Ηλεκτρονική μύτη μπορεί να διακρίνει ποιοι ασθενείς με καρκίνο του πνεύμονα θα ανταποκριθούν στην ανοσοθεραπεία

Μια ηλεκτρονική μύτη θα μπορεί να εντοπίζει χημικά στην ανάσα των ασθενών με καρκίνο του πνεύμονα που θα της επιτρέπουν να προβλέπει με ακρίβεια 85% ποιοι ασθενείς θα ανταποκριθούν στην ανοσοθεραπεία, σύμφωνα με νέα έρευνα.

    Τα αποτελέσματα της μελέτης αυτής, που δημοσιεύτηκαν χθες, Τετάρτη, στην επιστημονική επιθεώρηση «Annals of Oncology» έδειξαν ότι αυτή η ηλεκτρονική μύτη «eNose» μπορεί να προβλέπει την αποτελεσματικότητα της ανοσοθεραπείας (κυρίως με nivolumab ή pembrolizumab) καλύτερα από την ανοσοϊστοχημεία (σ.τ.σ: διαδικασία κατά την οποία αντισώματα χρησιμοποιούνται για την ανίχνευση πρωτεϊνών (αντιγόνων) στα κύτταρα εντός ενός τμήματος οργάνου).

     Ο Μιχέλ φαν ντεν Χόιφελ, καθηγητής θωρακικής ογκολογίας στο ιατρικό κέντρο του Πανεπιστήμιου Ράντμπουντ του Ναϊμέχεν στην Ολλανδία, που διηύθυνε τη μελέτη εξηγεί ότι η ανοσοθεραπεία χρησιμοποιείται ευρέως για προχωρημένους καρκίνους του πνεύμονα, αλλά δυστυχώς είναι αποτελεσματική μόνο σε ένα μικρό δείγμα ασθενών, περίπου το 20% στην έναρξη της μελέτης.  Μέχρι σήμερα, λέει ο ίδιος, δεν υπήρχε πλήρως αποτελεσματικός τρόπος πρόβλεψης του οφέλους από την ανοσοθεραπεία εκτός από την ανοσοϊστοχημεία, η οποία, αν και δεν παρουσιάζει μεγάλη ακρίβεια, ήταν μέχρι τώρα το μόνο όπλο στην προσπάθεια λήψης κλινικών αποφάσεων.

      Το eNose είναι μια μικρή συσκευή που περιλαμβάνει αισθητήρες για τον εντοπισμό των χημικών που ονομάζονται πτητικές οργανικές ενώσεις (ΠΟΕ) και περιλαμβάνονται μόνο στο 1% της αναπνοής μας καθώς η κύρια σύστάση της περιλαμβάνει οξυγόνο, διοξείδιο του άνθρακα άζωτο και νερό. Οι ερευνητές θεωρούν πως το μείγμα των ΠΟΕ είναι αυτό που εν τέλει καθορίζει πόσο αποτελεσματική μπορεί να είναι η ανοσοθεραπεία για έναν καρκινοπαθή.

     Η Ριάν Βράις, του τμήματος πνευμονολογίας του Ιατρικού Κέντρου του Πανεπιστημίου του Άμστερνταμ, εξηγεί τον τρόπο χρήσης αυτής της συσκευής: «Ο πάσχων παίρνει μια βαθιά εισπνοή, την κρατά για πέντε δευτερόλεπτα και στη συνέχεια εκπνέει αργά μέσα στη συσκευή. Οι αισθητήρες της συσκευής ενεργοποιούνται, κάθε αισθητήρας είναι υπεύθυνος για τον εντοπισμό διαφορετικού μορίου ΠΟΕ και στη συνέχεια τα δεδομένα που προκύπτουν στέλνονται σε μια διαδικτυακή βάση δεδομένων. Η μέτρηση παίρνει λιγότερο από ένα λεπτό και στη βάση δεδομένων η ανάλυση των αποτελεσμάτων δείχνει  αν είναι πιθανό ο ασθενής να ανταποκριθεί στην ανοσοθεραπεία ή όχι».

      Οι μελετητές συνέλεξαν δεδομένα από 143 ασθενείς από το Ολλανδικό Αντικαρκινικό Ινστιτούτο και χρησιμοποίησαν τη συσκευή δύο εβδομάδες πριν από την έναρξη της ανοσοθεραπείας και τρεις μήνες μετά προκειμένου να εκτιμήσουν κατά πόσο οι ασθενείς πράγματι ανταποκρίνονταν.

     Ένας επικεφαλής συντάκτης της μελέτης , ο Μιρτ Μιούλερ του τμήματος θωρακικής Ογκολογίας του Ολλανδικού αντικαρκινικού Ινστιτούτου, δήλωσε ότι η ακρίβεια της συσκευής έφτασε το 85%,

     Ο ίδιος υπογραμμίζει ότι η συσκευή αυτή έχει μεγάλη αξία, έπειδή χάρη σ’ αυτή δεν υποβάλλονται σε μη πρόσφορες θεραπείες άτομα που δεν θα ανταποκριθούν σε αυτές. Στην παρούσα μελέτη το 24% των πασχόντων δεν είχαν ανταποκριθεί στην ανοσοθεραπεία και επομένως αυτά τα άτομα θα μπορούσαν να την είχαν αποφύγει, εφόσον στην περίπτωσή τους δεν θα έφερνε αποτέλεσμα.

   Αν και η ανοσοθεραπεία δεν έχει τις παρενέργειες της χημειοθεραπείας και κυρίως προκαλεί μόνο κόπωση, ένα 10% των ασθενών βιώνει σοβαρές παρενέργειες από αυτήν (λοιμώξεις πνευμόνων, ήπατος κ.α.), οι οποίες θα μπορούσα να προληφθούν με τη χρήση της συγκεκριμένης συσκευής.

     Είναι ακόμη σημαντικό ότι πρόκειται για μια γρήγορη και φτηνή συσκευή που μπορεί να βοηθήσει τους κλινικούς.

    Οι ερευνητές αναμένουν ότι, δεδομένου ότι η αποτελεσματικότητα της συσκευής αυτής έχει επιβεβαιωθεί τόσο τεχνικά όσο και κλινικά, αυτή πρόκειται να αποτελέσει ένα πολύ σημαντικό διαγνωστικό εργαλείο και έναν οδηγό για μελλοντικές θεραπείες, τόσο στο πλαίσιο της ογκολογίας όσο και για άλλες ασθένειες.

ΠΗΓΗ: European Society for Medical Oncology

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροΥγεία: Αυξημένος ο κίνδυνος πρόωρου θανάτου για τους μεσήλικες λόγω έλλειψης βιταμίνης D, σύμφωνα με νέα έρευνα
Επόμενο άρθροΣτΕ: Αντισυνταγματική η αναγραφή του θρησκεύματος σε απολυτήρια και αποδεικτικά σπουδών Γυμνασίου και Λυκείου