ΝΔ: Σχολιασμός των τελευταίων εξελίξεων της επικαιρότητας

Σχολιασμός της τρέχουσας επικαιρότητας

 Α. Κυβέρνηση μειοψηφίας

Όσα εκτυλίσσονται τις τελευταίες ώρες δεν έχουν πραγματικά προηγούμενο: Ένα γελοίο κρυφτούλι των κυβερνητικών εταίρων, με συναντήσεις και συνεντεύξεις να προαναγγέλλονται και μετά να αναβάλλονται ή να ακυρώνονται. Αυτό το κακόγουστο σόου δεν εξευτελίζει μόνο τους πρωταγωνιστές τους, τον κ. Τσίπρα και Καμμένο, αλλά συμπαρασύρει και τη χώρα σε μια κατάσταση τεράστιας αβεβαιότητας. Αβεβαιότητας που προκαλεί δραματικές συνέπειες στα εθνικά θέματα και την οικονομία, με αποκλειστική ευθύνη του κ. Τσίπρα. Όμως η χώρα χρειάζεται ισχυρή κυβέρνηση για να επαναφέρει τη σταθερότητα και την ασφάλεια. Αυτό που καταλαβαίνουν πλέον όλοι είναι ότι κάθε μέρα που παραμένει ο κ. Τσίπρας στην κυβέρνηση, ζημιώνεται ο τόπος.

H αποχώρηση του κ. Καμμένου που εξαγγέλθηκε, για άλλη μια φορά, μέσω νυχτερινών tweet συνεπάγεται την υποχρέωση του Πρωθυπουργού να έρθει άμεσα στη Βουλή και να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης. Η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν δόθηκε εν λευκώ στον κ. Τσίπρα. Τίθενται στον κ. Τσίπρα τα εξής ερωτήματα:

Ερώτημα πρώτο: Ο κ. Τζανακόπουλος στις 20 Ιουνίου προανήγγειλε ότι αν ο κ. Καμμένος αποσύρει τη στήριξή του από την κυβέρνηση, ο κ. Τσίπρας θα ζητήσει και θα λάβει νέα ψήφο εμπιστοσύνης από τη Βουλή. Ας πει ο κ. Τσίπρας τι έχει αλλάξει από τότε και ο εκπρόσωπός του μίλησε για κυβέρνηση ανοχής, κυβέρνηση μειοψηφίας δηλαδή.

Ερώτημα δεύτερο: Ο κ. Τσίπρας φέρεται να είπε στην Πολιτική Γραμματεία του ΣΥΡΙΖΑ ότι ακόμα και αν φύγουν οι ΑΝΕΛ από την κυβέρνηση διαθέτει μια νέα πλειοψηφία τουλάχιστον 151 βουλευτών. Ας πει λοιπόν στους πολίτες ποιοι είναι αυτοί οι πρόθυμοι βουλευτές από άλλα κόμματα που είναι τώρα στην αντιπολίτευση. Ώστε να κρίνουν οι πολίτες με ποια κίνητρα οι βουλευτές αυτοί εκδηλώνουν 4 χρόνια μετά την προθυμία τους να στηρίξουν την κυβέρνηση.

Η Ν.Δ. έχει όλα τα πολιτικά και θεσμικά όπλα στο τραπέζι, μεταξύ των οποίων βεβαίως βρίσκεται και η πρόταση δυσπιστίας. Και να μην έχει αμφιβολία κανείς ότι θα πράξει ό,τι πρέπει όταν πρέπει. Η Ν.Δ. είχε καταθέσει ξανά πρόταση δυσπιστίας στα μέσα Ιουνίου. Τότε που ο κ. Καμμένος την καταψήφισε, δίνοντας έτσι στον κ. Κοτζιά και τον κ. Τσίπρα το στυλό για να υπογράψουν την εθνικά επιζήμια Συμφωνία των Πρεσπών. Τότε λοιπόν έπρεπε να είχε αποχωρήσει ο κ. Καμμένος, και όχι τώρα σε μια δήθεν ηρωική έξοδο.

Ο κ. Τσίπρας πήρε εντολή σχηματισμού Κυβέρνησης συνασπισμού διαβεβαιώνοντας τον ΠτΔ ότι η Κυβέρνησή του θα έχει την εμπιστοσύνη και ενός ακόμη κόμματος, των ΑΝΕΛ. Από την στιγμή λοιπόν που οι ΑΝΕΛ αποχωρήσουν, παύει να ισχύει η εντολή, παύει να υπάρχει η συγκεκριμένη Κυβέρνηση. Έτσι ο κ. Τσίπρας δύο επιλογές έχει μόνο: ή θα προσέλθει στη Βουλή και θα ζητήσει και θα πάρει νέα ψήφο εμπιστοσύνης, όπως είχε δεσμευθεί το καλοκαίρι, για να φανεί πόσοι και ποιοι τον στηρίζουν, ή θα κάνει εκλογές. Αυτές είναι οι επιλογές του κ. Τσίπρα.

Δεν νοείται με κυβέρνηση μειοψηφίας να παίρνει αποφάσεις και να δεσμεύει τη χώρα και τις επόμενες κυβερνήσεις. Κυβέρνηση μειοψηφίας δεν υπήρξε ποτέ στη Μεταπολίτευση και δεν νοείται να υπάρξει και τώρα. Αλλά και για να επιβεβαιωθεί απλώς ότι υπάρχει ακόμη μια κυβέρνηση ανοχής, αυτό πρέπει να προκύψει μέσα από ψηφοφορία στη Βουλή. Διότι ούτε η κυβέρνηση ανοχής δεν μπορεί να είναι τεκμαιρόμενη. Για λόγους στοιχειώδους θεσμικής τάξης ο κ. Τσίπρας έχει υποχρέωση αμέσως να ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης και να συνειδητοποιήσει ότι η εντολή σχηματισμού κυβέρνησης δεν του δόθηκε εν λευκώ, αλλά γιατί διέθετε ως τώρα τη στήριξη ενός άλλου κόμματος.

Β. Για τη συμφωνία των Πρεσπών

Η διαφωνία της Ν.Δ. με τη συμφωνία των Πρεσπών αφορά πρωτίστως το ίδιο το κείμενο της συμφωνίας. Η στάση της παραμένει αρνητική καθώς αυτό υπαγορεύει το εθνικό συμφέρον. Η Νέα Δημοκρατία δεν θα συνηγορήσει στην εκχώρηση της “μακεδονικής” γλώσσας και ταυτότητας στους πολίτες της γειτονικής χώρας. Στην πραγματικότητα ο κ. Τσίπρας αποδέχθηκε αυτό που δεν αποδέχτηκαν πρωθυπουργοί δεκαετίες τώρα. Και αυτός είναι ο λόγος για τον οποίο η Ν.Δ. δεν θα επικυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ούτε στην παρούσα, ούτε στην επόμενη Βουλή.

Το κείμενο της Συμφωνίας των Πρεσπών μιλάει για ταυτόχρονη διαδικασία, είναι λοιπόν σαφές ότι είναι απολύτως συνδεδεμένη με το πρωτόκολλο ένταξης στο ΝΑΤΟ. Όπως λοιπόν η Νέα Δημοκρατία δεν θα ψηφίσει τη Συμφωνία των Πρεσπών, έτσι εξυπακούεται ότι δεν θα υπερψηφίσει και το τυπικό παρακολούθημα της που είναι το πρωτόκολλο. Σημασία δεν έχει το πρωτόκολλο, αλλά η Συμφωνία. Η κ. Μέρκελ γνωρίζει τις θέσεις της Ν.Δ. για το θέμα των Σκοπίων και ο κ. Μητσοτάκης θα επαναλάβει τις θέσεις αυτές στη συνάντηση που θα έχουν. Η Ν.Δ. δεν θα επικυρώσει τη Συμφωνία των Πρεσπών ούτε στην παρούσα, ούτε στην επόμενη Βουλή, στην οποία θα διαθέτει την πλειοψηφία. Ο κ. Μητσοτάκης ό,τι λέει δημόσια, το λέει και στις κατ’ ιδίαν συζητήσεις.

Γ. Οικονομία

Η χώρα δεν έχει επιστρέψει στην κανονικότητα, αφού η ανταγωνιστικότητά της υποχωρεί, το κόστος δανεισμού από τις διεθνείς αγορές είναι υψηλό, το ιδιωτικό χρέος διογκώνεται, το Χρηματιστήριο έχει καταρρεύσει, οι καταθέσεις δεν έχουν επιστρέψει με ουσιαστικό τρόπο στο τραπεζικό σύστημα, η πιστωτική συρρίκνωση συνεχίζεται, το κράτος διευρύνεται. Επίσης, η κυβέρνηση δεν φρόντισε να θωρακίσει την ελληνική οικονομία και να αποκαταστήσει την εμπιστοσύνη στις διεθνείς αγορές. Δεν εφάρμοσε τις απαιτούμενες ιδιωτικοποιήσεις, δεν εξάλειψε τα capital controls, δεν ενέταξε τη χώρα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης. Εάν δεν είχαν γίνει όλα τα παραπάνω εξαιτίας της ανικανότητας και των ιδεοληπτικών αγκυλώσεων της κυβέρνησης το επιτόκιο δανεισμού και τα spreads θα ήταν χαμηλότερα και λιγότερο ευμετάβλητα, όπως συμβαίνει σε άλλες χώρες. Δυστυχώς όμως αυτό, σήμερα δεν ισχύει καθώς η ελληνική οικονομία παραμένει ασταθής και ευάλωτη με αποκλειστική ευθύνη των ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ.

Η αλήθεια είναι ότι το ταμειακό απόθεμα δημιουργήθηκε με λάθος τρόπο, «στραγγαλίζοντας» την πραγματική οικονομία. Η Κυβέρνηση χρησιμοποίησε τις «κουτσουρεμένες δόσεις» του δανείου, υπερφορολόγησε τους πολίτες, κήρυξε εσωτερική στάση πληρωμών και κατέφυγε σε υπέρμετρο και σχετικά ακριβό εσωτερικό δανεισμό «σκουπίζοντας» την όποια ρευστότητα, αντί να διεκδικήσει τους αναξιοποίητους και χαμηλού κόστους πόρους του δανείου, ύψους έως 24 δισ. ευρώ. Στην περίπτωση που το απόθεμα αυτό χρησιμοποιηθεί αναμένοντας το πότε και αν θα υποχωρήσουν τα επιτόκια των ομολόγων, τότε θα σταλεί μήνυμα ανησυχίας στις αγορές που θα οδηγήσει σε αύξηση των ήδη υψηλών επιτοκίων, συμπαρασύροντας προς τα πάνω, ακόμη περισσότερο, το κόστος δανεισμού του ιδιωτικού τομέα, τόσο των επιχειρήσεων όσο και των τραπεζών, για τον οποίο η Κυβέρνηση, επίμονα, αδιαφορεί. Ενώ και η παρατεταμένη αποχή από τις αγορές – σημειώνεται ότι έχει παρέλθει ήδη σχεδόν ένα έτος από την τελευταία έξοδο και σχεδόν 5 μήνες από τη λήξη του προγράμματος- διαβρώνει την επενδυτική εμπιστοσύνη, όπως επισημαίνει και η Ευρωπαϊκή Επιτροπή στην έκθεση ενισχυμένης εποπτείας.

 

Προηγούμενο άρθροΣύγκληση του Περιφερειακού Συμβουλίου Κεντρικής Μακεδονίας σε τακτική συνεδρίαση τη Δευτέρα 14 Ιανουαρίου 2019
Επόμενο άρθροΠαύλος Χρηστίδης: Η χώρα πρέπει να αλλάξει σελίδα με εκλογές όσο πιο γρήγορα γίνεται