Αξιότιμε κύριε Πρόεδρε και φίλε Νίκο, κύριε Πρωθυπουργέ της Βουλγαρίας, κύριοι Αντιπρόεδροι, κύριε Επίτροπε, κυρίες και κύριοι Υπουργοί των Εξωτερικών, κυρίες και κύριοι, είναι ιδιαίτερη χαρά μου, που για μια ακόμη χρονιά συμμετέχω και απευθύνω εναρκτήρια ομιλία στην 3η συνεχόμενη Ευρω-Αραβική Διάσκεψη, η οποία διοργανώνεται εδώ στην Αθήνα.
Και θα ήθελα να ευχαριστήσω θερμά τους διοργανωτές, τον εκδοτικό οίκο Aλ-Ικτισάντ, το Delphi Economic Forum και, βεβαίως, τον κ. Χούρι και τον κατασκευαστικό όμιλο CCC, που δραστηριοποιείται εδώ και δεκαετίες με εφαλτήριο την Ελλάδα, προσφέροντας σημαντικά και στη χώρα μας και στην ελληνική οικονομία.
Θα έλεγα, λοιπόν, ακολουθώντας τα λόγια του κ. Τσομώκου, πριν, ότι η σημερινή 3η Διάσκεψη έχει δεδομένη την επιτυχία της, πριν ακόμα ξεκινήσει. Και αυτό φαίνεται από το πλήθος των συμμετεχόντων. Νομίζω ότι πρώτη φορά είναι τόσο μεγάλος ο αριθμός των συμμετεχόντων, κυρίως, όμως, από το γεγονός ότι το όραμα στο οποίο βασίζεται αυτή η Διάσκεψη, γίνεται ολοένα και πιο αποδεκτό, ολοένα και πιο σημαντικό, όχι μόνο για την περιοχή μας, αλλά, θα έλεγα, ευρύτερα σε όλη την Ευρώπη.
Πριν τρία χρόνια –τέτοιο καιρό – όταν ξεκινάγαμε, ασφαλώς συζητούσαμε για την ανάγκη να υπάρχει ένας στενότερος διάλογος της Ευρώπης με τις αραβικές χώρες για την αντιμετώπιση των περιφερειακών προκλήσεων και την ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας. Και ασφαλώς, θεωρούσαμε ότι η Ελλάδα -ως μια ευρωπαϊκή χώρα με ισχυρούς δεσμούς παραδοσιακά, οικονομικούς και πολιτισμικούς δεσμούς με τον Αραβικό Κόσμο- μπορούσε να παίξει κρίσιμο ρόλο σε αυτή την προσπάθεια. Αλλά τότε, ούτε είχε ακόμα αναγνωριστεί από το σύνολο, θα έλεγα, των εταίρων μας στην Ευρώπη, πόσο σημαντικός θα ήταν ο ευρω-αραβικός διάλογος, ούτε όμως είχαν δημιουργηθεί ακόμα οι προϋποθέσεις, ώστε η Ελλάδα να μπορεί να παίξει αποτελεσματικά αυτό τον κρίσιμο ρόλο.
Πριν τρία χρόνια τέτοιο καιρό, η Ελλάδα ήταν που μόλις άρχιζε να θέτει τις βάσεις για την οικονομική της επανάκαμψη και την ανάκτηση του γεωπολιτικού της ρόλου στην ευρύτερη περιοχή.
Σήμερα, μπορούμε να μιλήσουμε πλέον με βεβαιότητα ότι η Ελλάδα έχει πια γυρίσει σελίδα. Αφήνουμε πίσω μας τα υφεσιακά προγράμματα που ταλαιπώρησαν τη χώρα και τον ελληνικό λαό σχεδόν μια οκταετία. Αποκτούμε ολοένα και υψηλότερους ρυθμούς ανάπτυξης, ενώ γινόμαστε ξανά ελκυστικός επενδυτικός προορισμός.
Ο ρυθμός ανάπτυξης προβλέπεται να κινηθεί το 2018 στο 2,1% και στο 2,5% για το 2019. Και αυτή είναι οι υψηλότεροι ρυθμοί δεκαετίας και πριν από την κρίση, με τις εξαγωγές και τις επενδύσεις να αποτελούν τους βασικούς κινητήριους μοχλούς της ελληνικής οικονομίας, καθώς αναμένεται αύξηση άνω του 7% για το 2018 σε ό,τι αφορά τις εξαγωγές και 13% σε ό,τι αφορά τις επενδύσεις.
Ο τουριστικός τομέας παρουσιάζει, επίσης, πολύ μεγάλη άνθηση. Όλα τα τελευταία χρόνια σπάμε τα ρεκόρ της προηγούμενης χρονιάς, με φέτος να προσεγγίζουμε και να υπερβαίνουμε, κατά τις εκτιμήσεις, τα 35 εκατομμύρια ξένους επισκέπτες στη χώρα μας. Το πιο σημαντικό, όμως, για μένα είναι ότι, πέραν των εξαιρετικά θετικών αποδόσεων στην οικονομία, καταφέραμε να έχουμε θετικές αποδόσεις και σε κοινωνικούς δείκτες. Έτσι, η ανεργία μειώθηκε κατά 8 ποσοστιαίες μονάδες σχεδόν σε σχέση με το πόσο ήταν τέσσερα χρόνια πριν και σήμερα κινείται στο 19% έναντι 27% που ήταν.
Οι εξωστρεφείς τομείς δραστηριότητας της οικονομίας μας, ο τουρισμός, οι κατασκευές, οι μεταφορές είναι από τις βασικές πηγές αύξησης της απασχόλησης, η οποία κατά 70%–και αυτό είναι εξίσου σημαντικό- αφορά σε θέσεις πλήρους απασχόλησης, αναφέρομαι στις νέες θέσεις που δημιουργούνται.
Για πρώτη φορά και με συνεκτικό τρόπο, αξιοποιούμε, όμως, και τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της ελληνικής οικονομίας, στους τομείς του τουρισμού και του πολιτισμού, της ναυτιλίας και των μεταφορών, των νεοφυών επιχειρήσεων, του ψηφιακού μετασχηματισμού, της αγροδιατροφικής παραγωγής, των logistics, της μεταποίησης και φυσικά της παραδοσιακά ισχυρής και εδραιωμένης, στον ευρύτερο χώρο των Βαλκανίων, βιομηχανία μας.
Και στο πλαίσιο αυτό, θα ήθελα να καλωσορίσω τις πολυμελείς επιχειρηματικές αντιπροσωπείες από τον αραβικό κόσμο, που αναγνωρίζουν πια τις σημαντικές επενδυτικές, τις σημαντικές οικονομικές ευκαιρίες που προσφέρει η Ελλάδα.
Η Ελλάδα, λοιπόν, καθιερώνεται πλέον ως μία δυναμική οικονομία, με υψηλής κατάρτισης ανθρώπινο δυναμικό, αλλά και ένας σημαντικός, αναντικατάστατος, θα έλεγα, περιφερειακός ενεργειακός, εμπορικός, ναυτιλιακός και μεταφορικός διαμετακομιστικός κόμβος.
Αναφέρομαι ιδιαίτερα σε σημαντικά έργα, τα οποία έχουν προχωρήσει όλο το τελευταίο διάστημα, που μετατρέπουν την Ελλάδα σε αυτόν τον διαμετακομιστικό κόμβο. Αναφέρομαι στους αγωγούς TAP και IGB, στον Κάθετο Διάδρομο, που θα συνδέει τον ΤΑΡ με τη Βουλγαρία και άλλες χώρες, αναφέρομαι στο μεγάλο project του αγωγού EastMed που θα ενώνει την Νοτιοανατολική Μεσόγειο με την Ευρώπη, στην αναβάθμιση της Ρεβυθούσσας και την ανάπτυξη στην Αλεξανδρούπολη του Κέντρου Επανυγροποίησης Φυσικού Αερίου. Αναφέρομαι, επίσης, στις σιδηροδρομικές διασυνδέσεις και στα σχέδια που προωθούμε από κοινού στις τετραμερείς μας συναντήσεις και με τον Βούλγαρο Πρωθυπουργό, τον Ρουμάνο Πρωθυπουργό, αλλά και τον Πρόεδρο της Σερβίας, διασυνδέσεις με το Βελιγράδι και τη Μαύρη Θάλασσα, τη λεγόμενη Σιδηροδρομική Εγνατία. Αναφέρομαι στην ακτοπλοϊκή σύνδεση Θεσσαλονίκης – Σμύρνης και, βεβαίως, στην αναβάθμιση των λιμανιών μας του Πειραιά και της Θεσσαλονίκης και σύντομα της Αλεξανδρούπολης και της Καβάλας, σε μείζονος σημασίας διαμετακομιστικά κέντρα.
Την ίδια στιγμή, η Ελλάδα, όμως, αναβαθμίζει, όπως είπα αρχικά, και τον γεωπολιτικό της ρόλου ως πυλώνας ειρήνης και σταθερότητας σε μια κρίσιμη περιοχή στο αντάμωμα τριών ηπείρων.
Προωθώντας –σε αγαστή συνεργασία με την Κυπριακή Δημοκρατία και τον Νίκο Αναστασιάδη– τριμερείς και πολυμερείς συνεργασίες με τις χώρες της Ανατολικής Μεσογείου.
Αναπτύσσοντας διμερείς, αλλά και πολυμερείς συνεργασίες με τις χώρες των Βαλκανίων.
Ξεκλειδώνοντας την ευρωπαϊκή προοπτική των Δυτικών Βαλκανίων μέσω της Συμφωνίας των Πρεσπών με την ΠΓΔΜ ή της διαπραγμάτευσης για την επίλυση χρόνιων προβλημάτων και διαφορών με τη γειτονική μας Αλβανία.
Προασπίζοντας τη Σύμβαση της Γενεύης για τους πρόσφυγες σε ό,τι αφορά τη δύσκολη διαχείριση της προσφυγικής κρίσης, επιμένοντας, ταυτόχρονα, διαρκώς στην ανάγκη για την εξεύρεση δίκαιης και βιώσιμης λύσης στο Κυπριακό επί τη βάσει των συμφωνιών του ΟΗΕ.
Επιμένοντας, όμως, διαρκώς και στην προάσπιση των κυριαρχικών μας δικαιωμάτων, έτσι όπως αυτά απορρέουν από το Διεθνές Δίκαιο, τόσο στο Αιγαίο, όσο και στην Νοτιοανατολική Μεσόγειο. Την ίδια στιγμή, όμως, που εξίσου επιμένουμε στην ανάγκη προώθησης διαλόγου καλής γειτονίας και συνεργασίας με τη γειτονική μας χώρα την Τουρκία.
Αλλά, πέραν του αναβαθμισμένου ρόλου της Ελλάδας, πριν τρία χρόνια τέτοιο καιρό, δεν είχαμε ακόμα συνειδητοποιήσει, όπως είπα αρχικά, ούτε πόσο σημαντικός θα ήταν ο ευρω-αραβικός διάλογος, ευρύτερα για την περιοχή και για την Ε.Ε., ιδιαίτερα θα έλεγα. Δεν ξέραμε το εύρος της προσφυγικής κρίσης ή τις μεγάλες προκλήσεις ασφάλειας που θα αντιμετωπίζαμε με την συνεχιζόμενη αποσταθεροποίηση στη Λιβύη ή την επιδείνωση της κατάστασης στη Δυτική Αφρική και την κλιμάκωση του πολέμου στη Συρία ή την επιστροφή ξένων μαχητών.
Την ίδια στιγμή –στην Ευρώπη- δεν είχαμε συνειδητοποιήσει ακόμα ότι θα εισερχόμασταν σύντομα και σε μια βαθιά πολιτική κρίση που θα οδηγούσε στην ενίσχυση φυγόκεντρων δυνάμεων, με την επιδείνωση του εθνικισμού και της ισλαμοφοβίας στις κοινωνίες μας. Δεν είχαμε, με δυο λόγια, ακόμα αναγνωρίσει πόσο σημαντική θα ήταν η συνεργασία μας με τον Αραβικό κόσμο για την αντιμετώπιση των σύγχρονων προκλήσεων και κρίσεων, που επηρεάζουν την Ευρώπη γεωπολιτικά, αλλά και κοινωνικά.
Σήμερα, λοιπόν, η συνεργασία με τις Χώρες της Βόρειας Αφρικής και της Μέσης Ανατολής, θεωρείται από όλους -και το τονίζω το «από όλους»- απαραίτητη για το μέλλον της Ε.Ε. και τον διεθνή της ρόλο.
Η Σύνοδος Ε.Ε. – Αραβικού Συνδέσμου που θα λάβει χώρα στην Αίγυπτο, το επόμενο διάστημα, θεωρείται εφαλτήριο για την περαιτέρω ανάπτυξη αυτού του πολυεπίπεδου ευρω-αραβικού διαλόγου, που χρειαζόμαστε σήμερα πιο πολύ από ποτέ. Ενώ, ο ενεργειακός χάρτης, αλλά και τα δίκτυα μεταφορών, αλλάζουν -και βεβαίως με τον ρόλο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων να αναπτύσσονται ραγδαία – αυτός ο διάλογος, αντιλαμβάνεστε, ότι έχει ιδιαίτερη σημασία για μια σειρά από σημαντικές πτυχές: οικονομική ανάπτυξη και ενεργειακή συνεργασία, ασφάλεια, σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή.
Κυρίες και κύριοι, σε αυτή, λοιπόν, την περίοδο καθίσταται σαφές ότι Ευρώπη και Αραβικός κόσμος επιβάλλεται να συνεργαστούμε ακόμη στενότερα.
Καλωσορίζω, λοιπόν, το υψηλό επίπεδο εκπροσώπησης από τις περιοχές, όχι μόνο του Αραβικού κόσμου, αλλά και από την ευρύτερη περιοχή, ιδιαίτερα από τα Βαλκάνια. Και είμαι βέβαιος ότι η σημερινή μας συνάντηση θα είναι μια από τις μεγάλες ευκαιρίες που έχουμε για να εμβαθύνουμε ακόμη περισσότερο τη συνεργασία μας στον οικονομικό τομέα, την ανάπτυξη της διασυνδεσιμότητας, αλλά, βεβαίως, τη συνεργασία μας και σε διπλωματικό επίπεδο.
Και επιτρέψτε μου να πω δυο λόγια και για αυτό το τελευταίο, το διπλωματικό επίπεδο. Η Ε.Ε. μπορεί να αναβαθμίσει τον διεθνή της ρόλο, μόνο αν συνεργαστεί με τον Αραβικό κόσμο για την ειρήνη και τη σταθερότητα. Με αποφασιστικότητα, αλλά πάντα στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και μαθαίνοντας από τα λάθη της. Μαθαίνοντας από τα λάθη του παρελθόντος, που πολλές φορές αδίκησαν χώρες και δυνάμεις του ευρύτερου Αραβικού κόσμου.
Η Ε.Ε. πρέπει να υποστηρίξει –και θέλω να είμαι σαφής σε αυτό και θέλω να στείλω και ένα μήνυμα σήμερα εδώ- την ταχεία επανέναρξη αξιόπιστων συνομιλιών για το Παλαιστινιακό, με στόχο μια δίκαιη λύση στη βάση δύο κρατών που θα συνυπάρχουν με ασφάλεια. Με την ίδρυση ενός ανεξάρτητου, βιώσιμου Παλαιστινιακού κράτους επί τη βάσει των συνόρων του 1967 και με πρωτεύουσα την Ανατολική Ιερουσαλήμ.
Οφείλουμε, επίσης, να συνεργαστούμε στενά για τη Συρία, με στόχο μια πολιτική λύση, στη βάση ενός συμμετοχικού πολιτικού διαλόγου, υπό την αιγίδα του ΟΗΕ, επιδιώκοντας παράλληλα την ταχεία έναρξη των προσπαθειών για σταθεροποίηση και ανοικοδόμηση της χώρας, δημιουργώντας τις συνθήκες για επιστροφή των προσφύγων και των εσωτερικά εκτοπισμένων.
Οφείλουμε, επίσης, να συνεργαστούμε στη Λιβύη, με γνώμονα την σταθεροποίηση της χώρας, επί τη βάσει του σχεδίου δράσης του ειδικού εκπροσώπου του ΟΗΕ και με στόχο μία πολιτική και συμπεριληπτική λύση.
Παράλληλα, πιστεύω ότι επιβάλλεται όλοι να αγωνιστούμε για τη διατήρηση του θρησκευτικού και πολιτιστικού πλουραλισμού στη Μέση Ανατολή, γνωρίζοντας πόσο σημαντικό είναι αυτό, όχι μόνο για τις χώρες της Μέσης Ανατολής, αλλά συνολικότερα για την Ευρώπη. Και, βέβαια, γνωρίζοντας πόσο σημαντική είναι η προστασία του πλουραλισμού στην ίδια την Ευρώπη –στην οποία διαμένουν εκατομμύρια Άραβες- απέναντι, βεβαίως, στις δυστυχώς διαρκώς ενισχυόμενες, τα τελευταία χρόνια, φωνές ρατσιστικής και άκρας Δεξιάς ρητορικής, ισλαμοφοβίας επίσης, που δυστυχώς ενισχύονται στην Ευρώπη.
Με αυτές τις σκέψεις, αγαπητοί φίλοι, να επαναλάβω ότι σημερινή Διάσκεψη είναι μια κρίσιμη Διάσκεψη, καθώς πραγματοποιείται σε ένα κρίσιμο momentum, σε μια στιγμή καμπής, αλλά και σημαντικής δυναμικής –θα έλεγα- για τις ευρω-αραβικές και ελληνο-αραβικές σχέσεις, αλλά και σε ένα κρίσιμο momentum και για την Ελλάδα, σε μια στιγμή καμπής και ιδιαίτερης δυναμικής για την Ελλάδα που εξέρχεται από μια πολυετή κρίση, αλλά εξέρχεται πιο αισιόδοξη και πιο δυνατή.
Η Ελλάδα, άλλωστε, ήταν πάντοτε σταυροδρόμι πολιτισμών και γέφυρα ανάμεσα στην Ευρώπη και τον Αραβικό κόσμο. Και σε αυτήν την πορεία θα συνεχίσει, ως πυλώνας σταθερότητας και ασφάλειας, ως κόμβος οικονομικής συνεργασίας και πολιτιστικών συναλλαγών, αλλά και ως κέντρο διπλωματικού και επιστημονικού διαλόγου για το μέλλον της περιοχής.
Με αυτό, λοιπόν, το όραμα, για ένα μέλλον ειρήνης, συνεργασίας και συνανάπτυξης στην περιοχή μας, φιλοξενούμε και την 3η Ευρω-αραβική Διάσκεψη, έχοντας πλέον την ελπίδα ότι θα αποτελέσει έναν θεσμό, που θα εξελιχθεί ακόμη περαιτέρω τα επόμενα χρόνια.
Σας ευχαριστώ, λοιπόν, θερμά για τη συμμετοχή και την παρουσία σας εδώ και εύχομαι καλή επιτυχία στις εργασίες της Συνόδου.
Σας ευχαριστώ πολύ.