ΝΔ: Σχολιασμός των τελευταίων εξελίξεων της επικαιρότητας

Σχολιασμός της τρέχουσας επικαιρότητας

 Α. Άρθρο 16

Είναι κομβικής σημασίας η αναθεώρηση του άρθρου 16 καθώς η Ελλάδα δεν μπορεί να χάσει άλλη μία δεκαετία, παραμένοντας η μοναδική χώρα στον κόσμο που δεν επιτρέπει τη λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων. Η Ελλάδα μπορεί και πρέπει να γίνει ένα περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο σε όλη τη Μεσόγειο που θα προσελκύσει χιλιάδες ξένους φοιτητές -δηλαδή ξένα κεφάλαια- και βέβαια θα συγκρατήσει και πολλούς από τους νέους Έλληνες φοιτητές που φεύγουν στο εξωτερικό με τεράστιο κόστος για τις οικογένειές τους. Παράλληλα θα προσελκύσει και εκατοντάδες ερευνητές και καθηγητές που σήμερα δεν έχουν άλλη επιλογή από το να αναζητήσουν το μέλλον τους στο εξωτερικό. Η Ελλάδα έχει όλα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα που θα την καθιστούσαν ένα σημαντικό περιφερειακό εκπαιδευτικό κέντρο. Η Κύπρος το πέτυχε μέσα σε λίγα χρόνια, χωρίς η ανάπτυξη της ιδιωτικής εκπαίδευσης να λειτουργήσει εις βάρος της δημόσιας-το αντίθετο συνέβη.

O ΣΥΡΙΖΑ ψευδώς υποστηρίζει πως κάτι τέτοιο θα ρίξει την ποιότητα των δημόσιων πανεπιστημίων. Η πραγματικότητα είναι ότι τα ιδιωτικά μη κερδοσκοπικά πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν θα παρέχουν -όπως άλλωστε συμβαίνει και στο εξωτερικό- ένα πλέγμα υποτροφιών για τους φοιτητές εκείνους που δεν θα έχουν τη δυνατότητα να πληρώσουν τα δίδακτρα που ζητούνται. Ο κ. Μητσοτάκης ανέφερε χθες χαρακτηριστικά το παράδειγμα του δισεκατομυριούχου Bloomberg ο οποίος έδωσε στο Πανεπιστήμιο Johns Hopkins το ιλλιγιώδες ποσό των 1,8 δισ. δολάρια προκειμένου κάθε υποψήφιος φοιτητής που πληροί τα ακαδημαϊκά κριτήρια για να μπει στο εν λόγω πανεπιστήμιο, να μην αντιμετωπίζει κανένα εμπόδιο λόγω της οικονομικής του κατάστασης. Γιατί να μην γίνει λοιπόν μία ανάλογη μεγάλη επένδυση από ένα από τα μεγάλα ιδρύματα που δραστηριοποιούνται στη χώρα και ήδη έχουν αποδείξει ότι μπορούν και θέλουν να βοηθήσουν;

Είναι, δε, τόσο παράλογη αυτή η στάση του ΣΥΡΙΖΑ που αυτό το ψευδοεπιχείρημα βρίσκεται σε πλήρη αντίφαση με έναν άλλον ισχυρισμό τους: ότι τα ιδιωτικά πανεπιστήμια που θα ιδρυθούν, θα είναι χαμηλού επιπέδου αφού οι φοιτητές θα πληρώνουν σε αυτά. Με απλά λόγια «θα αγοράζουν το πτυχίο». Στην πραγματικότητα δεν ισχύει τίποτε από τα δύο αφού τα πανεπιστήμια αυτά θα είναι μη κερδοσκοπικά -δεν θα υπάρχουν δηλ. ιδιοκτήτες οι οποίοι θα λαμβάνουν κάποιο μέρισμα- και αφετέρου θα ελέγχονται από μία ισχυρή δημόσια Ανεξάρτητη Αρχή.

Το άρθρο 16 είναι το αριστερό φύλο συκής που τους έχει απομείνει. Επειδή ακριβώς έχουν κάνει τα πάντα για να μείνουν στην καρέκλα -ψήφισαν δύο μνημόνια, εκχώρησαν στο υπερταμείο μέχρι και τα μνημεία της χώρας, συνεργάστηκαν με την ακροδεξιά του κ. Καμμένου για 4 χρόνια- χρειάζονται κάτι για να απευθυνθούν στο διαρκώς συρρικνούμενο αριστερό τους ακροατήριο. Αυτό είναι το άρθρο 16 και η παιδεία όπου επιχειρούν να κάνουν πράξη όλες τις ιδεοληψίες τους. Άλλωστε, στελέχη της νεότερης γενιάς του ΣΥΡΙΖΑ, όπως οι κ. Ηλιόπουλος και Αχτσιόγλου, οφείλουν την πολιτική τους ανέλιξη στο αλήστου μνήμης κίνημα του άρθρου 16 στην προηγούμενη αναθεώρηση του 2008. Αλλά η στάση του ΣΥΡΙΖΑ είναι και άκρως υποκριτική για τον απλούστατο λόγο ότι τουλάχιστον 41 βουλευτές του Σύριζα έχουν σπουδάσει σε πανεπιστήμια του εξωτερικού όπως και οι μισοί υπουργοί της σημερινής κυβέρνησης. Μάλιστα 5 υπουργοί του ΣΥΡΙΖΑ έχουν διδάξει και σε ιδιωτικά πανεπιστήμια. Επιπλέον δεκάδες βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ και ο ίδιος ο κ. Τσίπρας στέλνουν τα παιδιά τους σε ιδιωτικά σχολεία. Δεν είναι λοιπόν πέραν της ιδεοληψίας τους και άκρως υποκριτικό να επιμένουν;

Β. Συνταγματική αναθεώρηση

Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να αλλάξει την πολιτική ατζέντα από τα βάρη που φόρτωσε στους πολίτες. Στην πραγματικότητα, ο κ. Τσίπρας επιβεβαίωσε ότι δεν ενδιαφέρεται για το Σύνταγμα και την αλλαγή του. Η Αναθεώρηση έρχεται προς ψήφιση στην Ολομέλεια σε μόλις δύο συνεδριάσεις. Με άλλα λόγια, μέσα σε μερικές μόνο ώρες, οι βουλευτές καλούνται να συζητήσουν και να ψηφίσουν για μια Αναθεώρηση που θα έπρεπε να συνιστά την αφετηρία της θεσμικής επανεκκίνησης της χώρας.

 

Το πολιτικό σύστημα, τις τελευταίες δεκαετίες, είχε διαμορφώσει μια παράδοση να εκφεύγει η Αναθεώρηση των πολιτικών αντιπαραθέσεων και της κομματικής πόλωσης. Να αποτελεί ευκαιρία για έναν διάλογο με διαφωνίες μεν, αλλά που να εκφράζουν διαφορές αντιλήψεων, ουσίας και ιδεολογίας. Ο ΣΥΡΙΖΑ, όμως, που βλέπει παντού αντιπάλους τους οποίους επιχειρεί με κάθε τρόπο να πολεμήσει δεν σεβάστηκε ούτε αυτό το κεκτημένο. Αρχικά πρότεινε να τεθούν οι δικές του προτάσεις σε δημοψήφισμα, ενώ το άρθρο 110 του Συντάγματος ρητά το απαγορεύει. Κι έκτοτε επέμενε ότι θα πρέπει η σημερινή Βουλή όχι  μόνο να προτείνει τα προς αναθεώρηση άρθρα, αλλά να καθορίσει εκ των προτέρων και το περιεχόμενο το οποίο θα ψηφίσει η επόμενη Βουλή. Ενώ είναι απολύτως ξεκάθαρο – έχουν άλλωστε διατυπώσει δημοσίως αυτή τη θέση πλείστοι όσοι διακεκριμένοι συνταγματολόγοι- ότι αυτό είναι ζήτημα που καθορίζεται από την δεύτερη, την αναθεωρητική βουλή. Ο ΣΥΡΙΖΑ επιχειρεί να παραβιάσει ευθέως το πνεύμα και το γράμμα του Συντάγματος του 1975. Σύμφωνα με το οποίο, η πρώτη Βουλή προτείνει τα άρθρα που πρέπει να τροποποιηθούν, ενώ η επόμενη αναθεωρητική καθορίζει το ακριβές περιεχόμενό τους.

Να γνωρίζουν, δηλαδή, οι πολίτες πώς θέλει το νέο Σύνταγμα το κάθε κόμμα. Και, με την ψήφο τους να ορίζουν οι ίδιοι τις αλλαγές που επιθυμούν. Αυτό προβλέπει η συνταγματική τάξη και αυτό επιβάλλει η Δημοκρατία. Σε διαφορετική περίπτωση η συνταγματική αναθεώρηση θα ήταν ετεροβαρής εις βάρος της δεύτερης αναθεωρητικής βουλής. Γιατί, λοιπόν, ο κ. Τσίπρας αρνείται αυτό που προβλέπει ρητά το Σύνταγμα; Αυτό στο οποίο συμφωνούν όλοι οι συνταγματολόγοι; Και αυτό που, τελικά, επιτάσσει ο σεβασμός στη λαϊκή βούληση; Γιατί αρνείται να αποφασίζουν, επιτέλους, οι Έλληνες για όσα τους αφορούν; Είναι προφανές ότι οι πράξεις του καθορίζονται επί τη βάσει μικροκομματικών σκοπιμοτήτων και με το βλέμμα στην ήττα των επερχόμενων εκλογών.

Απέναντι στην ιδεοληπτική  πρόταση του ΣΥΡΙΖΑ, η ΝΔ θέτει στην κρίση του Κοινοβουλίου και του λαού μια προοδευτική δέσμη μεταρρυθμίσεων. Που θεραπεύουν τις παθολογίες του χθες, αντιμετωπίζουν τα ζητούμενα του σήμερα και που δημιουργούν συνθήκες  επανεκκίνησης για την Ελλάδα του αύριο. Οι προτάσεις αυτές κινούνται σε τρεις άξονες: 1ον . Την πολιτική ομαλότητα και την ισορροπία  των θεσμών, που εξασφαλίζουν τη συνέχεια και την εύρυθμη λειτουργία του κράτους και της Δημοκρατίας. Η χώρα χρειάζεται σήμερα μια λειτουργική δημοκρατία, πολιτική σταθερότητα, σεβασμό στη διάκριση των εξουσιών και κυρίως των έλεγχο της εκτελεστικής εξουσίας. 2ον. Την οικονομική σταθερότητα και την αναπτυξιακή προοπτική της χώρας, προσφέροντας σταθερό και ορθολογικό οικονομικό περιβάλλον στους πολίτες και στις επιχειρήσεις. Και 3ον. Την αλληλεγγύη στη βάση της κοινωνίας και την αξιοκρατία σε όλες τις βαθμίδες του κράτους. Ώστε όλοι οι Έλληνες να έχουν τις ίδιες ευκαιρίες προόδου. Και να απελευθερωθεί το σπουδαίο ανθρώπινο δυναμικό της χώρας.

Από την άλλη, αρκεί να δει, κανείς, ποια είναι τα κεφάλαια στα οποία ο ΣΥΡΙΖΑ αρνείται την οποιαδήποτε αλλαγή: Δημόσια Διοίκηση, Εκπαίδευση, Ανάπτυξη, Δικαιοσύνη, Δημοσιονομική Σταθερότητα, Περιβάλλον. Είναι οι τομείς, δηλαδή, στους οποίους ακριβώς χρειάζονται τολμηρές μεταρρυθμίσεις.  Μένουν όμως απ’ έξω από το στενό πλαίσιο των προτάσεων του ΣΥΡΙΖΑ. Και, βέβαια, δεν είναι τυχαίο ότι από τα 59 άρθρα που πρότεινε η ΝΔ προς αναθεώρηση, ο ΣΥΡΙΖΑ αποδέχτηκε μόνο τα δύο. Εκ των οποίων, μάλιστα, το ένα αφορά τα δικαιώματα των κοινοβουλευτικών μειοψηφιών, καθώς βλέπει  από σήμερα αυτά που τον περιμένουν αύριο.

Γ. Άρθρο 32

Έχει ιδιαίτερη σημασία η αναθεώρηση του άρθρου 32 τώρα που η κρίση συνεχίζεται και θα πρέπει με τις εκλογές να διασφαλισθεί η πολιτική σταθερότητα στη χώρα. Φαινόμενα εργαλειοποίησης της εκλογής του Προέδρου της Δημοκρατίας, όπως το 2014 με τον ΣΥΡΙΖΑ πρέπει οριστικώς να σταματήσουν. Και αυτό θα διασφαλιστεί μέσω της συνταγματικής αλλαγής στο άρθρο 32. Έτσι ώστε οικονομία και κοινωνία να απεξαρτηθούν από την ομηρία των κομματικών σκοπιμοτήτων.

O κ. Τσίπρας ήταν χθες τόσο απελπισμένος που ενέπλεξε με φαιδρό τρόπο στην κορυφαία κοινοβουλευτική συζήτηση τον κ. Παυλόπουλο. Η συζήτηση χθες αφορούσε την αναθεώρηση του Συντάγματος, η οποία προφανώς και υπερβαίνει τα πρόσωπα. Αλλά ήταν τέτοια η ένδεια επιχειρημάτων του κ. Τσίπρα που σκαρφίστηκε την τάχα πρόκληση για το αν η ΝΔ θα στηρίξει τον κ. Παυλόπουλο σε μία απέλπιδα προσπάθεια να αλλάξει την ατζέντα.

Η συζήτηση για τον πρόεδρο της Δημοκρατίας θα διεξαχθεί στην ώρα της. Δηλαδή σε ένα χρόνο από σήμερα. Όπως είπε ο κ. Μητσοτάκης έχει μια άριστη σχέση με τον κ. Παυλόπουλο που άλλωστε υπήρξε και κορυφαίο στέλεχος της παράταξής. Αλλά επειδή έκανε αυτήν την απρέπεια ο κ. Τσίπρας, θα είχε ενδιαφέρον σήμερα να απαντήσουν τα στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ σε δύο πολύ απλές ερωτήσεις. Αν όντως σέβονται και υπολείπτονται τον σημερινό πρόεδρος της Δημοκρατίας, γιατί δεν υιοθετούν και τις προτάσεις του όχι μόνον για το Σύνταγμα, αλλά ακόμη και για την εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας. Και το λέμε αυτό διότι ο κ. Παυλόπουλος έχει σε ανύποπτο χρόνο διαφωνήσει ριζικά τόσο με την καινοφανή άποψη του κ. Τσίπρα ο οποίος ισχυρίζεται ότι η αναθεωρητική βουλή δεσμεύεται και ως προς το περιεχόμενο των αναθεωρητέων άρθρων όσο και με τη θέση του ΣΥΡΙΖΑ ότι η εκλογή του προέδρου της Δημοκρατίας θα πρέπει να γίνεται απευθείας από τους πολίτες. Σε αυτές τις ξεκάθαρες απόψεις του τι απαντούν άραγε οι βουλευτές του ΣΥΡΙΖΑ που κατά τα άλλα δηλώνουν τον σεβασμό τους προς το πρόσωπό του κ.  Παυλόπουλου;

Ο κ. Τσίπρας χθες ομολόγησε όχι μόνον ότι η ΝΔ θα έχει την αυτοδυναμία τις επόμενες εκλογές, αλλά ότι μαζί με το ΚΙΝΑΛ θα έχουν και 180 ψήφους για να εκλέξουν νέο πρόεδρο, χωρίς να χρειάζεται καν η συνδρομή του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ίσως η πιο ηττοπαθής τοποθέτηση που έχει ακουστεί στο κοινοβούλιο από εν ενεργεία πρωθυπουργό εδώ και χρόνια.

Δεν πιστεύει κανείς πια σε τίποτα τον κ. Τσίπρα. Ούτε ακόμη και ότι θα ξαναστηρίξει την υποψηφιότητα Παυλόπουλου. Όχι μόνον γιατί ο άνθρωπος που θα έσκιζε τα μνημόνια διεκδικεί επάξια όχι το Νόμπελ, αλλά Όσκαρ υποκριτικής. Διότι έχει αποδείξει ήδη ότι δεν διστάζει να εργαλειοποιήσει ακόμη και το θεσμό του προέδρου της Δημοκρατίας στα μικροκομματικά του παιχνίδια. Ο κ. Τσίπρας το 2014 δεν πρότεινε καν πρόσωπο για την ύψιστη αυτή θέση. Οι δε αμφιταλαντεύσεις του σε πρόσωπα ακόμη και μετά την νίκη του ΣΥΡΙΖΑ στις εκλογές του 2015 κατέδειξε ότι όχι μόνον δεν σέβεται το ανώτατο πολιτειακό αξίωμα, αλλά το αντιμετωπίζει ως ένα ακόμη εργαλείο στο παιχνίδι της εξουσίας.

Προηγούμενο άρθροΕπιδότηση εργοδοτικών εισφορών για μισθωτούς έως 25 ετών
Επόμενο άρθροΕισαγωγική τοποθέτηση του Υπουργού Επικρατείας και Κυβερνητικού Εκπροσώπου, Δημήτρη Τζανακόπουλου, κατά την ενημέρωση των πολιτικών συντακτών