Ο Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης συναντήθηκε σήμερα, Τετάρτη 13 Ιουνίου, με τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας κ. Προκόπη Παυλόπουλο.
Στην αρχή της συνάντησης, ο κ. Μητσοτάκης απευθυνόμενος στον κ. Παυλόπουλο, ανέφερε τα εξής:
«Ευχαριστώ κ. Πρόεδρε που ανταποκριθήκατε στο αίτημά μου για να έχουμε αυτήν τη συνάντηση, που διεξάγεται σε μια εξαιρετικά κρίσιμη συγκυρία. Ο κ. Τσίπρας ενημέρωσε εσάς χθες, αλλά και τον ελληνικό λαό για την πρόθεσή του να υπογράψει μια διακρατική συμφωνία με το βόρειο γείτονά μας. Μια συμφωνία, η οποία -κατά την άποψή μας- είναι βαθιά προβληματική, όχι μόνο επειδή βρίσκεται αντίθετη στη μεγάλη πλειοψηφία του ελληνικού λαού, διότι εκχωρεί τη “μακεδονική γλώσσα” και τη “μακεδονική εθνότητα”, που για μας είναι μια εθνική υποχώρηση μη αποδεκτή, αλλά και για ένα λόγο ακόμα: Ο κ. Τσίπρας δεν διαθέτει πολιτική νομιμοποίηση να υπογράψει αυτήν τη συμφωνία από τη στιγμή που ο κυβερνητικός του εταίρος έχει ταχθεί ξεκάθαρα απέναντι στη συμφωνία αυτή.
Βρισκόμαστε, λοιπόν, σε μια κατάσταση η οποία είναι πρωτοφανής για την ελληνική συνταγματική ιστορία. Ένας Πρωθυπουργός ο οποίος δεν έχει ξεκάθαρη κοινοβουλευτική εντολή, να έχει πρόθεση να δεσμεύσει τη χώρα και να δημιουργήσει μια πραγματικότητα η οποία, στη συνέχεια, δεν θα μπορεί να αλλάξει.
Αυτό το οποίο θέλω να σας ζητήσω είναι πολύ σαφές: Θα ήθελα να παρέμβετε και εσείς -όπως θα το πράξω και εγώ- έτσι ώστε η συμφωνία αυτή να έρθει, το συντομότερο δυνατό στη Βουλή, σε κάθε περίπτωση πριν υπογραφεί από την ελληνική κυβέρνηση, ώστε να διαπιστωθεί εάν η ίδια η Βουλή περιβάλλει αυτή τη συμφωνία με την εμπιστοσύνη της. Είναι το ελάχιστο το οποίο μπορεί να κάνει σήμερα ο κ. Τσίπρας για να εξασφαλίσει, αν μη τι άλλο, ότι τηρείται το Σύνταγμα της χώρας.
Εγώ θα κάνω ό,τι περνάει από το χέρι μου και θα εξαντλήσω όλα τα μέσα που έχω στη δυνατότητά μου, για να γίνει αυτή η συζήτηση στη Βουλή. Αλλά πιστεύω ότι και εσείς ως ρυθμιστής του πολιτεύματος, αλλά και ως ένας άνθρωπος που γνωρίζει βαθιά τη συνταγματική τάξη της χώρας, μπορείτε να παρέμβετε ώστε να γίνει το συνταγματικά αυτονόητο».