Με την κλιματική αλλαγή να αφήνει όλο και πιο έντονα πλέον το αποτύπωμά της στις αγροτικές καλλιέργειες στην Ελλάδα και με τους ανθρώπους του πρωτογενούς τομέα να κοιτούν σαστισμένοι τις καταστροφές, αφού όταν χρειάζονται βροχή έχουν ξηρασία και το αντίστροφο, το ΑΠΕ-ΜΠΕ ζήτησε και πήρε τη θέση τριών επιστημόνων που ειδικεύονται στους τομείς των λαχανοκομίας, αμπέλου και δενδροκομίας. Κοινή θέση και των τριών αποτελεί ότι απαιτείται εγρήγορση, λήψη μέτρων και εκπαίδευση των ανθρώπων που ασχολούνται με τη γη, ώστε να μπορούν να αντεπεξέρχονται επιτυχώς στα νέα δεδομένα που επιφέρει η αλλαγή του κλίματος.
Τυχόν αδράνεια θα οδηγήσει την ελληνική λαχανοκομία σε πλήρες αδιέξοδο
Η αδράνεια στην αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής θα επιφέρει ακόμη μεγαλύτερο πλήγμα στην ελληνική λαχανοκομία και θα την οδηγήσει σε πλήρες αδιέξοδο, τόνισε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής λαχανοκομίας του Τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ, Αναστάσιος Σ. Σιώμος.
Σημείωσε ότι εάν η περαιτέρω αύξηση της θερμοκρασίας ξεπεράσει τους 1,5 ºC, τότε πολλά εδάφη της Ν. Ευρώπης στην περιοχή της Μεσογείου θα κινδυνεύσουν με ξηρασία και ερημοποίηση και πρόσθεσε πως εκτιμάται ότι θα προκύψουν σημαντικές μεταβολές και στην κατανομή των βροχοπτώσεων, τη συχνότητα και τη σφοδρότητα των καταιγίδων.
Για την Ελλάδα στο τέλος του 21ου αιώνα, με βάση το πλέον ακραίο σενάριο, αναμένεται αύξηση της θερμοκρασίας κατά 4,5 ºC, μείωση των βροχοπτώσεων κατά 19%, υποχώρηση της ετήσιας νεφοκάλυψης κατά 16%, αύξηση της προσπίπτουσας ηλιακής ακτινοβολίας κατά 4,5 W/m2 και αύξηση της έντασης των ανέμων κατά 10%, σε σχέση με τη δεκαετία 1991-2000.
Η αναμενόμενη αυτή αύξηση της θερμοκρασίας, κατά τον κ. Σιώμο, θα προκαλέσει μείωση του αριθμού ημερών με παγετό κατά 40 ημέρες, αύξηση του αριθμού ημερών με ελάχιστη θερμοκρασία >20 ºC κατά 50 ημέρες, καθώς και αύξηση του αριθμού ημερών με θερμοκρασίες >35 ºC κατά 40 ημέρες. Στις ακραίες τιμές βροχόπτωσης αναμένεται αύξηση τόσο του κινδύνου πλημμυρών κατά 30%, όσο και στη διάρκεια της ξηρής περιόδου κατά 20 επιπλέον ημέρες ξηρασίας.
Στη λαχανοκομία ειδικότερα, οι επιπτώσεις αναμένεται να είναι ιδιαίτερα σημαντικές και δεν θα περιορίζονται μόνο σε εκείνες που περιγράφονται από την Επιτροπή Μελέτης Επιπτώσεων Κλιματικής Αλλαγής (ΕΜΕΚΑ) στην απλουστευμένη διαπίστωσή της, σύμφωνα με την οποία, η καλλιέργεια κηπευτικών θα μετατοπιστεί βορειότερα και η καλλιεργητική περίοδος θα είναι μεγαλύτερη σε σχέση με σήμερα, λόγω των ηπιότερων-θερμότερων χειμώνων, με αποτέλεσμα την αύξηση της παραγωγής.
Στο πλαίσιο αυτό, ο κ. Σιώμος επισήμανε ότι στις περισσότερες λαχανοκομικές καλλιέργειες αναμένεται αρνητική επίδραση, εκτός από την απόδοση, και στην ποιότητα των παραγόμενων προϊόντων. Επιπλέον αναμένονται μεγάλες διακυμάνσεις στις αποδόσεις ανά έτος, καθώς και αλλαγές σε μικρό ή μεγάλο βαθμό στην παραγωγική τους διαδικασία αλλά και στη ζήτηση των προϊόντων από τον καταναλωτή. «Σημαντικές επίσης αναμένεται να είναι και οι οικονομικές συνέπειες των επιπτώσεων αυτών, καθώς θα απαιτηθούν σημαντικά ποσά με τη μορφή αποζημιώσεων ή ενισχύσεων, για την προσαρμογή στις νέες συνθήκες και την κάλυψη των ζημιών» υπογράμμισε.
Αναφερόμενος στις συνέπειες που ήδη διαπιστώθηκαν τα τελευταία χρόνια σε πολλές λαχανοκομικές καλλιέργειες (σπαράγγι, κρεμμύδι, φασόλι, μπρόκολο, κουνουπίδι, λάχανο, τομάτα, πιπεριά, αγγούρι, καρπούζι, πεπόνι, πατάτα), τόνισε ότι στην πλειονότητά τους ήταν αρνητικές για την παραγωγική διαδικασία, όπως αυτή εφαρμόζεται σήμερα.
Οι επιπτώσεις στη ζήτηση των προϊόντων και οι προτεινόμενες δράσεις
Κατά τον κ.Σιώμο, ένα πολύ σημαντικό θέμα είναι και οι ενδεχόμενες επιπτώσεις που μπορεί να έχει η κλιματική αλλαγή στη ζήτηση των προϊόντων από τον καταναλωτή. Η ΕΜΕΚΑ, σε παλαιότερη έκθεσή της, χαρακτηρίζει την αναγκαιότητα δράσης κατά της κλιματικής αλλαγής ως επιτακτική και σε περίπτωση ανυπαρξίας δράσης αποτιμά το συνολικό σωρευτικό κόστος για την ελληνική οικονομία έως το τέλος του αιώνα στα 701 δισ. ευρώ (σε σταθερές τιμές του 2008) και σε μείωση του ΑΕΠ κατά 6% σε ετήσια βάση.
Οι προτεινόμενες δράσεις, κατά τον καθηγητή του ΑΠΘ, περιλαμβάνουν την ενίσχυση της έρευνας με στόχο την κατανόηση των μηχανισμών συμπεριφοράς των καλλιεργούμενων φυτών και των ζιζανίων στις επερχόμενες κλιματικές αλλαγές, τη δημιουργία νέων ποικιλιών προσαρμοσμένων στις συνθήκες κλιματικής αλλαγής, με αξιοποίηση του εγχώριου γενετικού υλικού, την επιλογή των καλλιεργούμενων ειδών σε κάθε περιοχή, την αλλαγή του χρονοδιαγράμματος των καλλιεργειών και των καλλιεργητικών φροντίδων (λίπανση, άρδευση, φυτοπροστασία). Επιπλέον, για τη διαχείριση των κινδύνων από καταστροφές, προτείνονται η προσαρμογή της ασφάλισης της γεωργικής παραγωγής και η επέκτασή της σε κινδύνους που δεν καλύπτονται σήμερα.
Στη λαχανοκομία ειδικότερα, «είναι δεδομένο πως όχι απλά δεν έχει υπάρξει μια ερευνητική προσπάθεια για την παροχή προτάσεων προσαρμογής, αλλά και ότι η ίδια η έρευνα για τις επιπτώσεις είναι ανύπαρκτη στην Ελλάδα» σημείωσε ο κ. Σιώμος.
Η καλλιέργεια των λαχανοκομικών ειδών στην Ελλάδα κατά την τελευταία 35ετία καταγράφει σταθερά φθίνουσα πορεία (από 1.788.000 στρέμματα μειώθηκε στα 1.311.000 στρ.) και αρκετοί παραγωγοί την εγκαταλείπουν (προσωρινά ή μόνιμα) υπό το βάρος των εξαιρετικά δυσμενών συνθηκών αγοράς. «Είναι βέβαιο πως, κατά τα αμέσως προσεχή έτη, η λαχανοκομία θα κληθεί να αντιμετωπίσει και πολλές ακόμα νέες προκλήσεις, στις οποίες αναμένεται να προστεθεί -αν δεν έχει ήδη προστεθεί- και η κλιματική αλλαγή» κατέληξε ο κ. Σιώμος.
Μπορούν να μετριαστούν πολλά προβλήματα της κλιματικής αλλαγής στη δενδροκομία
Τη θέση τού ότι πολλά από τα προβλήματα της κλιματικής αλλαγής μπορούν να μετριαστούν με την αύξηση της παραγωγής και διατήρησης επί ή εντός του εδάφους του δενδρώνα οργανικής ουσίας σε όποια μορφή είναι αυτό δυνατό, διατύπωσε μιλώντας στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής Δενδροκομίας στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, Γεώργιος Νάνος.
«Η ανάπτυξη των ζιζανίων στους διαδρόμους των δενδρώνων, η φύτευση καλλιεργειών για παραγωγή βιομάζας ή και δέσμευση αζώτου στους διαδρόμους (χλωρή λίπανση), ο τεμαχισμός των κλαδευτικών εντός του δενδρώνα, η μη αναμόχλευση του εδάφους, έχουν σαν αποτέλεσμα την αύξηση της οργανικής ουσίας στο έδαφος, τη μείωση της διάβρωσης (από τα ακραία καιρικά φαινόμενα), την αύξηση της διήθησης των βρόχινου νερού (αποφυγή πλημμυρών), διατήρηση περισσότερου βρόχινου νερού διαθέσιμου για τα καλλιεργούμενα και μη φυτά, αλλά κύρια διατήρηση και βελτίωση της υγείας των ριζών και, συνολικά, του δέντρου, άρα και της αντοχής του στις καταπονήσεις, με αποτέλεσμα τη βελτίωση της παραγωγικότητας του δενδρώνα» επισήμανε ο κ. Νάνος.
Τόνισε ότι η ορθή εφαρμογή των καλλιεργητικών τεχνικών, βοηθά σε ένα σημείο στην αύξηση της αντοχής των φυτών «επομένως και στον μετριασμό των απωλειών παραγωγής» και πρόσθεσε ότι «η διαχείριση των ζιζανίων μπορεί να μετριάσει τη θερμοκρασία του δενδρώνα, αλλά αυτά απαιτούν νερό». Έτσι, όπως είπε, το έντονο κλάδεμα μειώνει τις ανάγκες σε νερό και φυτοπροστασία, αλλά μειώνει και την παραγωγικότητα του δενδρώνα (βιομάζα για δέσμευση διοξειδίου του άνθρακα και καρπούς για πώληση) και αυξάνει τα ηλιοκαύματα στο φυτό.
«Σίγουρα, η ορθή λίπανση κάνει τα δέντρα πιο ανθεκτικά στις καταπονήσεις και πιο παραγωγικά σε καρπό. Αυτή περιλαμβάνει μείωση του διαθέσιμου αζώτου, καλύτερη (σε ποσότητα, μορφή και τρόπο εφαρμογής) θρέψη με φώσφορο, κάλιο, μαγνήσιο και, μάλλον το σημαντικότερο, ασβέστιο» υπογράμμισε και πρόσθεσε: «Δεν παρουσιάστηκε πουθενά η οικονομικότητα της κάθε καλλιέργειας που αλλάζει από μη κλιματικούς παράγοντες, όπως η εμπορία των καρπών στο πλαίσιο της παγκοσμιοποίησης, το κόστος και η διαθεσιμότητα των αγροεφοδίων, γενικότερα η οικονομικότητα της καλλιέργειας, ακόμα και η φορολόγηση των αγροτικών εισοδημάτων. Και, φυσικά, δεν ρωτήθηκαν, ή δεν έγινε ένας διάλογος με τους παραγωγούς, εφ’ όλης της ύλης».
Πάντως, σύμφωνα με τον κ. Νάνο, στην Ελλάδα η απόφαση για φύτευση ενός είδους γίνεται ανεξέλεγκτα και ως αποτέλεσμα όποιος αγρότης ή επιχειρηματίας επιθυμεί, αποφασίζει μόνος του να φυτέψει κάποια δενδροκομική καλλιέργεια σε όποια έκταση επιθυμεί και όπου θέλει. Γι αυτό, όπως τόνισε, «η συζήτηση για αλλαγή χρήσης γης ανάλογα με την επικινδυνότητα από ακραία καιρικά φαινόμενα δεν έχει γίνει ποτέ».
Στη δενδροκομία μέσω της κλιματικής αλλαγής, είπε ο κ. Νανος, «κινδυνεύουμε από τη μείωση του χειμερινού ψύχους, τη μείωση των βροχοπτώσεων την άνοιξη, τις υψηλές ανοιξιάτικες και θερινές θερμοκρασίες και, φυσικά, τα απότομα ακραία καιρικά φαινόμενα».
Κατά τον ίδιο, καλλιέργειες ή ποικιλίες ενός είδους που είναι πιθανό να πληγούν περισσότερο είναι αυτές που απαιτούν πολύ χειμερινό ψύχος, όπως είναι (ανάλογα πού καλλιεργείται το κάθε είδος ή ποικιλία) ποικιλίες μηλιάς, καρυδιάς, ακόμα και βερικοκιάς και ελιάς. Στις πιο ζεστές περιοχές της χώρας είναι ήδη απαγορευτικό να εγκατασταθούν καλλιέργειες που απαιτούν αρκετό χειμερινό ψύχος.
Μεταξύ άλλων, ο κ. Νάνος τόνισε ότι από τα ακραία καιρικά φαινόμενα (πλημμύρες, ισχυρούς παγετούς, ανεμοθύελλες) δεν είναι εύκολο να προστατευτούν οι δενδρώνες. «Παθητικά μπορεί να βελτιωθεί η διήθηση με την αύξηση της οργανικής ουσίας, να μειωθεί η διάβρωση με τη διατήρηση βλάστησης στο χωράφι όλο το έτος, να τύχει σωστής διαχείρισης η αζωτούχος λίπανση (μόνο η απαιτούμενη αζωτούχος λίπανση, αποφυγή όψιμης λίπανσης) και το κλάδεμα για αποφυγή των παγετών (κλάδεμα αργά μετά τον κίνδυνο χειμερινών παγετών ή για οψίμιση της άνθισης), να γίνει η φύτευση έτσι ώστε να μη δημιουργείται θύλακας παγετού στον δενδρώνα, κ.ά. περισσότερο ή λιγότερο γνωστά» υπογράμμισε.
Νότιες και νησιωτικές περιοχές στο επίκεντρο της κλιματικής αλλαγής στον αμπελοοινικό κλάδο
«Επιτακτική» χαρακτήρισε ο αναπληρωτής καθηγητής στο εργαστήριο αμπελουργίας του τμήματος Γεωπονίας ΑΠΘ, Στέφανος Κουνδουράς, την ανάγκη δημιουργίας βάσης δεδομένων (μετεωρολογικών, φαινολογικών, αναλυτικών και οργανοληπτικών) για κάθε αμπελουργική ζώνη της Ελλάδας, ώστε να γίνει δυνατός ο σχεδιασμός των απαιτούμενων ενεργειών προσαρμογής στην κλιματική αλλαγή.
Σημείωσε ότι η εξεύρεση επικαιροποιημένων δεδομένων για τη σχέση μεταξύ του τοπικού κλίματος και της ανάπτυξης της αμπέλου, αποτελεί ένα σημαντικό βήμα για την πληρέστερη αξιολόγηση των μελλοντικών επιπτώσεων του κλίματος στην ελληνική αμπελουργία. «Δύναται να δώσει χρήσιμες πληροφορίες για την πιθανή επίδοση λιγότερο γνωστών παγκόσμια ποικιλιών σε διάφορες περιοχές υπό το πρίσμα των κλιματικών αλλαγών» είπε και πρόσθεσε πως οι κλιματικές αλλαγές αναμένεται να επηρεάσουν κυρίως τις νότιες και νησιωτικές περιοχές της Ελλάδας (σε σχέση με τις βορειότερες), τις πεδινές περιοχές (σε σχέση με τις ορεινές-ημιορεινές), τις ηπειρωτικές περιοχές (σε σχέση με τις παράκτιες και τις πλαγιές), καθώς και τα φτωχά και αβαθή εδάφη (σε σχέση με τα γόνιμα). Μάλιστα, όπως υπογράμμισε, οι κλιματικές αλλαγές θα πλήξουν κυρίως τις πρώιμες (κατά βάση ξενικές) ποικιλίες σε σχέση με τις οψιμότερες (κυρίως γηγενείς), τις περιοχές παραγωγής οίνων με γεωγραφική ένδειξη (απώλεια «τυπικότητας», αδυναμία αλλαγών λόγω νομοθετικού πλαισίου) και τις περιοχές όπου δεν υπάρχει διαθέσιμο αρδευτικό νερό.
Τόνισε ότι τα απαιτούμενα μέτρα για την αντιμετώπιση της κλιματικής αλλαγής και των επιπτώσεών της στην αμπελουργία, θα διαφέρουν από περιοχή σε περιοχή, ανάλογα με την έντασή τους.
Αποτελέσματα έρευνας στην Ελλάδα
Τα χαρακτηριστικά του κλίματος και η επίδρασή τους στον ετήσιο κύκλο γηγενών ελληνικών ποικιλιών μελετήθηκαν στο πλαίσιο έρευνας στην Ελλάδα, με στόχο την πληρέστερη κατανόηση των κλιματικών τους απαιτήσεων και των ενδεχόμενων επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής σε τοπικό επίπεδο στον ελληνικό αμπελοοινικό κλάδο. Μελετήθηκαν οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής σε διάφορες αμπελουργικές περιοχές για τις ποικιλίες «Μοσχάτο Αλεξανδρείας» (Λήμνος), «Μοσχάτο λευκό» (Σάμος), «Αθήρι» (Ρόδος), «Ασύρτικο» (Σαντορίνη), «Μαυροδάφνη» (Πύργος), «Αγιωργίτικο» (Νεμέα), «Ροδίτης» (Αγχίαλος) και «Ξινόμαυρο» (Νάουσα). Ελήφθησαν μετεωρολογικά δεδομένα, για περίοδο 17-38 ετών, της μέσης, μέγιστης και ελάχιστης θερμοκρασίας και βροχόπτωσης για τη βλαστική περίοδο (Απρίλιος-Οκτώβριος).
Οι οκτώ περιοχές παρουσίασαν έντονες διαφορές στα γενικά χαρακτηριστικά του κλίματός τους, κυρίως μεταξύ ηπειρωτικών και νησιωτικών περιοχών. Η ανάλυση των κλιματικών δεδομένων έδειξε συστηματική διαφοροποίηση του κλίματος στις αμπελουργικές και οινοπαραγωγικές περιοχές της Ελλάδας κατά την τελευταία 30ετία, κυρίως στους νησιωτικούς αμπελώνες και λιγότερο στην ηπειρωτική χώρα. Η ανάλυση των κλιματικών δεδομένων έδειξε συστηματικά ανοδική τάση της θερμοκρασίας (κυρίως της ελάχιστης) των νησιωτικών αμπελώνων (Λήμνος, Σάμος, Ρόδος και Σαντορίνη). Μικρότερες ήταν οι επιπτώσεις στο κλίμα των ηπειρωτικών περιοχών (Αγχίαλος, Νεμέα και Νάουσα). Σε πέντε από τις οκτώ τοποποικιλίες (Λήμνος, Σάμος, Σαντορίνη, Αγχίαλος και Πύργος) παρατηρήθηκε μία συστηματική πρωίμιση της ημερομηνίας του τρυγητού, κυρίως εξαιτίας αλλαγών στις μέγιστες και ελάχιστες θερμοκρασίες. Επιπλέον, περιοχές με ποικιλίες όψιμης ωρίμανσης (Νάουσα, Νεμέα) φάνηκαν να είναι λιγότερο ευαίσθητες στις κλιματικές αλλαγές (απουσία επίδρασης στην ημερομηνία τρυγητού).
Στρατηγικές αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής για την αμπελουργία
Οι στρατηγικές αντιμετώπισης των επιπτώσεων της κλιματικής αλλαγής στην αμπελοκαλλιέργεια θα πρέπει να περιλαμβάνουν μέτρα άλλοτε ήπια (τροποποίηση των αμπελουργικών και οινοποιητικών τεχνικών) και άλλοτε δραστικά (αλλαγή ποικιλίας/υποκειμένου, γεωγραφική μετατόπιση αμπελώνων/αξιοποίηση νέων περιοχών, αλλαγή παραγόμενων προϊόντων) ανάλογα με την ένταση των φαινομένων (επαλήθευση ευνοϊκών ή δυσμενών σεναρίων) και τις ιδιαιτερότητες της εκάστοτε περιοχής.
Η πρώτη γραμμή άμυνας του αμπελουργού, θα πρέπει αναμφίβολα να είναι σύμφωνα με τον καθηγητή, η τροποποίηση-προσαρμογή των αμπελουργικών τεχνικών (τεχνικές διευθέτησης του φυλλώματος, τρόπος καλλιέργειας εδάφους, αρδευτική τακτική). Μεταξύ των μόνιμων παραμέτρων της αμπελοκαλλιέργειας, η εκλογή πυκνότητας φύτευσης και συστήματος διαμόρφωσης μπορεί να επηρεάσει καθοριστικά τη δυνατότητα προσαρμογής της αμπέλου στις νέες συνθήκες. Όπου τα υδατικά αποθέματα είναι περιορισμένα και δεν υπάρχει δυνατότητα άρδευσης, θα πρέπει να επιλέγονται πυκνότερες φυτεύσεις και χαμηλή διαμόρφωση των πρέμνων, ώστε να εξασφαλίζεται καλύτερη εκμετάλλευση του εδάφους από τις ρίζες και να περιορίζονται οι απώλειες υγρασίας μέσω εξατμισοδιαπνοής.
Ανάμεσα στις ετήσιες επεμβάσεις του αμπελουργού στη βλάστηση και παραγωγή της αμπέλου, ιδιαίτερο ρόλο θα έχουν οι τεχνικές διευθέτησης του φυλλώματος με στόχο τη βελτίωση του μικροκλίματος στη ζώνη των σταφυλιών (αποφυγή υπερβολικής έκθεσης των σταφυλιών), καθώς και τη ρύθμιση της σχέσης ενεργού φυλλικής επιφάνειας και παραγωγής για εξασφάλιση ομαλής ωρίμανσης της ράγας, με κατάλληλη χρήση των ετήσιων καλλιεργητικών επεμβάσεων (κλάδεμα, κορυφολόγημα ξεφύλλισμα και αραίωμα βοτρύων).
Ο τρόπος καλλιέργειας του εδάφους θα πρέπει επίσης να προσαρμόζεται στις εκάστοτε συνθήκες, π.χ. εφαρμογή καλλιέργειας, όπου στόχος είναι εξοικονόμηση εδαφικού νερού είτε η εφαρμογή φυτοκάλυψης, π.χ. σε επικλινείς αμπελώνες για αποφυγή φαινομένων διάβρωσης.
Η άρδευση αποτελεί την αμπελουργική πρακτική με τη μεγαλύτερη σημασία για την ποιότητα της παραγωγής της αμπέλου και επιδίωξη θα πρέπει να είναι η διατήρηση της υδατικής διαθεσιμότητας στα επίπεδα μίας ήπιας ή μέτριας καταπόνησης για τις ερυθρές ποικιλίες ενώ, για τις λευκές ποικιλίες, ο στόχος θα πρέπει να είναι ένα πιο ευνοϊκό υδατικό καθεστώς για την εξασφάλιση σκίασης των σταφυλιών και εξασφάλιση όψιμης ωρίμανσης.
Η πλέον σύγχρονη μέθοδος για επίτευξη των παραπάνω στόχων είναι η άρδευση με εφαρμογή ρυθμιζόμενου υδατικού στρες, που όμως όπως υπογράμμισε ο καθηγητής, απαιτεί ακρίβεια εφαρμογών και τεχνική υποδομή σε μέσα ελέγχου (υγρασιόμετρα, μετεωρολογικούς σταθμούς, όργανα μέτρησης της υδατικής κατάστασης της αμπέλου κλπ.).
Πιο δραστικό μέτρο αντιμετώπισης του φαινόμενου είναι η αλλαγή γενότυπου, τόσο για την ποικιλία παραγωγής, όσο και γι αυτή του υποκειμένου. Η αλλαγή της καλλιεργούμενης ποικιλίας θα πρέπει να αποβλέπει στη φύτευση και καλλιέργεια ποικιλιών, που είναι περισσότερο προσαρμοσμένες σε θερμά κλίματα (όψιμης ωρίμανσης), αλλά και στην έλλειψη υγρασίας. Γενικά, οι γηγενείς ποικιλίες της Ελλάδας παρουσιάζουν μεγαλύτερη ικανότητα προσαρμογής σε ξηροθερμικά περιβάλλοντα έναντι των περισσότερων ξενικών.
Η αλλαγή παραγόμενου προϊόντος μπορεί να παρέχει βιώσιμη λύση για τους αμπελουργούς, εφόσον η αλλαγή του κλίματος καταστήσει μια περιοχή ακατάλληλη για την παραγωγή ορισμένου τύπου οίνου. Αυξανόμενης της θερμοκρασίας, η επιλογή του καταλληλότερου προϊόντος θα πρέπει ακολουθεί τη σειρά: λευκές οινοποιήσιμες ποικιλίες – ερυθρές οινοποιήσιμες ποικιλίες για οίνους άμεσης κατανάλωσης – ερυθρές οινοποιήσιμες ποικιλίες για οίνους παλαίωσης – ποικιλίες για γλυκείς οίνους – επιτραπέζιες ποικιλίες. Η αλλαγή ποικιλίας, περιοχής ή προϊόντος θα είναι βέβαια δυσκολότερη σε περιοχές παραγωγής οίνων ελεγχόμενης γεωγραφικής προέλευσης, όπου τα γεωγραφικά όρια, η ποικιλιακή σύνθεση και ο τύπος του προϊόντος καθορίζονται αυστηρά από τη νομοθεσία.
ΑΠΕ-ΜΠΕ