του Φίλιππου Αδαμίδη
Τον Νοέμβριο 2020, ο νεοεκλεγείς πρόεδρος των ΗΠΑ Τζο Μπάιντεν, είχε σχολιάσει την απόφαση του απερχόμενου προέδρου Ντόναλντ Τραμπ για αποχώρηση από τη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί», επισημαίνοντας ότι αυτή θα διογκώσει τις εντάσεις μεταξύ της Δύσης και της Ρωσίας και θα αυξήσει τους κινδύνους λανθασμένων υπολογισμών και συγκρούσεων.
Η επιστροφή στη Συνθήκη «Ανοικτοί Ουρανοί» θα έστελνε ένα λάθος μήνυμα στη Ρωσία. Για αυτόν τον λόγο η κυβέρνηση Μπάιντεν επιβεβαιώνει την απόφαση που είχε πάρει το 2020 η κυβέρνηση Τραμπ, για απόσυρση από τη συγκεκριμένη συνθήκη. Τουλάχιστον, αυτό φαίνεται από τη διπλωματική ενημέρωση που έκαναν οι ΗΠΑ στους συμμάχους τους και έγινε γνωστό από το Defence News. Αν και το Στέιτ Ντιπάρτμεντ στις 5 Απριλίου δήλωσε ότι δεν έχει ληφθεί ακόμα οριστική απόφαση για το θέμα της συνθήκης αυτής, η ενημέρωση προς τους συμμάχους από την Ουάσιγκτον, έγινε στις 31 Μαρτίου.
Οι λόγοι είναι ίδιοι με αυτούς που οδήγησαν στην επίσημη απόφαση του 2020, δηλαδή οι παραβιάσεις της συνθήκης από τη Ρωσία. Η συνθήκη υπογράφτηκε στο Ελσίνκι το 1992 και τέθηκε σε εφαρμογή το 2002. Μέσα από την αρχή της αμοιβαίας παρατήρησης, στόχος της συνθήκης ήταν να επιτρέπει στα συμμετέχοντα κράτη να παρατηρούν το ένα το άλλο, για να διασφαλίσουν ότι όλοι οι συμμετέχοντες θα έχουν μία καθαρή εικόνα των στρατιωτικών κινήσεων.
Ωστόσο, από το 2019 οι ΗΠΑ είχαν ξεκινήσει να εκφράζουν τη δυσαρέσκειά τους. Αυτό οφείλεται στο ότι η σύγχρονη τεχνολογία των δορυφόρων, είχε αντικαταστήσει αποτελεσματικά τα αεροσκάφη στην παροχή υπηρεσιών παρατήρησης. Επιπλέον, σύμφωνα με την Ουάσιγκτον, η Μόσχα θα μπορούσε να επωφεληθεί από τις δομικές αδυναμίες της Συνθήκης, διαστρεβλώνοντας τους σκοπούς της. Στα πλαίσια αυτά, Αμερικανοί διπλωμάτες παρείχαν απόρρητα στοιχεία σε Ευρωπαίους ομολόγους τους, για να αποδείξουν ότι η Ρωσία χρησιμοποιούσε τη Συνθήκη για να στοχοποιήσει αμερικανικές κρίσιμες υποδομές.
Μεταξύ των αμερικανικών ανησυχιών, σημαντικές είναι αυτές που αφορούν τους προηγμένης τεχνολογίας αισθητήρες του Tupolev Tu-154, που επιτρέπουν την παρατήρηση μετακίνησης αμερικανικών στρατευμάτων στη Γερμανία και την Πολωνία. Επιπρόσθετα, υπήρχε η πιθανότητα να μειωθούν οι παρατηρήσεις στον θύλακα του Καλίνιγκραντ, μία περιοχή αυξανόμενης στρατιωτικοποίησης.
Αυτές οι ανησυχίες μεταφέρθηκαν και στην κυβέρνηση Μπάιντεν, η οποία υποστηρίζει ότι μία απόφαση επανεισόδου στη Συνθήκη, την οποία η Ρωσία εξακολουθεί να παραβιάζει, θα έστελνε λάθος μήνυμα στη Μόσχα και θα υπονόμευε τη θέση της Ουάσιγκτον στο ευρύτερο πρόγραμμα ελέγχου των εξοπλισμών.