Τον είχα πάρει τηλέφωνο, μόλις είχε κυκλοφορήσει ο δίσκος του με τίτλο «Αντίθετη πορεία». Ήταν στα 1993. «Αντώνη θα κατέβεις Πειραιά να κάνουμε παρουσίαση στο Κανάλι 1 και μετά για τα γνωστά;». «Εννοείται, πάρε και τον Σαράντη και τον Μάριο»…
Τα γνωστά, ήταν τα μετέπειτα. Στο κουτούκι του Ζηλάκου, στην οδό Μητρώου στον Άγιο Βασίλη, για ψαράκι. Ο Σαράντης ήταν ο σπουδαίος στιχουργός Αλιβιζάτος και ο Μάριος, ο κοινός μας φίλος Μάριος Τόκας. Αυτή την ψαροκατάσταση την είχαμε κάνει ουκ ολίγες φορές. Με την ίδια σύνθεση παρέας. Στην οποία ενίοτε έμπαινε κι ο Πασχάλης Τερζής όταν ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη ή ο σπουδαίος δημοσιογράφος και ποιητής Ανδρέας Νεοφυτίδης.
Τον Αντώνη Καλογιάννη τον είχα γνωρίσει από τον Μάριο Τόκα στις αρχές της δεκαετίας του ’80. Ήταν η περίοδος που ετοιμάζονταν τα «Μικρά Ερωτικά», εμβληματικός δίσκος στην ελληνική δισκογραφία. Με το «σ’ αγαπώ σαν τον ήλιο του Μάη» ντουέτο με τη Μαρινέλλα, την «Ανούλα του χιονιά», το «Θυμάμαι» και άλλα επτά διαμάντια. Μα τον ήξερα τόσο από τη μεγάλη ακαδημαϊκή διατριβή του δίπλα στον Μίκη Θεοδωράκη είτε από την στροφή του στο ερωτικό τραγούδι με τον Μούτση στον «Συνοικισμό» και τον Πλέσσα και το «Για μια σταγόνα αλάτι», το 1973. Σημάδεψε την εφηβεία μου αυτός ο δίσκος. Με «μαρκάρισε» αισθητικά.
Ο Αντώνης Καλογιάννης έφυγε, μα έχω την αίσθηση ότι δεν μπορώ και δεν θέλησα να τον κλάψω. Εδώ και λίγες ημέρες ψιθυρίζω τραγούδια του. Εδώ και λίγες ημέρες τον θωρώ σκυφτό, σχεδόν καμπουριασμένο να τραγουδά. Εδώ και λίγες ημέρες θυμάμαι που παρακαλούσα σημερινούς ραδιοφωνικούς παραγωγούς να του κάνουν μια εκπομπή αφιέρωμα για να τον κάνουν να αισθανθεί όμορφα και να τον μάθουν κι οι νέοι άνθρωποι που μουσικά δεν ξέρουν τι τους γίνεται με τις μαλακίες που ακούνε. Φευ…
Τον ρωτούσα συχνά σ’ εκείνες τις ψαροκατανύξεις στον Πειραιά ή και στη γειτονιά του στην Καισαριανή, τι του έχουν αφήσει οι στιγμές με τα στάδια να σείονται από παραληρούντες ανθρώπους… «είμαστε δυο, είμαστε τρεις, είμαστε χίλιοι δεκατρείς». Ή όταν ανατρίχιαζε η υφήλιος από τον τρόπο που έλεγε το «τακ τακ εσύ τακ τακ εγώ» στο θρυλικό «Σφαγείο, την ωδή στον Ανδρέα Λεντάκη!
Ποτέ δεν κόμπασε, ποτέ δεν περιαυτολόγησε. Ποτέ δεν πούλησε τον εαυτό του, την απλότητά του, την μεγαλοπρεπή ταπεινότητά του. Απλά σήκωνε το ποτήρι του κι απαντούσε «Στην υγειά σου φιλαράκο»… Ένας θυμοσοφών και συνεπής άνθρωπος, έγραψε εύστοχα στην «Εστία» ο Δημήτρης Καπράνος.
Τον είχα πάρει τηλέφωνο μια άλλη φορά. «Κάνω ένα δίσκο για την Καπάταη σε στίχους του Νεοφυτίδη και μια πλευρά Σπανό μια Θανάση Καργίδη. Θα έρθεις για ένα ντουέτο; Να στο στείλω να το ακούσεις;»… «Θα έρθω ρε φίλε, δεν χρειάζεται ν’ ακούσω κάτι… Σου έχω εμπιστοσύνη, θα το ακούσω στο στούντιο»… Κι ήρθε, είπαν με την Εύη μια ταξιδιάρικη μπαλάντα, «δεν επιτρέπονται ενοχές σε μια αγάπη»…
Όταν έφυγε ο Τόκας κι ο Αλιβιζάτος εγκαταστάθηκε στην Κεφαλονιά, χαθήκαμε και με τον Αντώνη. Πού και πού του έστελνα χαιρετισμούς και μου έστελνε κι εκείνος, μέσω του Πάρη, ενός κοινού γνωστού. Μα δεν υπήρχε ημέρα που να μην ακούσω ένα τραγούδι του. Κυρίως από τον Πλέσσα και τον Τόκα.
Ξέρετε κάτι; Όταν φεύγει ένας θρύλος –τέτοιος είναι ο Καλογιάννης- γράφουμε και λέμε μεγάλα λόγια. Ανεπανάληπτος, αναντικατάστατος, μοναδικός, ο τελευταίος μεγάλος και τέτοια. Τζάμπα είναι άλλωστε. Μα για τον Αντώνη Καλογιάννη ότι και να ειπωθεί/γραφεί είναι λίγο. Κυρίως όμως αληθινό.
Για εμένα ήταν ένας αντάρτης των γηπέδων που έδινε συναυλίες ή των χώρων που τραγουδούσε. Ένας ευαίσθητος αντάρτης που ξεδίπλωνε τα δικά του αισθήματα στις ερμηνείες του και τα ταύτιζε με τα δικά μας που τον ακούγαμε.
Ήταν και κάτι άλλο για εμένα: Ένας βαθύς γνώστης του μπάσκετ! Με τον οποίο μπορούσα να συνομιλώ με τις ώρες για τη μπάλα με τα σπυριά. Μη ξεχνάμε ότι ο ευρωκόουτς Κώστας Πολίτης ήταν κουνιάδος του, αδελφός της Ελένης του.
Κάτι τελευταίο. Πριν ψιθυρίσω για το τέλος «άνοιξε το παράθυρο να μπει, δροσιά να μπει του Μάη, εμείς γι’ άλλου κινήσαμε γι’ άλλου, κι άλλου η ζωή μας πάει» δεν μπορώ να μην αναφερθώ σ’ ένα γεγονός που καταδεικνύει πόσο γελοίος λαός είμαστε. Το 2015, κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ –ΑΝΕΛ, ο Αντώνης Καλογιάννης ζήτησε με αίτησή του να τραγουδήσει στο Ηρώδειο. Να ερμηνεύσει εκεί τα πάντα όλα. Από «Επιφάνια Αβέρωφ», το «Πνευματικό Εμβατήριο», την «Κατάσταση Πολιορκίας», το «Ήλιος και Χρόνος», τα «Τραγούδια του Ανδρέα», τα «12 Λαϊκά», τη «Νύχτα Θανάτου» αλλά και το «Για Μια σταγόνα αλάτι», τα «Μικρά ερωτικά» κλπ. Μα απάντηση δεν έλαβε ποτέ. Πικράθηκε αφάνταστα. Μα ούτε καν το εξωτερίκευσε, ούτε καν παραπονέθηκε που η Πολιτεία αρνήθηκε σ’ εκείνον, όταν την ίδια χρονιά το έδωσε στον ελλιπή ακόμη πολιτισμικά, Γιάννη Κότσιρα…
Καλό δρόμο Αντώνη. Καλή αντάμωση για ψαροκατανύξεις….