Βρομάει η Αθήνα, βρομάει όλος ο τόπος εξ αιτίας της μη συλλογής των σκουπιδιών από τους ΟΤΑ λόγω της απεργία των συνδικαλιστών.
Για να πούμε τα πράγματα με το όνομά τους, δεν απεργούν οι συμβασιούχοι οι οποίοι έχουν ούτως ή άλλως απολυθεί, αλλά οι μόνιμοι υπάλληλοι των δήμων, πολλοί εκ των οποίων έχουν προσληφθεί για ως εργάτες καθαριότητας αλλά δεν ασκούν αυτά τα καθήκοντα!
Για να πούμε, επίσης, μια άλλη αλήθεια και να δούμε πως φτάσαμε εδώ, πρέπει να πάμε πίσω στα 1994, όταν ιδρύθηκε το ΑΣΕΠ από τον Αναστάσιο Πεπονή για να μπορέσουμε ως τόπος να διενεργούμε αδιάβλητες διαδικασίες στην πρόσληψη μονίμου προσωπικού στο δημόσιο και στον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Ο νόμος Πεπονή (2190/94) ήταν μια κορυφαία μεταρρυθμιστική απόφαση της μεταπολιτευτικής Ελλάδας. Αλλά, επειδή ακόμη και στον καλύτερο νόμο υπάρχουν ελλείμματα, έτσι και στον νόμο Πεπονή υπήρχαν «ζητήματα», αφού αρχικά εξαιρούνταν από την εφαρμογή του οι συμβάσεις εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις έργου που συνάπτονταν με το Δημόσιο ή τον ευρύτερο δημόσιο τομέα.
Αυτό το τρωτό σημείο του νόμου ανακάλυψαν τα πανίσχυρα πελατειακά δίκτυα των κομμάτων και ξεκίνησαν τη «φάμπρικα» της επαναλαμβανόμενης κατάρτισης συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου με τα ίδια πρόσωπα-τρόφιμους των κομματικών ή πολιτικών γραφείων για να τον παρακάμψουν.
Οι συμβασιούχοι κατέληγαν να εργάζονται και να καλύπτουν πάγιες και διαρκείς ανάγκες, μολονότι η φύση των σχέσεων με τις οποίες είχαν προσληφθεί προσιδίαζε σε προσωρινές ή ειδικές ανάγκες των φορέων τους.
Το πελατειακό-κομματικό σύστημα με αγαστή σύμπνοια, ξεπερνώντας τα κομματικά σύνορα και βάζοντας στην άκρη τους κομματικούς ανταγωνισμούς, στο θέμα αυτό ομονοούσε και έσπευδε κατά καιρούς ενταφιάζοντας την αξιοκρατία με ειδικές διατάξεις να μετατρέψει τις επαναλαμβανόμενες αυτές συμβάσεις σε ενιαία σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου (ενδεικτικά αναφέρω το άρθρο 17 του ν. 2839/2000).
Η παράκαμψη της αρχής της αξιοκρατίας, με τον παραπάνω ωμό και προκλητικό τρόπο και οι συνεχείς αυστηρές παρατηρήσεις από τους ευρωπαίους εταίρους μας ενόψει και της 1999/70/ΕΚ Οδηγίας, οδήγησε τον συνταγματικό νομοθέτη στην αναθεώρηση του άρθρου 103 του Συντάγματος. Η αναθεώρηση ανύψωσε το ΑΣΕΠ σε συνταγματικώς προβλεπόμενη ανεξάρτητη αρχή και απαγόρευσε τη μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου σε συμβάσεις εργασίας αορίστου χρόνου. Ο σεβασμός της αξιοκρατίας και η γενναιότητα όμως έλειπαν πάντοτε από τα πολιτικά κόμματα που συμφώνησαν όλα ‒δεξιά, κεντρώα κι αριστερά‒ κουτοπόνηρα να προσθέσουν στην αναθεώρηση μια μεταβατική διάταξη στο Σύνταγμα που έδινε τη δυνατότητα για μια τελευταία μονιμοποίηση συμβασιούχων με επίχρισμα νομιμότητας. Μόνο που αυτή η τελευταία μονιμοποίηση αφορούσε 70.000 με 80.000 χιλιάδες συμβασιούχους! Τέτοιο διακομματικό συλλογικό ρουσφέτι με μια «πιστολιά» δεν ξαναγνώρισε η χώρα. Η τελευταία διάταξη που μετέτρεψε, νομοθετικά, συμβάσεις ορισμένου χρόνου σε αορίστου ήταν το άρθρο 11 του π.δ. 164/2004 (νόμος Παυλόπουλου), το οποίο εφάρμοσε τη μεταβατική διάταξη της παρ. 7 του άρθρου 118 του Συντάγματος.
Το πολιτικό μας σύστημα όμως και με αυτό το συλλογικό έγκλημα δεν εκόρεσε τη δίψα του να παρακάμπτει την αξιοκρατία και να διορίζει κατά χιλιάδες στο Δημόσιο τα παιδιά του κομματικού σωλήνα. Αυτοί ήταν ο στρατός του και η ασπίδα του σε κάθε παρανομία του, χωρίς αυτούς θα έχανε τη δύναμή του. Έτσι η πρόσληψη προσωπικού με επαναλαμβανόμενες συμβάσεις ορισμένου χρόνου και μετά την έκδοση του νόμου Παυλόπουλου συνεχίστηκε παρά την εκ νέου θεσμοθέτηση περιορισμών (α. 6 ν. 2527/1997). Μόνο μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3812/2009, με τον οποίο υπήχθησαν στη διαδικασία του ΑΣΕΠ και οι προσλήψεις προσωπικού με σύμβαση εργασίας ορισμένου χρόνου και με σύμβαση έργου, σταμάτησε το φαινόμενο των επαναλαμβανόμενων προσλήψεων.
Μεγάλο μέρος του προσωπικού που είχε προσληφθεί κατά τον τρόπο αυτόν, ιδίως μετά την έκδοση του π.δ. 164/2004, έχοντας κατά νου τις προηγούμενες μονιμοποιήσεις και παρακινούμενο από τους πολιτικούς και επιτήδειους δικηγόρους άσκησε αγωγές, ζητώντας να αναγνωρισθεί ότι η σχέση που εξ υπαρχής τους συνέδεε με τους αντίστοιχους φορείς του Δημοσίου ή του δημόσιου τομέα ήταν σύμβαση εργασίας ιδιωτικού δικαίου αορίστου χρόνου, δηλαδή ζητώντας στην πραγματικότητα την μετατροπή των συμβάσεών τους κατά παράκαμψη της σχετικής συνταγματικής απαγορεύσεως. Αλλά για κακή τύχη των ηθικών αυτουργών των αγωγών και των εναγόντων οι περισσότερες αγωγές απορρίφθηκαν από τα δικαστήρια, καθώς ασκήθηκαν μετά τη θέση σε ισχύ του ν. 3812/2009, σύμφωνα με τον οποίο δεν θα ήταν δυνατή η νεότερη πρόσληψή τους κατά παράκαμψη των διαδικασιών του ΑΣΕΠ και η μετατροπή συμβάσεων εργασίας ορισμένου χρόνου ή συμβάσεων έργου σε συμβάσεις αορίστου χρόνου κατά παράβαση του άρθρου 103 παρ. 8 του Συντάγματος (Άρειος Πάγος, Ολομ. 19/2007).
Παρ’ όλα αυτά το οργανωμένο έγκλημα –και τέτοιο είναι αυτό που παρακάμπτει το ΑΣΕΠ και την αρχή της αξιοκρατίας για να βολέψει τα δικά του παιδιά έναντι όσων ικανότερων δεν έχουν, ή η αξιοπρέπειά τους δεν τους επιτρέπει, να έχουν πρόσβαση στα πολιτικά γραφεία‒ συνέχισε να αναζητά μεθοδεύσεις για να παραβιάσει τον νόμο και το Σύνταγμα. Έτσι φορείς κυρίως της τοπικής αυτοδιοίκησης σε στενή συνεργασία με δικηγόρους των αντιδίκων τους προκειμένου να αποφύγουν να εκδικαστούν οι υποθέσεις τους από ανώτερα δικαστήρια ή τον Άρειο Πάγο κι αφού είχαν προηγουμένως παρακάμψει την τοπική αρμοδιότητα δικαστηρίων προκειμένου να βρουν βολικούς δικαστές, ανακάλυψαν το κόλπο να αποφασίζουν τα αρμόδια όργανα τους (Οικονομικές επιτροπές) την μη άσκηση ή την παραίτηση από ένδικα μέσα που είχαν υποχρέωση από τον νόμο να ασκήσουν κατά των παράνομων δικαστικών αποφάσεων. Οι μόνοι που προσπάθησαν να αντιδράσουν στις μεθοδεύσεις αυτής της οιονεί «εγκληματικής οργάνωσης» ήταν ο πρώην γενικός επιθεωρητής δημόσιας διοίκησης Λέανδρος Ρακιντζής και ο τότε υπουργός διοικητικής μεταρρύθμισης Κυριάκος Μητσοτάκης, ο οποίος επιχείρησε να υπερασπιστεί το Σύνταγμα και την αξιοκρατία με νομοθετική πρωτοβουλία που έδινε τη δυνατότητα ανατροπής όλων των παράνομων αποφάσεων των φορέων της τοπικής αυτοδιοίκησης. Δυστυχώς τα πράγματα άλλαξαν μόλις ανέλαβε την εξουσία η κυβέρνηση Τσίπρα, άλλως του «ηθικού πλεονεκτήματος» της αριστεράς. Ο παμπόνηρος υπουργός Κατρούγκαλος φρόντισε χωρίς χρονοτριβή να αμνηστεύσει τους εγκληματίες αιρετούς –κομματικούς‒ εκπροσώπους των οργανισμών τοπικής αυτοδιοίκησης, τους υπαλλήλους των υπηρεσιών δημοσιονομικού ελέγχου και τους ηθικούς αυτουργούς τους με τη φωτογραφική διάταξη του άρθρου 39 του ν. 4325/2015.
Η κυβέρνηση Τσίπρα όμως δεν αρκέστηκε μόνο στην αμνήστευση του παραπάνω συλλογικού σκανδάλου, στο οποίο ούτως ή άλλως είχε ως κόμμα ο ΣΥΡΙΖΑ συμπράξει. Σκέφθηκε ότι θα ήταν καλό να το επαναλάβει ξανά –ακόμα χειρότερα‒ δια της νομοθετικής οδού. Με το άρθρο 16 του ν. 4429/2016 η κυβέρνηση Τσίπρα παρέτεινε τη διάρκεια των συμβάσεων ορισμένου χρόνου (οκταμήνων) εργαζομένων στους δήμους.
Εμπόδιο στις αντισυνταγματικές μεθοδεύσεις της κυβέρνησης στάθηκε όμως το Ελεγκτικό Συνέδριο, το οποίο με την πρόσφατη απόφαση της Ολομέλειάς του έκρινε, όπως άλλωστε και η Ολομέλεια του Αρείου Πάγου, ότι οι παρατάσεις των συμβάσεων προσκρούουν στο Σύνταγμα και στον νόμο, καθώς επίσης ότι είναι άκυρη και η πρόβλεψη του άρθρου 25 του ν. 4456/2017 για την πληρωμή των συμβασιούχων.
Έτσι σήμερα μετά και την απόφαση της Ολομέλειας του Ελεγκτικού Συνεδρίου το διαχρονικό πρόβλημα της παράκαμψης των διαδικασιών του ΑΣΕΠ υπέρ των ευνοούμενων των πελατειακών-κομματικών δικτύων έχει λυθεί αμετάκλητα υπέρ της νομιμότητας. Αρκεί και το πολιτικό σύστημα να το συνειδητοποιήσει εγκαίρως για το καλό του Συντάγματος, της αξιοκρατίας αλλά και το δικό του…