Η δυσανεξίαστη λακτόζη οφείλεται στην έλλειψη του ενζύμου λακτάση, που κανονικά παράγεται από κύτταρα του λεπτού εντέρου, με αποτέλεσμα ο οργανισμός να αδυνατεί να μεταβολίσει την λακτόζη που είναι το βασικό σάκχαρο του γάλακτος.
Τα ποσοστά δυσανεξίας στη λακτόζη Αγγίζουν το 70% των ενηλίκων παγκοσμίως σε,
ενώ στην Ελλάδα εκτιμάται ότι πριν την εφηβεία έχουμε τα μεγαλύτερα ποσοστά και περίπου 30% των παιδιών κάτω των 5 ετών εμφανίζουν κάποια συμπτώματα δυσανεξίας στη λακτόζη.
Μεταξύ ατόμων υπάρχουν διαφορετικά συμπτώματα αλλά και ευαισθησία στη λακτόζη γι’ αυτό και ανάλογα με την περίπτωση γίνεται και η προσαρμογή των διατροφικών συνηθειών.
Για την αποφυγή της εμφάνισης των συμπτωμάτων της δυσανεξίας συνήθως αποφεύγονται το γάλα, τα γαλακτοκομικά προϊόντα, και τα παράγωγά τους που είναι οι φυσικές πηγές λακτόζης.
Άλλες τροφές που μπορεί να περιέχουν πηγές λακτόζης είναι το ψωμί, τα γλυκίσματα, τα προϊόντα ζύμης αλμυρά και γλυκά, τα δημητριακά πρωινού, τα παξιμάδια, τα μπισκότα, η μαργαρίνη και οι έτοιμες σάλτσες για σαλάτα.
Τα περισσότερα άτομα με δυσανεξία στη λακτόζη μπορούν να καταναλώσουν γάλατα που έχουν μειωμένη περιεκτικότητα σε λακτόζη, γάλα αμυγδάλου, βρόμης καρύδας, ρυζιού, ή σόγιας.
Σύμφωνα με έρευνα παγκοσμίως υπάρχει στην κατανάλωση των φυτικών εκδοχών γάλακτος κατά 155% μεταξύ 2011 και 2013.
Αυτό οφείλεται κατά κύριο λόγο στην ευαισθητοποίηση σχετικά με τη δυσανεξία στη λακτόζη, μία κατάσταση όπου οι άνθρωποι έχουν έλλειψη της λακτάσης, ενός ενζύμου που τους επιτρέπει να χωνέψουν τη λακτόζη, το σάκχαρο που υπάρχει στο γάλα.
Όμως η μη κατανάλωση των γαλακτοκομικών προϊόντων στερεί από τον οργανισμό σημαντική πηγή ειδικών θρεπτικών ουσιών όπως βιταμίνη D, ασβέστιο και Β12, τα οποία θα πρέπει να τα αναζητήσετε σε άλλα τρόφιμα ή σε πόσιμες βιταμίνες.
Μόνο ο γιατρός μπορεί να βεβαιώσει πως πάσχετε από δυσανεξία στη λακτόζη, γιαυτό απευθυνθείτε σε αυτόν αν έχετε κάποιες υπόνοιες ή συμπτώματα όπως ναυτία, κράμπες, φούσκωμα, τυμπανισμό ή διάρροια.