2014 και έπειτα δείχνει τη προσπάθεια τους όσον αφορά στη δυνατότητα εξυπηρέτησης των υποχρεώσεών τους. Σημειώνεται ότι οι παραγωγικές επιχειρήσεις του κλάδου θεωρούνται έντασης παγίων περιουσιακών στοιχείων.
Η μεγαλύτερη αύξηση του κόστους πωλήσεων σε σχέση με την αύξηση των πωλήσεων των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου το 2021 σε σύγκριση με το 2020 είχε ως αποτέλεσμα τη μείωση των λειτουργικών κερδών και κατ’ επέκταση των καθαρών κερδών την ίδια περίοδο. Αυτό «αποτυπώνεται» στους χρηματοοικονομικούς δείκτες αποδοτικότητας ιδίων και απασχολουμένων κεφαλαίων. Επισημαίνεται η μείωση του περιθωρίου μικτού κέρδους των παραγωγικών επιχειρήσεων του κλάδου το 2021, γεγονός που εκτιμάται ότι οφείλεται έως ένα βαθμό στην ένταση του ανταγωνισμού μεταξύ των επιχειρήσεων του κλάδου. Ωστόσο, σημειώνεται ότι οι εν λόγω χρηματοοικονομικοί δείκτες διαμορφώνονται σε καλύτερα επίπεδα την περίοδο 2016-2021 σε σύγκριση με την περίοδο 2012-2015.
ΑΠΕ-ΜΠΕ