Πάνω από 1 εκατομμύριο στοιχίζει η θεραπεία με ένα νέο φάρμακο για μια σπάνια ασθένεια, από την οποία πάσχουν λίγες εκατοντάδες ανθρώπων σε ολόκληρο τον κόσμο.
Το πιο ακριβό φάρμακο στον κόσμο κάνει 1.000.000 ευρώ! Δείτε τι θεραπεύει
Πως να “σπάσεις” όλους τους κωδικούς των κλειδωμένων δικτύων!
Πως θα σας φαινόταν αν ανοίγοντας απλά μία εφαρμογή βλέπατε τους κωδικούς του WiFi από τα μαγαζιά και όχι μόνο που υπάρχουν γύρω σας;
Το 4sqwifi το κάνει πραγματικότητα. Μία πρωτότυπη ελληνική εφαρμογή έκανε την εμφάνισή της στο AppStore η οποία δεν “σπάει” τους κωδικούς των κλειδωμένων δικτύων αλλά επιτρέπει στους χρήστες να ανεβάζουν του κωδικούς εισόδου δικτύων Wi-Fi που γνωρίζουν.
Με αυτό τον τρόπο το 4sqwifi όπως ονομάζεται και η εφαρμογή εμφανίζει τα κοντινότερα σημεία που έχουν διαθέσιμο WiFi και το password τους χρησιμοποιώντας το foursquare API.
Η τεχνολογία του βασίζεται στους 20 εκατομμύρια χρήστες που έχει το Foursquare και τα περισσότερα από 100 εκατ. σημεία που προσφέρει παγκοσμίως κ μέσα απ εκεί ο χρήστης μπορεί πλέον να βρει και τον κωδικό δικτύου κάποιου σημείου που έχει ανεβάσει ένας άλλος χρήστης. Η εφαρμογή ονομάζεται 4sqwifi και είναι διαθέσιμη δωρεάν στο AppStore.
Φτιάχνουμε ένα σούπερ φυσικό σκεύασμα με μικρές καυτερές πιπεριές
Σας παρουσιάζουμε μια φυσική και αποτελεσματική λύση για την απόφραξη των αρτηριών σας, την τόνωση της καρδιάς σας και σημαντική βελτίωση του κυκλοφορικού σας.

Βασικά υλικά αυτής της συνταγής είναι το αγνό παρθένο ελαιόλαδο και οι καυτερές πιπεριές «τουρκάκι». Οι μικρές καυτερές πιπεριές «τουρκάκι» περιέχουν την ουσία καψαϊκίνη που δίνει και την αίσθηση του καψίματος.
Η καψαϊκίνη είναι το ενεργό συστατικό που υπάρχει στις κόκκινες πιπεριές τσίλι. Πρόκειται για την ουσία στην οποία οφείλεται η καυτερή τους γεύση και εδώ και μερικά χρόνια έχει τραβήξει την προσοχή των επιστημόνων, καθώς φαίνεται να έχει διάφορες θετικές δράσεις στον οργανισμό. Μάλιστα η δράση της καψαϊκίνης στο ενεργειακό ισοζύγιο και στη διαχείριση βάρους είναι ίσως από τα πιο ενδιαφέροντα και μελετημένα πεδία. Σύμφωνα με τους επιστήμονες, η καψαϊκίνη προάγει το αρνητικό ενεργειακό ισοζύγιο που απαιτείται ώστε να υπάρξει απώλεια βάρους.

ΥΛΙΚΑ
- Γυάλινο μπουκάλι χωρητικότητας 0,75 λίτρου, (ιδανικό το μπουκάλι κρασιού).
- Αγνό παρθένο ελαιόλαδο
- 8 – 10 πιπεράκια καυτερά (ΚΟΚΚΙΝΑ ΤΟΥΡΚΑΚΙΑ)
- Λίγα ψιλοκομμένα κομματάκια βασιλικού
- Λίγα ψιλοκομμένα κομματάκια δυόσμου
- Λίγα ψιλοκομμένα κομματάκια δεντρολίβανου (λιγότερα από του βασιλικού & του δυόσμου).
ΤΡΟΠΟΣ ΠΑΡΑΣΚΕΥΗΣ
- Γεμίζουμε το γυάλινο μπουκάλι με αγνό παρθένο ελαιόλαδο.
- Βγάζουμε τα κοτσάνια από τα 8 – 10 καυτερά πιπεράκια (τουρκάκια) και τα κόβουμε εγκάρσια στη μέση από επάνω μέχρι κάτω σχηματίζοντας το σημείο του σταυρού.
- Ρίχνουμε τα κομμένα πιπεράκια μαζί με τον βασιλικό, τον δυόσμο και το δενδρολίβανο μέσα στο μπουκάλι με το ελαιόλαδο.
- Κλείνουμε το μπουκάλι και το τοποθετούμε σε μέρος σκιερό. Κάθε μέρα το ανακατεύουμε κυκλικά. Σε δέκα με δώδεκα μέρες είναι έτοιμο για χρήση.
ΔΟΣΟΛΟΓΙΑ
Ένα κουτάλι της σούπας νηστικός το πρωί. Και ένα κουτάλι του γλυκού πριν κοιμηθούμε.

ΧΡΗΣΗ
Τονώνει τους καρδιακούς μυς και αποφράσει (ξεβουλώνει) τις αρτηρίες και βελτιώνει το κυκλοφορικό.
ΚΑΛΗ ΕΠΙΤΥΧΙΑ
Συμβουλές και κόλπα για αρνί στη σούβλα

1.Τοποθετείτε το αρνί σε πάγκο, περνάτε τη σούβλα από την ουρά και τη βγάζετε από το κεφάλι. Δένετε πρώτα τα χεράκια μεταξύ τους και ύστερα τα στερεώνετε με τον σπάγκο πάνω στη σούβλα και γύρω από το σβέρκο του αρνιού. Ύστερα δένετε τα ποδαράκια μεταξύ τους και τα στερεώνετε με τον σπάγκο πάνω στη σούβλα.
Πανελλαδικές – Τα λάθη που δεν πρέπει να κάνουν οι μαθητές
ΤΑ ΑΝΑΨΥΚΤΙΚΑ ΧΩΡΙΣ ΖΑΧΑΡΗ ΑΠΟΡΡΥΘΜΙΖΟΥΝ ΤΟΝ ΕΓΚΕΦΑΛΟ;
Τα αναψυκτικά διαίτης μπορεί να μη περιέχουν ζάχαρη, αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι δεν είναι γλυκά. Αυτά τα ροφήματα συχνά περιέχουν συστατικά που μιμούνται τη γλυκύτητα της ζάχαρης χωρίς την υψηλή θερμιδική της αξία. Σε πρόσφατη έρευνα, ωστόσο, ψυχολόγοι στο San Diego ανακοίνωσαν ότι αυτές οι γλυκαντικές ουσίες προκαλούν σύγχυση όχι μόνο στους υποδοχείς της γεύσης, αλλά και στον εγκέφαλο.
Καρπούζι: Οι μαγικές ιδιότητες του αγαπημένου καλοκαιρινού φρούτου
Στη συνέχεια, και για τις επόμενες 6 εβδομάδες άλλαξαν. Επίσης, οι συμμετέχοντες για όλο αυτό το διάστημα δεν έπαιρναν φάρμακα για την πίεση ούτε και έκαναν κάποια ιδιαίτερη αλλαγή στις συνήθειές τους
Τα αποτελέσματα έδειξαν ότι η λήψη καρπουζιού είχε θετική επίδραση στην αρτηριακή πίεση, κάτω από όλες τις συνθήκες θερμοκρασίας.
Μάθετε ποιός από τους γείτονες σας κλέβει την …Wi-Fi σύνδεσή σας !
1. Κατεβάστε το Wireless Network Watcher ( κατεβάστε από εδώ)
2. Εγκαταστήστε το στον υπολογιστή σας
3. Τη πρώτη φορά που θα ανοίξετε την εφαρμογή, πρέπει να τη ρυθμίσετε για να σας ειδοποιεί κάθε φορά που κάποιος χρησιμοποιεί το δίκτυο σας.
ΙΣΤΟΡΙΚΕΣ ΜΝΗΜΕΣ
ΟΙ ΦΑΡΑΣΙΩΤΕΣ ΑΠΟ ΤΟ ΡΟΥΜ ΝΑΧΙΕΣΙ ΤΗΣ ΚΑΠΠΑΔΟΚΙΑΣ ΣΤΟ ΡΟΥΜΛΟΥΚΙ ΤΗΣ ΜΑΚΕΔΟΝΙΑΣ
Άρθρο του Ιορδάνη Β. Παπαδόπουλου στο δημοτικό περιοδικό “ΔΗΜΟΡΑΜΑ” τεύχος Μαίου – Ιουνίου 1998 – σελ. 45,46,47,48,49,50.Ο κ. Ιορδάνης Β. Παπαδόπουλος είναι συνταξιούχος εκπαιδευτικός. Σπούδασε μαθηματικά στο Α.Π.Θ. Νομικά, πολιτικές και οικονομικές επιστήμες στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, Παιδαγωγικά στο Δ.ΜΕ και Διοίκηση Επιχειρήσεων στην ΑΣΟΕΕ.
Πριν αναφερθούμε στο κύριο θέμα μας, κρίνουμε σκόπιμο να ορίσουμε τις έννοιες που χρησιμοποιούμε στην προμετωπίδα. (Επισημαίνω, «προς άρσιν πάσης παρεξηγήσεως» πως οι ορισμοί ισχύουν μόνο για τα περιορισμένα πλαίσια αυτού του άρθρου).
Φάρασα: Είναι (ήταν πριν την ανταλλαγή πληθυσμών που ακολούθησε τη Μικρασιατική καταστροφή του 22) μια “πλειάδα” χωριών στα υψίπεδα του Αντίταυρου, στη Βόρεια Καππαδοκία. Το κεφαλοχώρι ήταν ο Βαρασός, που είχε στις αρχές τον 20ον αι, αιώνα από 400 οικογένειες. Στην ανταλλαγή μετρήθηκαν από το Κέντρο Μικρασιατικών Σπουδών (ΚΜΣ) συνολικά 204 οικογένειες με 583 ψυχές. Ή σαν όλοι ελληνόφωνοι Χριστιανοί (Ρωμιοί). Από το Βαρασό άποικοι ξεκίνησαν και σχημάτισαν τα χωριά Κάρσαντι, στα Νότια προς την πλευρά των Αδάνων, σε απόσταση 2-3 ημέρες, και το Aφσάρι Β-ΒΑ σε απόσταση 1-2 ημέρες (ανάλογα με τον καιρό και την εποχή του έτους) με τον αραμπά. Από το Αφσάρι εποικίστηκαν η Κίσκα (αρχαία Κισκισσός), ο Σαττής και το Τσουχουρ-γιουρτ. Κοντά στο Βαρασό ήταν και το Ξουρδζάϊδι το οποίο “σκόρπισε” τα τέλη του 19°” αι. Μερικές οικογένειες εγκαταστάθηκαν στο Βαρασό και μερικές στо Κάρσαντι. Συνεπώς τα Φάρασα περιλαμβάνουν το Bαρασο, το Κάρσαντι, το Αφσάρι, την Κίσκα, τον Σαττή, το Τσουχούρ- γιουρτ και το Ξουρδζάϊδι. Μετά την ανταλλαγή από τα Φάρασα μετρήθηκαν στην Ελλάδα συνολικά 502 οικογένειες με 1848 ψυχές (ΚΜΣ).

Rum (από το λατ. Roma). Rum (Ρουμ) αποκαλούσαν πρώτα οι Άραβες και κατόπιν οι Τούρκοι τη Ρωμανία, τις χώρες που βρίσκονταν εκτός της Οθωμανικής κυριαρχίας και της Αραβίας. Rumi (Ρουμί): ο καταγόμενος από περιοχές εκτός της Αραβικής πατρίδας. (Rum: Osmanli devleti ve Arabistan harici yerler. Romali. Rumi: Rumelindeni olan. Arap memleketinden baska yerlerden olan. Anadolulu olan. Λεξ. Abdullah Yegin).
Μεταξύ τους οι Μουσουλμάνοι (Άραβες, Τούρκοι και οι παραφυάδες τους) στην πολεμική argol, όταν αναφέρονταν στο Rum έλεγαν Dar al harb (χώρα πολέμου). Αυτό δείχνει και τα “φιλάνθρωπα” αισθήματα προς τους Ρωμιούς. ‘Οταν κατελήφθη το Βυζάντιο,Rum ή Rumi οι Μουσουλμάνοι αποκαλούσαν τον ελληνοχριστιανό υπήκοο της Οθωμανικής αυτοκρατορίας στα εδάφη της Μ. Ασίας.
Rum-eli (χώρα των Ρωμιών) αποκαλούσαν αρχική την Βυζαντινή Αυτοκρατορία και αργότερα τις Ευρωπαϊκές περιοχές του Οθωμανικού Κράτους. Στους ύστερους χρόνους της τουρκικής κυριαρχίας (και μετά το 1821), Ρούμελη καλείται ειδικότερα η περιοχή της Στερεός Ελλάδος. Οι κάτοικοι της Ρούμελης καλούνται, επί το ελληνικότερον, Ρουμελιώτες.
Rum, Nahiyesi (επαρχία Δήμου Ρωμιών). Nahiye: είναι η περιφέρεια του Δήμου. Το Ρουμ Ναχιεσί ήταν μια περιοχή της Καππαδοκίας στα υψίπεδα του Αντίταυρον (κοιλάδεςκαι οροπέδια σε υψόμετρο 1300-1700 μ.) σε απόσταση 50-70χιλ. Ν-ΝΑ της Καισάρειας. Έδρα του Δήμου ήταν η Κίσκα (αρχαία Κισκισσός) και περιελάμβανε τις Φαρασιώτικες κοινότητες Αφσάρι, Σαττή, Τσουχούρ γιουρτ και ακόμη τα χριστιανικά χωριά Μπεσκαρδας, Xoστσάς, Ταστσί, Γκιονρουμζέ. Στην Κίσκα υπάγονταν και καμιά δεκαριά τουρκικές κοινότητες. Συνολικά ο Δήμος Κίσκα περιελάμβανε 18-20 Κοινότητες . Προϊστάμενος του Δήμου ήταν ο Μουδούρ στον οποίο υπάγονταν οι Μεχιάρ (Πρόεδροι των Κοινοτήτων). Ο ελληνικός πληθυσμός τον Ρουμ Ναχιεσί, που έδωσε το όνομά του σιη Περιφέρεια, αριθμούσε περίπου 1500 οικογένειες στις αρχές τον αιώνα. Μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, το ΚΜΣ εντόπισε 751 οικογένειες που αριθμούσαν 3019 ψυχές. Οι κάτοικοι των ελληνόφωνων και τουρκόφωνων ελληνικών χωριών ήσαν στο σύνολό τους Έλληνες. Μόνο στο Βαρασό υπήρχαν 4-5 οικογένειες Τούρκων (φύλακες),στη Κίσκα 20 οικογένειες (κυρίως διοικητικοί υπάλληλοι του Δήμου) και στο Xoστσά, 3-4 οικογένειες Τούρκοι (κυρίως φύλακες για να τους προστατεύουν από τους τσέτες-αντάρτες ληστές).

Rum-luk: [=Ελλαδικόν] σημαίνει τόπος των Ρωμιών, δηλαδή μια περιοχή μέσα στα όρια του τουρκικού Κράτους, όπου κατοικούν Ρωμιοί (Έλληνες). Στη Μακεδονία, Ρουμλούκι καλείται όλος ο κάμπος των Γιαννιτσών, η “πεδιάς της Καμπανίας” που περιορίζεται από τα Πιέρια, το Βέρμιο, το Πάϊκο, τους πρόποδες τον Χορτιάτη και τον Θερμαϊκό κόλπο. Μέγιστο μήκος Δ-Α, 70χιλ. και μέγιστο πλάτος Β-Ν, 55χιλ. (Εγκ. Ελευθερουδάκη). Διαρρέεται από τούς ποταμούς Αλιάκμονα, Λουδία, Αξιό και Γαλλικό. Περίπου στο κέντρο της περιοχής βρίσκεται το ΠΛΑΤΥ Ημαθίας (τ. Νομού Θεσσαλονίκης). Εδώ, στο Ρουμλούκι εγκαταστάθηκαν οι περισσότεροι πρόσφυγες από τα χωριά των Φαράσων που ξεκίνησαν από το Ρουμ Ναχιεσί της Καππαδοκίας. Το Ρουμλούκι πήρε το όνομα, κατά την περίοδο της Τουρκοκρατίας, από τους κατοίκους της περιοχής που ήταν στο σύνολο τους “Ρωμιοί”, ελληνόφωνοι Χριστιανοί, σε αντιδιαστολή προς τους κατοίκους των γειτονικών περιοχών της Θεσσαλονίκης (πολυεθνική πόλη με την πολυπληθέστερη κοινότητα των Εβραίων), των Γιαννιτσών με τα χωριά του Πάικου και των περιοχών του Βερμίου (αναφερόμαστε στην περίοδο της τουρκοκρατίας).
Yunanistan (από το Yunan=Ιωνία) έλεγαν την Ηπειρωτική Ελλάδα.
Yunanli: ο Ελλαδίτης έλληνας, σε αντιδιαστολή προς τον Rumi που ήταν ο Έλληνας κάτοικος της Μ.Ασίας. Τη Στερεά Ελλάδα την έλεγαν Eski Yunanislan (Παλαιά Ελλάδα) και τους κατοίκους της Eski уunanli (Παλιοελλαδίτες!).

Καππαδοκία: εκτεταμένη χώρα της Μ. Ασίας μεταξύ τον Άλυος, του Ταύρου, του Ευφράτου και του Ευξείνου ΙΙόντου. Είναι η υψηλοτέρα χώρα της Μ. Ασίας με υψόμετρο πολλαχού άνω των 2300 μέτρων≫ (Εγκ. Μορφωτικής Εταιρίας).
Μακεδονία: ≪Χώρα της χερσονήσου του Αίμου, οριζόμενη εκ Νότου υπό του Αιγαίου πέλαγους και της Θεσσαλίας και εκτεινόμενη προς Α μεν μέχρι της Ροδόπης και της πεδιάδας του Νέστου μέχρι των εκβολών αυτού, προς В δε μέχρι των κοιλάδων των διαρρεομένων υπό του κάτω Στρυμόνος και του Αξιού και προς Δ μέχρι των Αλβανίδων Άλπεων (Εγκ. Ελενθερουδάκη). Πρώτος ο Ηρόδοτος χρησιμοποιεί το όνομα Μακεδονία ή Μακεδονία ή Μακεδονίου γη. Η λέξη ετυμολογείται από το μακεδνός ή μακεδανός, που σημαίνει μακρός, ψηλός. Το Μακεδνόν είναι, κατά τον Ηρόδοτο, γένος δωρικών. Λέγονται και Μακέται οι Μακεδόνες.
Η Συνθήκη της Λωζάνης
Κατά τη Συνθήκη ανταλλαγής πληθυσμών, ανάμεσα την Τουρκία και στην Ελλάδα, ο διαχωρισμός έγινε με βάση το θρήσκευμα. Αμέσως το πρώτο άρθρο αυτής ορίζει πως η ανταλλαγή είναι υποχρεωτική. Δεν μπορούν να έλθουν πίσω και να εγκατασταθούν οι ανταλλάξιμοι χωρίς την άδεια της Τουρκίας (οι Έλληνες της Μ. Ασίας) ή της Ελλάδας (όσοι Μουσουλμάνοι έφυγαν από την Ελλάδα) αντίστοιχα (βλ. Βίκα Γκιζέλη Κοινωνική ένταξη προσφύγων, Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9*, σελ. 65): ≪Από της 1ης Μαΐου 1923 θέλει διενεργηθή η υποχρεωτική ανταλλαγή των Τούρκων υπηκόων ελληνικού ορθοδόξου θρησκεύματος των εγκατεστημένων επί τουρκικών εδαφών και των Ελλήνων υπηκόων μουσουλμανικού θρησκεύματος, των εγκατεστημένων επί ελληνικών εδαφών. Τα πρόσωπα ταύτα δεν θα δύνανται να έλθωσιν ίνα εγκατασιαθώσιν εκ νέου εν Τουρκία ή αντιστοίχως εν Ελλάδι, άνευ αδείας της τουρκικής Κυβερνήσεως ή αντιστοίχως της ελληνικής Κυβερνήσεως (άρθρ. 1 της Συνθήκης Λωζάνης 30-1 -1923).
Ενώ, με τη σύμβαση του Neuilly (27-11-1919), η ανταλλαγή των μειονοτήτων ανάμεσα στην Ελλάδα και τη Βουλγαρία ήταν εκούσια. (βλ. σχετική εργασία Έλσας Κοντογιώργη, στο Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9ος σελ. 46). Με το ≪Πρωτόκολλο≫ που υπογράφηκε ανάμεσα στην κοινωνία των Εθνών (ΚΊΈ) και στην Ελληνική Κυβέρνηση (29 Σεπ. 1923) ιδρύθηκε ένας Αυτόνομος Οργανισμός, η”Επιτροπή Αποκαταστάσεως Προσφύγων (ΕΑΠ, με πρόεδρο τον С. Β. Eddy), που ανέλαβε το έργο της εγκατάστασης των ανταλλαξίμων. Η ΕΑΠ έριξε το βάρος κυρίως στην Αγροτική αποκατάσταση που ήταν πιο εύκολη και εθνικώς συμφέρουσα <στις περιοχές τις οποίες εγκατέλειψαν οι Μουσουλμάνοι. Μέχρι τη διάλυσή της, η ΕΑΠ (31-12-1930)απεκατέστησε σ’ όλη τη χώρα 560.136 πρόσφυγες και από αυτούς 427.301 (111.811 οικογ.) στη Μακεδονία. Χτίστηκαν περίπου και 45.000 κατοικίες. (Σε όλη την Πελοπόννησο εγκαταστάθηκαν συνολικά 1.002 οικογένειες, 3.820 άτομα).
“Η εγκατάσιασις γίνεται καθ ‘ομάδας, συνοικιζομένας εντός του παραχωρουμένου κτήματος […] Εκάστη ομάς αποτελείται εκ δέκα τουλάχιστον οικογενειών[…]” (άρθρ. 3 Ν.Δ. της 6ης Ιουλ. 1923). “Κατά την εγκατάσιασιν πρέπει να γίνει προσπάθεια , ώστε να εγκαθίστανται εις τον αυτόν οικισμόν οι εκ της αυτής Κοινότητος προερχόμενοι πρόσφυγες, όπως συνεχισθεί ο παλαιός κοινοτικός βίος” (Πορίσματα Εταιρείας Κοινωνικών και Πολιτικών Επιστημών για το προσφυγικό Ζήτημα.
Α. Μπακάλμπασης: Το προσφυγικό Ζήτημα, 1923. Δελτίο ΚΜΣ, τόμος 9ος σελ. 26, σημ. 23). Έτσι εξηγείται και η ομαδική εγκατάσταση των προσφύγων στον ελλαδικό χώρο.
Οι Φαρασιώτες στην Ελλάδα


Στο Πλατύ συγκεντρώθηκε η πλειονότητα των καταγομένων από τα χωριά των Φαράσων, χάρις στις φιλότιμες προσπάθειες του Βαγγέλ Τσαούς. Εδώ έγιναν χωριστές γειτονιές -μαχαλάδες: οι Καρσαντιλούδες, οι Βαρασώτες, οι Κισκελούδες, οι Αφσαρώτες, οι Τσουχουρλούδες, οι Σαττηλούδες κλπ. Εδώ (στο Πλατύ) έμειναν σχεδόν όλοι οι Καρσαντιλούδες και οι περισσότεροι από τους Κισκελούδες και Αφσαρώτες. Οι Τσουχουρλούδες εγκαταστάθηκαν σιο Βαθύλακκο Κοζάνης (πρώην Κετσιλέρ) και λίγες οικογένειες στο Πλατύ, οι Τασισιλούδες στα Πετρανά της Κοζάνης (πρώην Τζιτζιλέρ) και μερικοί στο Ν. Μυλότοπο Γιαννιτσών, οι Κιουρουμτζελίδες σκόρπισαν στη Βουτυρίτσα και σιο Κοκκινοχώρι Κοζάνης,στην Αγροσυκέα (πρώην Κούρπες) και στο Ν. Μυλότοπο Γιαννιτσών. Μερικές οικογένειες Σατιλούδες έμειναν στο Πλατύ, άλλες σκόρπησαν στα Πετρανά, στο Μυλότοπο, στην Αγροσυκέα Γιαννιτσών, στο Δοξαρά (πρώην Μπούρα) και σιη Μερσίνα Γρεβενών. [Πληροφορίες: Αιδ. Паπα Θεόδωρος Χαντζίδης (Πλαιύ), Βασ. Παπαδόπουλος (ΙΙετρανά), Σάββας Εβρενιάδης (Βαθύλακκος), Βύρων Θωμαϊδης (Ν. Μυλότοπος), Αλέξης Ιορδανίδης (Αγροσυκέα)].

Οι Καρσαντιλούδες, που προέρχονταν από ια πεδινά της Κιλικίας, προσαρμόστηκαν πιο γρήγορα και χωρίς μεγάλες απώλειες στο καινούργιο περιβάλλον του Ρουμλουκιού. Με κάποιες δυσκολίες προσαρμόστηκαν και οι Αφσαρότες, οι Κισκελούδες και Τσουχουρλούδες καθώς και οι λίγες οικογένειες Σατιλούδες. Αυτοί που ≪αποδεκατίστικαν καιά ια πρώτα χρόνια της εγκατάστασης σιο Πλατύ (1924-1925) ήταν οι Βαρασιώιες. Είχαν τη μεγαλύτερη διασπορά καιά την εγκατάσταση στην Ελλάδα. Επειδή ήταν ορεσίβιοι, δεν άντεχαν το Θερμό καμπίσιο κλίμα και τούς θέρισε πρώτους η ελονοσία. Γι΄αυτό και εγκατέλειψαν το Πλατύ. Μία συμπαγής μάζα (30-40 περίπου οικ., 150 άτομα) έμειναν σιο Μοσχάτο, στα Γλυκά Νερά Αττικής. Σια χωριά της Αν. Μακεδονίας: Πολυγέφυρα Δράμας (τουρκ. Τσατάχ), τον Πευκόλοφο (Ζεμπίλ), σια Θερμιά (Ιλιτζέ) της Δράμας, στη Ζαρκαδιά (Κίεβα), Πεύκο (Κόνιτσα Δράμας), Αβγό (Τομάλι), Τρίγωνο (Πεχάνι) και σιο Παρανέστι Δράμας εγκαταστάθηκαν περίπου 130 οικογένειες Βαρασιωτών . Μερικοί από αυτούς σφαγιάσθηκαν από τούς Βουλγάρους ή κάηκαν ζωντανοί (9 οικογένειες Φαρασιωιών σιην ΙΙολυγέφυρα κάηκαν μέσα σιο Σχολείο από τους Βουλγάρους στην κατοχή). Αυτοί που επέζησαν , σκόρπισαν κατά τον εμφύλιο πόλεμο. Ειδικά σια Νέα Φάρασα (Λετσάνι) σια Βουλγαρικά σύνορα υπήρχαν 40 οικογένειες Βαρασιωτών. Κανένας δεν έμεινε, σκόρπισαν σε άλλα χωριά της Δράμας και αρκετοί επανήλθαν σιο Πλατύ. Μερικές οικογένειες έμειναν στην Κέρκυρα, όπου αποβιβάστηκαν κατά την ανταλλαγή, μερικοί πήγαν στην Κόνιτσα και στη Ν. Αρτάκη Εύβοιας.
Ο εποικισμός στο Πλατύ
Τον αποικισμό ιων Φαρασιωιών σιο Ρουμλούκι περιγράφει παραστατικά και με γλαφυρότητα, ο αιδ. Παπα Θόδωρος Χαντζίδης, Λειτουργός του Υψίστου, για πολλά χρόνια εφημέριος από Πλατύ. Με περιβάλλει με την αγάπη του και έχει τον αμέριστο σεβασμό μου. Τον ευχαριστώ θερμά και από τη θέση αυτή για τις πολύτιμες πληροφορίες που μου έδωσε κατά καιρούς: ≪… το έτος 1924 άρχισε η ανταλλαγή: 1.500.000 περίπου Έλληνες έφυγαν από την Τουρκία προς την Ελλάδα και 400.000 Τούρκοι προς την Τουρκία. Μέσα σ’ αυτόν τον πληθυσμό, ανήκουμε και εμείς οι πρόσφυγες που ήλθαμε στην Ελλάδα από τα χωριά της Καισάρειας Φάρασα, Κίσκα, Αφσάρ, Σατί, Τσουχούρ και απ το Κάρσαντι των Αδάνων της Κιλικίας, από το οποίο κατάγομαι εγώ.
Όλοι είχαμε την ίδια γλώσσα, ίδια ήθη και έθιμα, και τις ίδιες συνήθειες και όταν φτάσαμε στην Ελλάδα, την Μητέρας μας Πατρίδα σκορπίσαμε , στα διάφορα διαμερίσματα της χώρας , άλλοι έμειναν στην Αθήνα και στον Πειραιά, άλλοι στην Κέρκυρα, οι περισσότεροι όμως εγκαταστάθηκαν στην Ανατολική και Δυτική Μακεδονία, κατ’ αρχάς.
Κατόπιν όμως ο Ευάγγελος Παπασάββας, ο Φαρασιώτης που κοινώς το έλεγαν ≪Βαγγέλ Τσαούς≫ με τις ενέργειες και προσπάθειες του, κατόρθωσε όλους αυτούς να τους συγκεντρώσει και να ιδρύσουν τον συνοικισμό του ΙΙλατέος και να κατοικήσουν μέσα σε παραπήγματα ξύλινα, κοινώς παράγγες […]κατ’αρχήν ο συνοικισμός ονομάσθη “Συνοικισμός Φαράσων” που όπως θυμάμαι είχε αναρτηθεί και μια μεγάλη ταμπέλα, ονομάσθη δε Φάρασα διότι ο μεγαλύτερος πληθυσμός που κατοίκησαν αποτελούνταν από Φαρασιώτες, γι’ αυτό και δόθηκε το όνομα Φάρασα.
Το κλίμα του τόπου ήταν πολύ ανθυγιεινό διότι πέριξ του συνοικισμού υπήρχε το έλος της λίμνης Γιαννιτσών με κουνούπια πολλά και κλίμα πεδινό και ελώδες και επειδή οι περισσότεροι κάτοικοι των χωριών αυτών προέρχονταν από ορεινά γι΄ αυτό οι περισσότεροι προσβλήθηκαν από ελονοσία και πέθαναν πολλοί και από την ελονοσία και από άλλες αιτίες, τη δυστυχία και την έλλειψη υγιεινής κατοικίας.
Γι’ αυτό και οι Φαρασιώτες, το έτος 1925, μάλωσαν με τον συγχωριανό τους Παπασάββα διότι τους έφερε σε έναν τόπο ελώδη και ανθυγιεινό και έφυγαν ομαδικώς, εξαιρέσει λίγων οικογενειών που έμειναν εδώ και οι άλλοι έφυγαν και εγκαταστάθηκαν στα ορεινά χωριά της Δράμας. Και έτσι οι υπόλοιποι […] κατάργησαν την ονομασία Φάρασα και άφησαν την ονομασία ΙΙλατύ […].Το έτος 1928, άρχισε η αποξήρανση του βάλτου με την εταιρία Φαουντέσιον που είχε έδρα κοντά στο ΙΙλατύ στον ποταμό Λουδία ή Καράησμακ και τέλειωσε το έργο το 1933 και δεκάδες χιλιάδες στρέμματα αγρών αποδόθηκαν στην καλλιέργεια και είναι σήμερα τα καλύτερα χωράφια. […] Μετά την αποξήρανση της λίμνης το κλίμα βελτιώθηκε, η ελονοσία εξέλειπε και η ζωή έγινε πιο ευχάριστη. Κατά το έτος 1926 τα σπίτια τα έκτισε το Κράτος (Επιτροπή Εποικισμού),αποπερατώθηκαν και έτσι οι κάτοικοι στεγάστηκαν σε κάπως πιο υγιεινές κατοικίες.
Το έτος 1932 το ΙΙλατύ απεσπάσθη από την Κοινότητα Γιδά (σημ. Δήμος Αλεξάνδρειας) και έγινε Κοινότητα [Σιδηροδρομικού][Σταθμού] Πλαιέος και είναι σήμερα ένα από τα πλέον προνομιακά χωριά του Νομού Ημαθίας με αρκετές ανθούσες βιομηχανίες (Σακχάρεως, Ζωοτροφών, Γάλακτος, Ελαιουργία, αποθήκες ΚΥΔΕΠ, δύο Διαλογητήρια φρούτων, το ένα της Ένωσης Συνεταιρισμών Αλεξανδρείας και το άλλο ιδιωτικό) και με πληθυσμό της τελευταίας απογραφής του έτους 1981 πλέον των 2.000 κατοίκων.
Αυτή είναι η ιστορία της ιδρύσεως της Κοινότητος Πλατέος που περιέγραψα κατά τον μήνα Μάιο του έτους 1988, εγώ, ο Ιερεύς Θεόδωρος Χαντζίδης για να γνωρίζουν το ιστορικό τον τόπον γεννήσεώς τους όλες οι γενεές που θα γεννηθούν στο Πλατύ. Μάιο 6, 1988≫.
Ο Ευάγγελος Παπασάββας ή Βαγγέλ Tσαούς, υπήρξε ο ιστορικός ηγέτης των Φαρασιωτών (που ήλθαν από Bαρασό, Αφσάρι, Κίσκα, Σαττή, Τσουχούρι, Καρσαντί). Ο Βαγγέλ Τσαούς κόπιασε πολύ για τη συγκέντρωση και εγκατάσταση των Φαρασιωτών σто Πλατύ.
ΣΗΜ. Οι φωτογραφίες που συνοδεύουν το κείμενο είναι παρμένες από το εξαιρετικό φωτογραφικό λεύκωμα “ΠΡΟΣΦΥΓΙΚΗ ΕΛΛΑΔΑ: Φωτογραφίες από το αρχείο του Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών”, με πρόλογο του κ. Πασχάλη Μ. Κιτρομηλίδη και κείμενα – επιμέλεια του κ. Γιώργου Α. Γιαννακόπουλου (έκδοση ιδρύματος Α.Γ. Λεβέντη και Κέντρου Μικρασιατικών Σπουδών, Αθήνα 1992.
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΗΜΑΘΙΑΣ
ΙΣΤΟΡΙΚΑ ΣΤΟΙΧΕΙΑ ΓΙΑ ΤΟ ΠΛΑΤΥ ΑΠΟ ΑΡΘΡΟ ΤΟΥ ΔΙΑΚΕΚΡΙΜΕΝΟΥ ΔΙΚΗΓΟΡΟΥ ΚΑΙ ΣΥΓΓΡΑΦΕΑ ΑΛΕΞΑΝΔΡΕΙΑΣ Κου ΓΙΑΝΝΗ Δ. ΜΟΣΧΟΠΟΥΛΟΥ ΣΤΟ ΤΟΤΕ ΠΕΡΙΟΔΙΚΟ ΤΟΥ ΔΗΜΟΥ ΠΛΑΤΕΟΣ “ΔΗΜΟΡΑΜΑ”

Το τεύχος 3 Μάϊος – Ιούνιος 1998 του περιοδικού “ΔΗΜΟΡΑΜΑ” του Δήμου Πλατέος από το οποίο λήφθηκε το άρθρο του κου Γιάννη Μοσχόπουλου. Το περιοδικό ήταν μιά ιδέα και φιλότιμη προσπάθεια του τότε δημοτικού συμβούλου Τρύφωνα Τοπαλίδη, ενός άκρα φιλεργατικού και φιλότιμου συνδημότη μας.
Το περιοδικό δημοσίευσε μόνο τρία τεύχη οπότε και διακόπηκε η έκδοσή του.
ΤΟ ΑΡΘΡΟ:
Η λέξη « πλατύς» είναι επίθετο, που σημαίνει τον ευρύχωρο, τον εκτεταμένο τόπο. Σύμφωνα λοιπόν με όσα έχω ήδη υποστηρίξει (βλ Ρουμλουκιώτικα Σημειώμαια 1980-1988, τεύχος 1°, σελ 30-31) το τοπωνύμιο αυτό έχει σχέση με την προσχωτική δράση του ποταμού Αλιάκμονα στην δημιουργία της πεδιάδας τоυ Ρουμλουκιού. Έτσι λοιπόν στην ερευνά μου δέχομαι ότι ο Αλιάκμονας αρχικά εξέβαλε βόρεια (Σκυλίτσι), αργότερα βορειοανατολικά (Σχοινάς – Νεοχώρι) κι ύστερα ανατολικά στη γραμμή των χωριών Γηδάς-Παλιοχώρι-Λιανοβέργι-Πλατύ. Οταν ο Αλιάκμονας, στα ύστερα ρωμαϊκά χρόνια μετακινήθηκε σε νοτιότερη κοίτη, η παλιά ξεραμένη του κοίτη ήταν πλέον μια διαμορφωμένη λωρίδα γης, απ’ όπου πέρασε ο δρόμος που ένωσε τη Βέροια με τη Θεσσαλονίκη.
Στα βυζαντινά χρόνια λοιπόν συναντάμε το τοπωνύμιο «Πλατύς» ν’ αποδίδεται όχι σε οικισμό, αλλά σε τοποθεσία, η οποία κατά τηχ γνώμη μου ονομάστηκε έτσι, διότι, σαν παλιό σημείο εκβολής του ποταμού Αλιάκμονα, ήταν πλέον ένα εκτεταμένο γήϊνοπλάτωμα ανάμεσα στη λίμνη, τον Λουδία ποταμό και τον συvήθωs πλημμυρισμένο Αλιάκμονα. Αυτό αποτέλεσε την αφετηρία του σκεπτικού της άποψής μου για την ετυμολογία της λέξης «Γηδάς», διότι αμέσως συνδύασα τα παραπάνω με το γεγονός ότι τα τοπωνύμια στην περιοχή του Ρουμλουκιού, στην συντριπτική τους πλειοψηφία, έχουν σχέση με την γεωμορφολογική κατάσταση του χώρου τον οποίο ονομάτιζαν (Νησί, Νησέλι, Κορυφή, Πλατύ, Αρμύρα, Παλιομάνα, Κουλούρα κλπ.), οπότε κάτι παρόμοιο πρέπει να συνέβηκε και σ’ αυτήν την περίπτωση. Δηλαδή “Γηδάs” ήταν η τοποθεσία μιας στενής λωρίδας γης, ανάμεσα στα νερά της Βαλτολίμνης και του συνήθως πλημμυρισμένου Αλιάκμονα, πάνω απ’ την οποία διερχόταν δρόμος συνεπώς ήταν γη στενή ίσαμ’ ένα δρόμο, γή οδός, Γηδός, Γηδάς. Το βρίσκω δε εντελώς φυσικό να βρίσκονται τα τοπωνύμια των δύο αυτών κοντινών τοποθεσιών σε σχέση αντιδιαστολής μεταξύ τους, αφού το μεν “Πλατύ” ήταν ένα πολύ εκτεταμένο πλάτωμα στέρεης γης, ενώ αντίθετα ο “Γηδάς” ήταν μια στενή λωρίδα στέρεης γης, απ’ όπου μόλις χωρούσε ένας δρόμος.
Την εποχή της Τουρκοκρατίας συναντάμε τις πρώτες γραπτές αναφορές για την ύπαρξη οικισμού-χωριού με το όνομα Πλατύ. Έτσι σε κατάλογο 28 χωριών που συνέταξε ο Β. Μυστακίδης από χειρόγραφα του επισκόπου Καμπανίας Θεόφιλου (1749-1795) διαβάζουμε μεταξύ άλλων “Πλατύς”. Eπίσηs από έναν τουρκικό πίνακα των χωριών που ανήκαν στο βακούφι του Γαζή Εβρενός, ο οποίos προέρχεται από καταγραφή το 1771 συμπληρωμένη από άλλες προγενέστερες βλέπουμε ότι το τσιφλίκι του Πλατέος καταγράφεται ω “Polati” κι ότι έπρεπε να πληρώνει φόρο 1600 άσπρα, ποσό που είναι το δεύτερο σε μέγεθος (μετά από τον Γηδά που έπρεπε να πληρώνει 1900 άσπρα), από τα εκεί απαρριθμούμενα χωριά του Ρουμλουκιού, πράγμα που σημαίνει ότι είχε πολλούς κατοίκους, οι οποίοι καταγράφονται όλοι ως Χριστιανοί. Ακόμη το χωριό καταγράφεται και u s “Μπολάτ”, προφανώς από την τουρκική παραφθαρμένη απόδοση της ελληνικής ονομασίας του. Πάντως το Πλατύ δεν σημειώνεται ούτε στο χάρτη του Cousinery του 1826, ούτε στο χάρτη του Leake (1835), όπου καταγράφεται μόνο “Παλαιοχώρα” στη θέση του σημερινού χωριού Παλιοχώρι. Ίσως κάποια πλημμύρα του ποταμού Αλιάκμονα να κατάστρεψε τον οικισμό του Πλατέος ή να επέβαλε την μετακίνηση των πολυάριθμων κατοίκων του.

Ακολούθως ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν οι πληροφορίες σχετικά με ένα λιμάνι που φέρεται ότι υπήρχε τουλάχιστον στα ύστερα χρόνια της Τουρκοκρατίας δίπλα στον σημερινό οικισμό Πλατέος: Νότια του σημερινού οικισμού του Πλατέος υπάρχει μία παλιομάννα (= παλιά κοίτη ποταμού) που ονομάζεται “Καραβοστάσι”,από την οποία πήρε το όνομα και η γύρω της αγροτική περιοχή. Η λέξη αυτή προέρχεται από τις λέξεις “καράβι” και”ίστημι, στάσιs”, οπότε σημαίνει το μέρος, όπου μπορούν να σταθούν, να σταθμεύσουν τα καράβια. Στο λεξικό του Δ. Δημητράκου η λέξη ερμηνεύεται ως το αγκυροβόλιο, ενώ σ’ αυτό του Ελευθερουδάκη, ως το μέρος όπου μένουν αγκυροβολημένα τα μεγάλα πλοία- λιμήν, όρμος, ναυλόχιο. Έτσι, Καραβόσταμο ονομάζεται ένας παραλιακός οικισμός στην Ικαρία (σύμφωνα με σχετική απαντηση του Κ. Στεφανάκη), Καραβοστάσης, επωνομάζεται το λιμάνι της Φελέγανδρου των Κυκλάδων, ενώ Καραβοστάσι λέγεται το επίνειο του Οίτυλου στη Μάνη, ένας όρμος ανατολικά του ακρωτηρίου του Άραξου στην Αχαία- καθώς και μία παραλιακή θέση στα βορειοδυτικά παράλια της Κύπρου στην περιοχή του κόλπου Μόρφου.
Εύλογα λοιπόν απορεί σήμερα κάποιος, όταν συναντά το τοπωνύμιο «Καραβοστάσι» στην αγροτική περιοχή Πλατέος αφού δεν μπορεί εύκολα να εξηγήσει, γιατί να χαρακτηρίζεται ως θέση λιμανιού ή αγκυροβόλιου η πεδινή περιοχή νότια του οικισμού του Πλατέος. Αυτό, από μόνο του, προκαλεί ιδιαίτερο ενδιαφέρον για περαιτέρω έρευνα.
Όμως η κατάσταση στην περιοχή αυτή ήταν τελείως διαφορετική πριν από τo 1929-30, πριν αρχίσουν δηλαδή οι εργασίες αποξήρανσης του Βάλτου των Γιαννιτσών. Έτσι, σε χάρτη εκείνης της εποχής μπορούμε να δούμε, ότι από τо Θερμαϊκό κόλπο και από την θέση “Πόρτα” των εκτεταμένων εκβολών του Λουδία (Καρά Ασμάκ) ξεκινούσε μία βαλτοθάλασσα, η οποία ανέβαινε προς τо βορρά, περνούσε ανατολικά από την “Καμάρα ” του Κλειδιού και από την Κάλιανη, έστριβε δυτικότερα προς τα Τρίκαλα και, ακολούθως, αφού έστριβε ανατολικά, για να παρακάμψει την περιοχή της Καρυάς και του Αγίου Δημητρίου, εισερχόταν δυτικά, στο Καραβοστάσι, τо οποίο βρισκόταν στο βάθος ενός “όρμου” ανάμεσα στο Τσιφλίκ Πλατύ και στο Κιουτσούκ (μικρό) Πλατύ, και πλησίαζε ως την ανατολική πλευρά της σιδηροδρομικής γραμμής του χωριού Πλατύ. Ακόμη πρέπει να σημειωθεί ότι στη δέση αυτού του μυχού, που καταγράφεται ως “Καραβοστάσι”, κατέληγε παλιά κοίτη του ποταμού Αλιάκμονα. Από τους αρχαίους χρόνους μας είναι γνωστό ότι ο Λουδίας Ποταμός ήταν πλωτός και βαθύς ποταμός, λόγω του ότι ήταν η ποταμοειδής δίοδος επικοινωνίας μεταξύ της Λουδία λίμνης και του Θερμαίου κόλπου, του οποίου διατηρούσε κατά πολύ το βάθος του πυθμένα του.

Ο Γ. Χιονίδης, μου υπέδειξε μία σχετική αναφορά που υπάρχει στο βιβλίο του Μητροπολίτου Βεροίας (Καμπανίας) και Ναούσης Παντελεήμονος Καλπακίδη, με τίτλο “Η ασκήτρια Βεροίας Οσιομάρτυς Ιερουσαλήμ”. Στη σελίδα 22 περιγράφεται το τρίτο θαύμα της Αγίας Ιερουσαλήμ, δηλαδή “… της τροφοδοσίας των Βεροιέων σε μια περίοδο ξηρασίας και λιμού. Ενώ η πείναταλαιπωρούσε του Βεροιείς, εμφανίσθηκε η αγία στο πλήρωμα μερικών καραβιών που, εξαιτίας της άπνοιας, δεν μπορούσαν να μεταφέρουν το σιτάρι τους στον αρχικό προορισμό τους, και τους παρακάλεσε να το μεταφέρουν στη Βέροια καταβάλοντας η ίδια το αντίτιμο…”. Συνεπώς περί τα μέσα του 3ου μ.Χ. αιώνα (διότι τότε έζησε η αγία), μνημονεύεται μεταφορά σιτηρών στη Βέροια με καράβια, η οποία πρέπει να γινόταν από τον Θερμαϊκό και ακολούθως μέσω ποτάμιας ή λιμναίαs οδού, μέχρι κάποιου γειτονικού πρos την Βέροια σημείου.
Ανέφερα ήδη (στο πρώτο μέρος) ότι κατά τους Βυζαντινούς χρόvoυs αναφέρεται ως πλωτός ένας (ανώνυμος) ποταμός, που κυλά δίπλα από την Βέροια (ο Γ. Χιονίδης έγραψε ότι είναι ο Αλιάκμονας), μέσω του οποίου εισήλδε ως την Βέροια στόλος εξήντα πλοίων μισθοφόρων Τούρκων. Μάλιστα αναφέρεται η καταπληκτική λεπτομέρεια, ότι τα πλοία δεν μπορούσαν να εισέλθουν στον ποταμό, διότι τους εμπόδιζε η ίλυς της εκβολής του, αλλά αργότερα δημιουργήθηκε κυματισμός δυνατός (παλίρροια από νερά του Θερμαϊκού) που έσπρωχνε ένα-ένα τα καράβια μέσα στην κοίτη του ποταμού και έτσι συνέχισαν προς την Βέροια. Για την περίοδοτης Τουρκοκρατίας δεν έχω ακόμη ερευνήσει ικανοποιητικά τις σχετικές πληροφορίες, αλλά ήδη το τοπωνύμιο “Καραβοστάσι” δεν αφήνει αμφιβολίες, ότι έδεναν καράβια ή διάφορα πλεούμενα τουλάχιστον μέχρι το Πλατύ.
Την πρώτη πληροφορία για το Καραβοστάσι την άκουσα κατά την καταγραφή του παραδοσιακού ρουμλουκιώτικου τραγουδιού του Τράϊου, από την Όλγα συζ. Αναστάσιου Οίκονομόπουλου, το γενos Παπαδημητρίου, στις 29-4-1976. Αυτό λοιπόν το τραγούδι έχει ως εξής:
“Μη περνάς πυκνά, βρέ Τράϊο,
απ’ την πόρτα μου,
κακοφαίνεται τη μάννα μ ‘ και τον πατέρα μου,
τη μαννιά μου την Κρυστάλλω και την τέτω μου,
σένα αγαπώ, βρέ Τράϊου μ’, σένα αγαπώ.
– Πές το πάλι κυρ-Κατίνα, πές, πως μ’ αγαπάς.
-Σένα αγαπώ, βρέ Τράϊου, σένα αγαπώ,
απού ξέρειs να χουρεύσειs και καλά τραγ’δάς.
Πάρε Τράϊου μ ‘ τα τιφτέρια σ’και τράβα στου Καραβουστάσι.”
Τότε λοιπόν η Όλγα Οικονομοπούλου, που καταγόταν από την Κορυφή, μου είπε ότι “… Ο Τράϊος ήταν ένας όμορφος νέος από τα Γιαννιτσά κι ότι εργαζόταν ως παραλήπτης στο Καραβοστάσι, το οποίο ήταν μια περιοχή πίσω από τα Τρίκαλα…». Ακολούθως εντόπισα μεν αυτό το τοπωνύμιο της περιοχής Πλατέος σε αρκετούς παλιούς (πριν από τα αποξηραντικά έργα) χάρτες, αλλά δεν βρήκα περισσότερες πληροφορίες για την εξήγησή του.
Ισχυρό έναυσμα για να ερευνήσω το σχετικό με το «Καραβοστάσι» θέμα, αποτέλεσε η (ηχογραφημένη) αφήγηση του παλιού επαγγελματία ψαρά του Βάλτου των Γιαννιτσών, θωμά Μπεκιάρη από το Νεοχώρι, ο οποίos γεννήθηκε περί το 1903. Aυτός λοιπόν μου διηγήθηκε στις 21-4-1991 τα ακόλουθα, αναφερόμενος στα χρόνια του 1916-1917: “… Εδώ τότε εμείς μετακινούσαμε τα γεννήματά μας, στάρια, κ΄θάρια, καλαμπόκια, φασόλια ότ’ να ήταν, τα πηγαίναμε στο Καραβοστάσι, στο Πλατύ… Μέχρι εκεί έβγαιναν τα καράβια. Απ’ το Λουδία έπαιρναν μέσα… από τ’ κάλιαν[η],… κι έβγαιναν εδώ. Εκεί γινόταν όλες οι συναλλαγές. Δεν είχαμε μεταφορικά μέσα. Μπορούσαν να περάσουν καΐκια, μπορούσαν να βγουν και μέχρι τα Γιαννιτσά, να πάν και μέχρι το Μελίσσ[ι], το Μπαλίκ απ’ του λέγαν παλιά,… Είχαν σακκολέβες, υφαντά σακκιά, όπως είναι τα σακκιά τα τρίχινα,… [από] κατσικίσιο μαλλί και σακκολέβα το οποίο τόβαζες σαν καλαμωτή γύρω-γύρω απ’ τ’ αμάξι. Τα ρίχνανε [τα γεννήματα] μέσα [στις σακκολέβες] κι από κει πήγαιναν στα καΐκια, τ’ αδειάζανε. Από κει φέρναμε: ελιές, λάδια, σαπούνια, πορτοκάλια, λεμόνια, ότι είχαν απ’ τα νησιά. Από δω φόρτωναν σιτάρια, καρπούζια, … ντομάτες, κριθάρια, ζωοτροφές, που δεν κάναν αυτοί στα νησιά. Νησιώτες ιδιώτες έρχονταν … [π.χ.] πέντε παραγωγοί, έπιαναν ένα καίκι, το φόρτωναν. Τί μας χρειάζεται; Mας χρειάζεται τόσο ψουμί, μας χρειάζεται τόσο ζωοτροφές, μας χρειάζεται τόσο από κείνο, [ανάλογα] ότι εποχή ήταν… και μας φέρνανε εδώ τ’ άλλα πράγματα. Κάναμε συναλλαγές. Τα πρόλαβα εγώ. …” Όταν τov ρώτησα για το παραπάνω τραγούδι του Τράϊου, που μιλάει για το Καραβοστάσι, μου ανέφερε μόνο τους τελευταίους στίχους ως εξής:
“… πάρ’ τα τεφτέρια σ’ και σύρτα στο Πλατύ, να πληρώσειs τους εργάτες και…”.
Ο Ανδρέας Δ. Κυρόπουλος από την Αλεξάνδρεια, που γεννήθηκε το 1917, σε ηχογραφημένη συνομιλία που είχαμε, στις 18-7-1997, μου είπε σχετικά με το Καραβοστάσι: “…Απ’ ότι θυμάμαι, ο πατέρας μου είχε, επί Τουρκοκρατίας, έναν φίλο Ναουσαίο, Βελίκο ονομαζόμενο. […] τα παιδιά του έκαναν το εμπόριο των ψαριών. Περνούσαν δυό φορές την εβδομάδα απ’ το σπίτι μας και πήγαιναν και κουβαλούσαν [για τη Νάουσα] ψάρια, απ’ το Καραβοστάσι, το οποίο εγώ δεν πήγα να το ιδώ, ούτε το ξέρω…”. Όταν κι αυτόν τον ρώτησα για το τραγούδι του Τράϊου, μου ανέφερε, ότι ο Τράϊos ήταν από την Βαλμάδα, ενώ θυμόταν τον τελευταίο στίχο του ως εξής:
“Πάρε Τράϊου μ ‘ τα τεφτέρια σ’ και τράβα στο Πλατύ”.
Ο Δημήτριος Παρασχόπουλος ή Γραμματίκης του Διαμαντή, από го Κλειδί, пου γεννήθηκε το 1907, σε ηχογραφημένη συνομιλία που είχαμε στις 18-7-1997, μου είπε τα ακόλουθα:”… η παλιομάννα αυτή, όπως ήλεγαν οι παπούδις,… συνδέονταν, πριν γέννουν οι [σιδηροδρομικές] γραμμές … Το Καραβοστάσι ήταν παράρτημα [δηλ συνέχεια της παλιομάννας] από το Λιανοβέργι. Ήταν δώθε… από το Πλατύ, εκεί που σήμερα είναι μια γεφυρίτσα πριν φτάει’ς στουν Καλλιάγρα, εκεί… ήταν αυτές οι παράγκις, δηλαδή αυτά τα παλιόσπιτα, ανάμεσα από το σταθμό Πλατέος μι το κανάλι, εκεί μέσα ήταν, δηλαδή ζήτημα 300-400 μέτρα νάχε από το Πλατύ. Είναι κοντά. Εκεί η παλιομάννα αυτή ήταν το Καραβοστάσι… Ήταν μέχρι το 1920-1922. Καραβουστάσι με Κουτσούκ Πλατύ το έλεγαν. Μπορεί να έρ’νταν καράβια, αλλά εγώ δεν το ξέρω αυτό το πράγμα, δεν το πρόλαβα αυτό το πράμα. Εγώ πρόλαβα τις αποθήκες….
Μόλις στούμπουνι του μπουγάζ[ι] εδώ [στο Κλειδί], δημιουργούνταν ου βάλτος προς τα πίσω, …”
Ο Δημήτριος Παπαεμμανουήλ του Γρηγορίου από την Αλεξάνδρεια, που γεννήθηκε το 1917, σε ηχογραφημένη συνομιλία που είχαμε στις 30-7-1997, μου είπε τα ακόλουθα: “… Το 1938 έκανα τσιομπάνος στον Δημητρό τον Ουζούν[η], ήταν μπάρμπας μου απ’ το Λιανοβέρ[ι], Κι εκείνο που θυμάμαι, ότι μια παλιομάννα που περνούσε, πίσω απ’ το μαντρί το δικό μας, παλιά κοίτη ποταμού ήταν, λεγόταν Καραβοστάσι. Δεν αμφιβάλλω καθόλου, εγώ τουλάχιστον, ότι παλιότερα μπορεί κι αυτή η παλιομάννα, (δηλαδή) το αγώϊ το θ’κό μας [δηλαδή του Γηδά] να συνδεόταν με το Καραβοστάσι…. Δεν ξέρω, ούτε άκουσα από κανέναν να στέκονταν καράβια εκεί…”.
Ο ιερέας Θεόδωρος Χαντζίδης του Κυριάκου από τо Πλατύ, που γεννήθηκε τo 1916 και εγκαταστάθηκε σιο Πλατύ τо 1924, σε ηχογραφημένη συνομιλία που είχαμε στις 26-8-1997, μου είπε τα ακόλουθα: “… αυτή η παλιομάννα, κατά τη γνώμη μου, πηγάζει απ’ την παλιά κοίτη του Αλιάκμονα, έξω απ’ το Νησέλι και περνούσε ανάμεσα απ’ το Λιανοβέρι και το Παλιοχώρι κι ερχόταν εδώ… στο Πλατύ, περνούσε κάτω απ’ την γραμμή. Είχε μια γέφυρα πάνω από την παλιομάννα, κι από κεί συνέχιζε έπεφτε στην λίμνη, στο Καραβοστάσι. Ήταν τεχνητό κανάλι [η παλιομάννα], σκαμμένο, είχε ύψωμα στην μια όχθη. Όπως φαίνεται ήταν σκαμμένο επί τούτου. Ερχόταν φαίνεται από την κοίτη του Αλιάκμονα ένα νερό, έπεφτε στο Καραβοστάσι και κατέληγε έξω από το Άλωρο… στο Λουδία. … Το Καραβοστάσι ήταν μια λίμνη, η οποία υπάρχει και σήμερα… Με τον Λουδία δεν επικοινωνούσε η λίμνη. Είχε το σκάμμα αυτό εδώ, την παλιομάννα, αλλά δεν είχε νερά, μόνον όταν έβρεχε. Το σκάμμα υπήρχε. Από εδώ το Καραβοστάσι ξεκινάει, περνάει από πίσω από τον Άγιο Δημήτριο, ένα εξωκλήσι, κι από κεί συνεχίζει και πηγαίνει στον Λουδία. Δεν θυμάμαι να υπήρχαν αποθήκες στο Καραβοστάσι. Δεν άκουσα αν ήταν παλιό λιμάνι, αλλά άκουσα ότι οι εντόπιοι το λέγαν Καραβοστάσι. … Ο Λουδίας βούλωνε μερικές φορές προς τη θάλασσα και… τα απογεύματα, όταν φυσούσε νοτιάς, ερχόταν θαλασσινό νερό”.
Mε βάση λοιπόν τις παραπάνω μαρτυρίες και τα προεκτεθέντα στοιχεία, μπορώ να συνοψίσω, ότι, κατά τη διάρκεια τω ν ύστερων χρόνων τις Τουρκοκρατία τουλάχιστον και μέχρι να γίνουν τα αποξηραντικά έργα της λίμνης των Γιαννιτσών και την διαμόρφωση της κοίτης του Λουδία, μία κοίτη του Αλιάκμονα έφτανε ως то Πλατύ, όπου χύνονταν στον όρμο της υφάλμυρης βαλτοθάλασσας του Καρά Ασμάκ που βρισκόταν στην τοποθεσία, που μέχρι σήμερα ονομάζεται «Καραβοστάσι». Το σημείο αυτό της εκβολής της παλιάς κοίτης του ήταν αρκετά βαθύ, ώστε να χρησιμοποιείται ως αγκυροβόλιο καραβιών, τα οποία μπορούσαν να φθάσουν ως εκεί από τον Θερμαϊκό κόλπο, μέσω μιας δαιδαλώδους βαλτοθάλασσας. Μπορούμε λοιπόν βάσιμα να δεχθούμε, ότι το “Καραβοστάσι” ήταν το αγκυροβόλιο, που δέσποζε στο στόμιο της εκβολής και του Αλιάκμονα, αλλά και του τότε Λουδία, και εξυπηρετούσε τις μεταφορές και επικοινωνία της περιοχής από και προς την θάλασσα. Εκεί προφανώς τα πλοία θα περίμεναν την πλημμυρίδα για να εισέλθουν είτε στον Αλιάκμονα, είτε, το πλέον πιθανό, στο Λουδία ποταμό και δι΄ αυτού στη Λουδία λίμνη ή για να εξέλθουν από αυτήν προς τον Θερμαϊκό.

Σημαντικότατο γεγονός που αποτέλεσε σταθμό στην ιστορία του χωριού Πλατύ ήταν το γεγονός της κατασκευής της σιδηροδρομικής γραμμής Θεσσαλονίκης-Μοναστηρίου (Μπιτώλια) που έγινε το 1894. ο προαναφερθείς ήδη Δημήτpios Παρασχόπουλος ή Γραμματίκης του Διαμαντή, μου είπε τα ακόλουθα ιστορικά στοιχεία: “Ο προπάππους μου ήταν της σχολής του Γένους, ήταν απ’ τον Παλαμά Καρδίτσης. Το 1849-50 τον έστειλαν κατάσκοπο στο Πλατύ, στο παλιό Πλατύ. Αυτό το Πλατύ [το σημερινό] έγινε το [1923-24. Το παλιό Πλατύ ήταν [εκεί] που είναι το εργοτάξιο, το κονάκι είναι ακόμα… δίπλα από τη σιδηροδρομική γραμμή, σώζεται το κονάκι… Ο πατέρας μου εκεί γεννήθηκε, το 1905 ήρθαν εδώ [στο Κλειδί] οι δικοί μου, αυτοί με τάλεγαν… Το Κιουτσούκ [=μικρό] Πλατύ ήταν … ένα μικρότερο χωριό [δίπλα στο Πλατύ]. Η [σιδηροδρομική] γραμμή για τα Μπιτώλια [=Μοναστήρι] έγινε το 1890-95. Η γραμμή αυτή περνούσε άκρη από το χωριό. Εκεί ήταν ο μπέης, όπως τάλεγαν οι παππούδες,… είχε και στάση [για το τρένο] εκεί. Ο μπέης αυτός ήταν Γκαζής. Γκαζής θα πει καθαρότουρκος. Αυτός ήταν δεύτερος του Αλή Πασιά. Σκότωνε, κρεμούσε, δεν λογάριαζε κανέναν. Τον έλεγαν Σεφτή μπέη, δεν μπορώ να πω [με σιγουριά]… Ο φοβερότερος μπέης που ήταν… δικαστής ολόκληρος. Περνούσε το τρένο, λέει, κι επειδή (ο μηχανοδηγός του τρένου δεν σταμάτησε και) του σκότωσε τον μπίκα [=ταύρο] την πρώτη ημέρα, την άλλη την ημέρα, βάζει [ο μπέης] το ρολόι το χρυσό [στη στάση] από μακρυά, το είδε [ο μηχανοδηγός], [σταμάτησε το τρένο και] κατέβηκε [να πάρει το ρολόι]. Το κονάκι είναι 200-300 μέτρα μακρυά [απ’ τη στάση], [ο μπέης] τραβάει και σκοτώνει το μηχανικό, γιατί σταμάτησε το ρολόι να το πάρει, τον μπίκα δεν σταμάτησε να μην τον σκοτώσει…. Ο σταθμός δεν έπρεπε να λέγεται Πλατύ, έπρεπε να λέγεται Λιανοβέρι, αλλά επειδή ο μπέης αυτός ήταν δυνατός, αυτός έλυνε, Αυτός έδενε, το ονόμασε Πλατύ.”.
Σημ.: Πηγή περιοδικό "ΔΗΜΟΡΑΜΑ" τεύχος 3 Μάϊος - Ιούνιος 1998 σελ. 41,42,43,44.














