Eurobank 30-10-2023: 7 ημέρες οικονομία –

Ισχυρό το αποτύπωμα της κρίσης χρέους στις αμοιβές των εργαζόμενων στην Ελλάδα

 

Από τα μέσα της δεκαετίας του 1990 μέχρι και λίγο πριν τα τέλη της δεκαετίας του 2000, η Ελλάδα βίωσε μια περίοδο αλματώδους οικονομικής μεγέθυνσης η οποία όμως, όπως αποδείχθηκε με αφορμή την παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση, βασιζόταν σε μεγάλο βαθμό σε σαθρά θεμέλια (υψηλά ελλείμματα στο δημοσιονομικό και στο εξωτερικό ισοζύγιο, υψηλός δανεισμός, μειωμένη ανταγωνιστικότητα) και ήταν μη βιώσιμη. Έκτοτε, η ελληνική οικονομία βρίσκεται αντιμέτωπη με αλλεπάλληλες κρίσεις (ελληνική κρίση χρέους, πανδημία COVID-19, ενεργειακή κρίση) οι οποίες δημιουργούν εμπόδια και προκλήσεις στην επιστροφή της σε ένα μονοπάτι ισόρροπης μεγέθυνσης.

Στο παρόν τεύχος του δελτίου 7 Ημέρες Οικονομία αναλύουμε την επίπτωση των κρίσεων αυτών στις αμοιβές των εργαζομένων στη χώρα μας, τόσο διαχρονικά όσο και σε σχέση με τις αντίστοιχες των εταίρων μας στην Ευρωζώνη και παρέχουμε προτάσεις πολιτικής για την επίτευξη σύγκλισης των πραγματικών μισθών.

Για το υπολογισμό των στοιχείων για τους μισθούς στην Ελλάδα χρησιμοποιούμε τα αναθεωρημένα στοιχεία των εθνικών λογαριασμών, όπως κοινοποιήθηκαν στη Eurostat (από την όποια αντλούμε τα στοιχεία και για τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες) από την Ελληνική Στατιστική Αρχή (ΕΛΣΤΑΤ) στις 18 Οκτωβρίου 2023.[1] Το 2022, ο μέσος ετήσιος μικτός μισθός[2] ανά εργαζόμενο στην Ελλάδα ανήλθε στα €16,0 χιλ., σημειώνοντας αύξηση 3,8% σε σχέση με το 2021 (€15,4 χιλ.) και 6,6% σε σχέση με το προ-πανδημίας επίπεδό του (2019: €15,0 χιλ.). Υπολειπόταν όμως ακόμα κατά 23,9%  του ιστορικού υψηλού που είχε καταγραφεί το 2009 (€21,0 χιλ.), έτος κατά το όποιο άρχισε να εκτυλίσσεται η κρίση χρέους (Σχήμα 1(α)).

Στη σχετική κατάταξη, η Ελλάδα βρισκόταν στην 24η θέση μεταξύ των 27 χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ-27), με τον μέσο ετήσιο μισθό στην τελευταία να ανέρχεται στα €32,3 χιλ. Μεταξύ των χωρών της ευρωζώνης (ΕΖ-20), όπου ό μέσος μισθός ήταν στα €35,2 χιλ., η Ελλάδα βρισκόταν στην τελευταία θέση.[3]

Η σύγκριση ονομαστικών μισθών τόσο διαχρονικά όσο και μεταξύ διαφορετικών χωρών μπορεί να είναι παραπλανητική. Για να έχει νόημα μια τέτοια άσκηση, θα πρέπει ληφθεί υπόψη η εξέλιξη του επιπέδου των τιμών στην πρώτη περίπτωση και οι διαφορές στο κόστος διαβίωσης στη δεύτερη.

Προσαρμόζοντας τη διαχρονική εξέλιξη του μέσου ονομαστικού μισθού στην Ελλάδα στις μεταβολές του μέσου σταθμισμένου επιπέδου των τιμών, όπως προσεγγίζεται βάσει του Εναρμονισμένου Δείκτη Τιμών Καταναλωτή (ΕνΔΤΚ) της ΕΛΣΤΑΤ, τα συμπεράσματά μας δεν μεταβάλλονται σημαντικά. Αντιθέτως, όπως απεικονίζεται στο Σχήμα 1(β), καθίσταται ακόμα πιο έκδηλη η συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών κατά τα πρώτα χρόνια της κρίσης χρέους, κατά τα οποία ο πληθωρισμός παρέμενε θετικός παρά την πτώση των εισοδημάτων. Η μετά-κρίσης ανάκαμψη των πραγματικών μισθών κορυφώθηκε το 2021 (στο 68,4% του επιπέδου του 2009) και αντιστράφηκε το 2022 με την πτώση των πραγματικών μισθών κατά 5,1% λόγω του υψηλού ρυθμού αύξησης του επιπέδου των τιμών (ΕνΔΤΚ:+9,3%).[4] Το πρώτο εξάμηνο του 2023, ο μέσος πραγματικός μισθός ήταν αυξημένος κατά 1,4% σε σχέση με το αντίστοιχο εξάμηνο του 2022 (+6,6% σε ονοματικούς όρους).[5]

[1] Σύμφωνα με την προσέγγιση εισοδήματος, το ΑΕΠ προκύπτει ως συνισταμένη των εισοδημάτων των εργαζόμενων, των επιχειρηματιών / ελεύθερων επαγγελματιών και της κυβέρνησης. Βάσει της επίσημης ταξινόμησης σύμφωνα με τη μεθοδολογία ESA2010 που χρησιμοποιείται από τις στατιστικές υπηρεσίες της ΕΕ και των κρατών–μελών της, οι τρεις αυτές συνιστώσες είναι: (α) οι αμοιβές της εξαρτημένης εργασίας (που με τη σειρά τους αναλύονται περεταίρω σε μισθούς/ημερομίσθια και σε κοινωνικές εργοδοτικές εισφορές), (β) το ακαθάριστο λειτουργικό πλεόνασμα και τα μικτά εισοδήματα (δηλαδή το εισόδημα των συμμετεχόντων/μετόχων των εταιριών και των ελεύθερων επαγγελματιών/αυτοαπασχολούμενων/ιδιοκτητών ατομικών επιχειρήσεων αντίστοιχα, μετά την πληρωμή αμοιβών εξαρτημένης εργασίας και φόρων) και οι (γ) φόροι επί της παραγωγής και των εισαγωγών μείον τις επιδοτήσεις.

[2] Στο παρόν δελτίο, χάριν συνοπτικότητας, ο όρος «μισθός» χρησιμοποιείται με την ευρεία έννοια και περιλαμβάνει κάθε φύσης αμοιβές, χρηματικές ή σε είδος, για την παροχή εξαρτημένης εργασίας, μετά την αφαίρεση των εισφορών και φόρων του εργοδότη. Παραδείγματα αποτελούν οι αποδοχές για μισθωτή εργασία στο δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (μισθοί, ωρομίσθια, ημερομίσθια, λοιπές παροχές), τα μπόνους, οι αμοιβές για συμμετοχή σε συμβούλια, κλπ. Αντίστοιχα, ίσως με κάποια κατάχρηση, ο όρος «εργαζόμενοι» αναφέρεται στους ως άνω απασχολούμενους με εξαρτημένη σχέση εργασίας και όχι στο σύνολο της απασχόλησης, η οποία περιλαμβάνει επιπλέον τους ασκούντες επιχειρηματική δραστηριότητα και τους ελεύθερους επαγγελματίες.

[3] Οι μέσες τιμές που αναφέρονται επηρεάζονται αναλογικά περισσότερο από αυτές των μεγάλων οικονομιών υψηλού εισοδήματος, όπως η Γερμανία, η Γαλλία και η Ολλανδία. Οι αντίστοιχες διάμεσες τιμές, οι οποίες εν δυνάμει επηρεάζονται εξίσου απ’ όλες τις χώρες, ήταν €27,7 χιλ. για την ΕΕ-27 και €28,6 χιλ. για την ΕΖ-20 το 2022.

[4] Ο ΟΟΣΑ, χρησιμοποιώντας διαφορετική μεθοδολογία, υπολογίζει την πτώση των πραγματικών μισθών στην Ελλάδα το 2022 στο 7,4% (OECD, “Taxing Wages 2023,” διαθέσιμο στο https://www.oecd.org/tax/taxing-wages-20725124.htm).

[5] Αντιθέτως, σε σχέση με το μέσο επίπεδο του 2022 ο πραγματικός μέσος μισθός το 1ο εξάμηνο του 2023 ήταν μειωμένος κατά 3% (αμετάβλητος σε ονομαστικούς όρους). Αυτό είναι πολύ πιθανό να οφείλεται σε σημαντικό βαθμό στην εποχικότητα, καθώς το μερίδιο του ελληνικού ετήσιου ΑΕΠ που καταγράφεται το 2ο εξάμηνο είναι κατά περίπου 8%–9% μεγαλύτερο από αντίστοιχο του 1ου εξαμήνου.

Διαβάστε ολόκληρη την έρευνα: Eurobank_481_7DE_26_10_23

Προηγούμενο άρθροΕνημέρωση πολιτικών συντακτών και ανταποκριτών ξένου Τύπου από τον Κυβερνητικό Εκπρόσωπο Παύλο Μαρινάκη
Επόμενο άρθροΑυγενάκης σε Κόκκαλη: Αν δεν έχετε προτάσεις για τη Θεσσαλία τουλάχιστον μην υπονομεύετε τα μέτρα που εξαγγείλαμε