Στο μοδιστράδικο της θείας Μαρίκας – Ένα χρονογράφημα του Νίκου Γ. Σακελλαρόπουλου

Είχα πάει προσφάτως μια βόλτα στην Ακράτα και περπάτησα σ’ όλες τις γωνιές που οι μνήμες των διακοπών της πιτσιρικαρίας, είχαν στήσει χορό. Είδα και το σπίτι του θείου Ανδρέα, της θείας Μαρίκας. Ολόκληρο αρχοντικό, δυο πατώματα αναμνήσεις, μαζί με τη θεόρατη σκιά τους.

Νίκος Σακελλαρόπουλος
Γράφει ο συνεργάτης του Έμβολος δημοσιογράφος Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος

Δεν χρειάζεται να πω ότι η καρδιά μου κτύπησε πιο γρήγορα. Πιο δυνατά! Εκεί, σε μια γωνιά του ισογείου, δίπλα στην επιβλητική ξύλινη εξώπορτα, ήταν το μοδιστράδικο της θείας Μαρίκας. Ήταν η εποχή που ο κόσμος δεν ήξερε τα «Ζάρα», πιθανόν ούτε τη Σάρα και τη Μάρα, ούτε ήταν διαδεδομένη η …γρήγορη μόδα. Τότε, η μόδα πήγαινε με τον αραμπά και οδηγό τη μεζούρα, τη βελόνα και το χαρτοτένιο πατρόν…

Η δική μου θεία, η Μαρίκα, ήταν μοδίστρα με φήμη στο Αίγιο, στην Πάτρα, ακόμη και στην Αθήνα…. Ήταν τα πάντα η θεία Μαρίκα. Η Μαίρη Παναγιωταρά σε πρώιμη έκδοση. Έραβε σαν καλλιτέχνης υψηλής ραπτικής, έκανε τη λάτρα του σπιτιού, μαγείρευε σαν καλή νοικοκυρά, για τον θείο Αντρέα και τα παιδιά της,  είχε τη βελόνα στο χέρι και την κατσαρόλα στο μάτι. Η θεία μου δεν έραβε απλώς, έπλαθε ρούχα, στέριωνε τα όνειρα των γυναικών, ένα στρίφωμα τη φορά.

Το μοδιστράδικό της έμοιαζε με καταφύγιο: ράφια γεμάτα κουβαρίστρες, παλιές μπομπίνες, ψαλίδια που έτριζαν απειλητικά και ραπτομηχανές που δούλευαν σαν μηχανές του χρόνου. Κι εκείνη να ράβει φορέματα, ταγιέρ, παντελόνια. Να στενεύει ή να φαρδαίνει παλιότερα ρούχα. Να μετρά την τάλια, να ξετρυπώνει τις φούστες, να σημαδεύει τα υφάσματα με τα λευκά ειδικά σαπούνια. Να φτιάχνει τα βολάν, να καρικώνει, να φτιάχνει μανσέτες. Σταυροβελονιά και μανικοκόλληση… Πόσο γλυκά μεταμόρφωνε τις γυναίκες και πόσο μειλίχια τους μιλούσε καλλωπίζοντας τις ανασφάλειές τους.

Η θεία Μαρίκα δεν είχε ρολόι. Είχε ένστικτο. Έραβε μέρα-νύχτα, σχεδόν άυπνη. Και πάντα με ένα πειραχτήρι- χαμόγελο. Θυμάστε τη Βλαχοπούλου; «Σούζυ τρως»!!! Εικόνα κι ομοίωση της θείας Μαρίκας…

Μα δεν ήταν μόνο μοδίστρα· ήταν και μάνα, και παιδαγωγός, και ψυχολόγος. Τα κορίτσια που έπαιρνε κοντά της, δεν μάθαιναν απλώς να ράβουν. Μάθαιναν να στέκονται, να περιμένουν, να ξηλώνουν και να ξαναρχίζουν. Όπως τη ζωή. Σίγουρα την ευγνωμονούν.

Και μέσα σε όλα αυτά, είχε να μεγαλώσει παιδιά, τετράδια να διαβάσει, ρύζι να βράσει, πετσέτες, σώβρακα και πουκάμισα ν’ απλώσει και μετά να σιδερώσει. Ένα θαύμα καθημερινότητας, χωρίς ποτέ να παραπονεθεί. Α, ρε θειά λεβέντισσα.

Τώρα πια, το μοδιστράδικο είναι τυπωμένο μόνο στη μνήμη. Η θεία Μαρίκα από ψηλά βλέπει τους γιους, τις νύφες, τα εγγόνια και τα δισέγγονά της και χαμογελά. Έτσι είν’  η ζωή και πώς να την αλλάξεις…

Μόλις πέρασα απ’ έξω, στάθηκα λίγο εκεί. Άκουσα να παίζει και το παλιό ραδιόφωνο, Χατζηδάκις θα ήταν… Άκουσα και μια γνώριμη φωνή να μου λέει, όπως τότε που μου έραβε μια μπλούζα που είχα σκίσει, αφού είχα τσακιστεί στη μουσμουλιά της αυλής:  «Μη σαλέψεις, παιδάκι μου, το γιακά… τον έραψα με τάμα!»

Ναι, εκεί ήταν η θεία Μαρίκα. Με μεζούρα, βελόνα, δακτυλήθρα και ψυχή. Με τα πατρόν της ζωής της.

Μια βελονιά απ’ τα παλιά.

Συγκινήθηκα ρε παιδιά μ’ αυτό το ταξίδι με τις μνήμες.

Μάλλον μεγαλώνω ρε γαμώτο…

Προηγούμενο άρθροΠρωτοσέλιδοι βασικοί τίτλοι εφημερίδων της Κυριακής 13 Ιουλίου 2025
Επόμενο άρθροΘανάσης Κοντογεώργης: Στοίχημα η ανάπτυξη που φέρνει αισθητή αλλαγή στην καθημερινότητα των συμπολιτών μας
*Ο Νίκος Γ. Σακελλαρόπουλος είναι δημοσιογράφος και συγγραφέας («Hellas Special Άφιλτρο», «Ο Γέρος του Βοριά» που αποτελεί τη λαϊκή βιογραφία του Κωνσταντίνου Καραμανλή, «Οι Μύθοι και το Παραμύθι»). Θεωρείται εκ των πρωτεργατών της «ελεύθερης ραδιοφωνίας» και επί χρόνια ασχολήθηκε με την πολιτική αρθρογραφία και ανάλυση σε εφημερίδες, περιοδικά, ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς. Για πολλά χρόνια συνδύασε την εργασία με τα χόμπι του (αθλητισμός) , με την ιδιότητά του ως Γενικός Διευθυντής της εφημερίδας «Sportime» και της «Αθλητικής Ηχούς», ενώ έχει γράψει στίχους σε τραγούδια σημαντικών Ελλήνων δημιουργών και τραγουδιστών.