Λίγο μετά την ολοκλήρωση των δημοτικών και περιφερειακών εκλογών της 8ης και της 15ης Οκτωβρίου (δεύτερος γύρος), αξίζει να σταθούμε σε ένα ιδιαίτερα πρωτότυπο πόνημα του καθηγητή Νικόλαου Κομνηνού – Χλέπα που εν προκειμένω φέρει τον τίτλο ‘Ο Δήμαρχος’ και έχει ως υπότιτλο ‘Ο Δήμαρχος ως αιρετός ηγέτης’.
Καλόπιστα κάποιος αναγνώστης μπορεί να αναρωτηθεί: Γιατί αυτό το βιβλίο μπορεί να θεωρηθεί πρωτότυπο; Σπεύδουμε να απαντήσουμε λέγοντας πως μπορεί να θεωρηθεί αρκούντως πρωτότυπο διότι είναι λίγοι όλοι όσοι έχουν καταπιαστεί και μάλιστα επισταμένως με το αξίωμα (ας μην πούμε τον ‘θεσμό’) του δημάρχου.
Ο Νικόλαος Κομνηνός-Χλέπας, εκ των πλέον εμβριθών μελετητών του θεσμού της Τοπικής Αυτοδιοίκησης εν Ελλάδι, διαθέτει το επιστημονικό υπόβαθρο που του επιτρέπει να εμβαθύνει στα χαρακτηριστικά του δημαρχιακού αξιώματος, εκκινώντας μάλιστα από ένα πλαίσιο οιονεί προεκλογικό.
Δηλαδή, τα κριτήρια με τα οποία επιλέγεται κάποιος πολίτης ώστε να διεκδικήσει τον δήμο για λογαριασμό κάποιου συνδυασμού. Ώστε να καταστεί υποψήφιος δήμαρχος και, σε ένα δεύτερο επίπεδο, να αποκτήσει, μετεκλογικά πια, ιδιότητα: Είτε αυτή του δημάρχου, είτε αυτή του επικεφαλής της μείζονος αντιπολίτευσης, είτε αυτή του απλού επικεφαλής παράταξης της αντιπολίτευσης.[1]
Η ιδιαιτερότητα της συγκεκριμένης έκδοσης έγκειται στο ότι καθίσταται ολοκληρωμένη, παρά το γεγονός ότι ακόμη αναμένεται ο δεύτερος τόμος αυτής. Και τι σημαίνει ‘ολοκληρωμένη’; Σημαίνει πως προσφέρει στον ενδιαφερόμενο και όχι στον «επαρκή», σύμφωνα με την τυπολογική προσέγγιση του Iser, αναγνώστη, όλα όσα χρειάζεται να γνωρίζει για το συγκεκριμένο αιρετό αξίωμα.
Η διαπίστωση πως ακόμη και σήμερα, δεν γνωρίζουμε τόσα πολλά[2] για τον δήμαρχο και για τα καθήκοντα του, παρά την γλωσσική κατάχρηση του όρου ‘δήμαρχος,’ ενέχει μία δόση αληθείας. Υπό αυτό το πρίσμα, ακόμη και η κατάταξη των δημάρχων δεν ακολουθεί κάποια αυστηρά χρονολογικά κριτήρια, κριτήρια σχετικά με την παραγωγή έργου και το πόσο αποτελεσματικός είναι, αλλά, την δημοφιλία του.
Όσο μεγαλύτερος ο δήμος, τόσο πιο πιθανό είναι οι πολίτες να γνωρίσουν άμεσα το όνομα του δημάρχου και όμως, λιγότερο το πιθανό έργο του.
Άρα, η κατάταξη ακολουθεί μία σειρά τύπου ‘περισσότερο προβεβλημένος δήμαρχος’ (πλέον και περιφερειάρχης)-λιγότερο προβεβλημένος-καθόλου προβεβλημένος’. Η τελευταία κατηγορία αφορά πρωτίστως δήμους της περιφέρειας.
Και ακόμη, δήμους και του Λεκανοπεδίου της Αττικής που επισκιάζονται από την φήμη που αποκτά ο εκάστοτε δήμαρχος Αθηνών.[3] Δίχως να ‘θυσιάσει’ την επιστημονικότητα του, ο Νικόλαος Κομνηνός-Χλέπας λοιπόν, αναδεικνύει στην επιφάνεια τον ρόλο του δημάρχου, την βασική πηγή της νομιμοποίησης του (απευθείας εκλογή από τους δημότες), την συμβολή του αφενός μεν στην παραγωγή πολιτικής και αφετέρου δε στην μετατροπή ιδεών σε πολιτική, το ποιες είναι οι ηγετικές του δεξιότητες,[4] και πως κάνει χρήση αυτών προκειμένου και να συντονίσει και να λάβει το καλύτερο δυνατό από τους συνεργάτες.
Αν ‘θυσιάζει’ κάτι ο συγγραφέας της μελέτης περί δημάρχου και δημάρχων, είναι η ιστορική αναδρομή (δεν εκλείπουν βεβαίως αναφορές στο πως ξεκίνησε ο ‘θεσμός’), χάριν της συγκριτικής προσέγγισης η οποία προσδίδει στην μελέτη του το εύρος και παράλληλα βάθος.
Ο εγχώριος ‘θεσμός’ συγκρίνεται με τον αντίστοιχο σε χώρες της Ευρώπης, με αποτέλεσμα να προκύπτουν αποτελέσματα τα οποία θα μπορούσαν να αξιοποιήσουν και ερευνητικοί φορείς και εν ενεργεία δήμαρχοι[5] και όλοι όσοι θα ήθελαν να ασχοληθούν με την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Ταυτόχρονα, ο συγγραφέας στο ογκώδες πόνημα του, δίχως να κουράζει με παράθεση αριθμών (ο συγγραφέας δεν είναι ‘αριθμολάτρης’) και ημερομηνιών διερευνά την αλληλεπίδραση δημάρχων και πολιτικού[6]-διοικητικού συστήματος, όπως επίσης και τις συμμαχίες και δη τις πολιτικές-αυτοδιοικητικές συμμαχίες που μπορεί να συνάψει, όχι μόνο με μέλη της δικής του παράταξης, αλλά και με μέλη άλλων παρατάξεων, πράγμα που είδαμε να συμβαίνει σε μεγάλο βαθμό μετά τις δημοτικές-περιφερειακές εκλογές του 2019, λόγω του εκλογικού συστήματος της απλής αναλογικής. Οι πρώτοι και κυριότεροι σύμμαχοι ενός δημάρχου είναι οι αντιδήμαρχοι.
Δήμαρχοι και αντιδήμαρχοι, από κοινού συγκροτούν μία επιμέρους ‘ομάδα’ εύκολα αναγνωρίσιμη, η οποία βέβαια, για να καταστεί πλήρως λειτουργική και αποτελεσματική, πρέπει να στηριχθεί στην καλή και ποιοτική εργασία των δημοτικών συμβούλων.
O καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, στηριζόμενος και στη διαθέσιμη βιβλιογραφία, αποδίδει ιδιαίτερη βαρύτητα στο αν τελικά το «αξίωμα προορίζεται για λίγους» (διαφωνούμε με μία τέτοια οικονομίστικη άποψη), θέτοντας επί τάπητος και το ποια μπορεί να είναι η συμβολή του στην εμβάθυνση της δημοκρατίας.
Κοντολογίς το πόνημα αυτό διαβάζεται με την ευχαρίστηση που αποκομίζει κάποιος αναγνώστης όταν αντιλαμβάνεται ότι εμπλουτίζει τις γνώσεις του, και διατηρεί την επικαιρότητα του (άλλωστε, 18 χρόνια δεν είναι και τόσο μεγάλο χρονικό διάστημα/Άλλωστε, οι αλλαγές που έγιναν δεν ήσαν τόσο δραστικές ) σκιαγραφώντας ένα αξίωμα που δεν επιδρά μόνο στην ποιότητα ζωής, αλλά, ακόμη και στη διαμόρφωση των πολιτικών επιλογών ενός δημότη ή πολίτη. Επίσης, συνιστά το κατάλληλο έναυσμα για περαιτέρω μελέτη του θέματος.[7]