Κατά τη διάρκεια της εγχώριας δημοσιονομικής κρίσης, πέρα από την εξυγίανση των δημόσιων οικονομικών αναδείχθηκε και το θέμα της μεταβολής του αναπτυξιακού προτύπου της ελληνικής οικονομίας προς κλάδους οι οποίοι παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα αγαθά και υπηρεσίες, με σκοπό η ανάπτυξή της να είναι μακροχρόνια και βιώσιμη.
Για την επίτευξη του συγκεκριμένου στόχου είναι αναγκαία μεταξύ άλλων η μετατόπιση/κατεύθυνση κατάλληλα εξειδικευμένου ανθρώπινου δυναμικού προς κλάδους με παραγωγή διεθνώς εμπορεύσιμη. Σκοπός του συγκεκριμένου σημειώματος είναι να διερευνήσει κατά πόσο υπάρχουν μεταβολές στην κλαδική απασχόληση (μονοψήφιοι κλάδοι κατά ΣΤΑΚΟΔ 2008) που να δείχνουν μετατόπισή της προς κλάδους με διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή, χρησιμοποιώντας δεδομένα που δημοσιεύει η ΕΛΣΤΑΤ για την περίοδο 2008-2023. Σχετικά με το ποιοι κλάδοι έχουν διεθνώς εμπορεύσιμη παραγωγή, για τους σκοπούς του παρόντος σημειώματος ακολουθήθηκε η προσέγγιση των Αναστασάτου και Χαρδούβελη (2012)[1] σύμφωνα με την οποία ως τέτοιοι θεωρούνται ο Πρωτογενής τομέας, και οι κλάδοι Ορυχείων-Λατομείων, Μεταποίησης, Καταλύματος-Εστίασης και Μεταφοράς-Αποθήκευσης.
Ξεκινώντας την ανάλυση, ο πληθυσμός ηλικίας άνω των 15 ετών (Διάγραμμα 1) επί του οποίου υπολογίζονται τα μεγέθη της απασχόλησης, την περίοδο 2008-2023 παρουσιάζει συνεχή πτώση με αποτέλεσμα να περιοριστεί κατά 4,2% (ή κατά 398,1 χιλ. άτομα) στα 9,04 εκατ. από τα 9,44 εκατ. Η μείωση αυτή ήταν κυρίως αποτέλεσμα της εκροής ανθρώπινου κεφαλαίου (brain drain), δηλαδή της φυγής Ελλήνων στο εξωτερικό – ο αριθμός των οποίων ξεπερνά τις 400,0 χιλ. σύμφωνα με σχετικές μελέτες[2] – καθώς και αλλοδαπών, κυρίως με χαμηλή εξειδίκευση, οι οποίοι εξαιτίας της οικονομικής κρίσης αναζήτησαν απασχόληση σε άλλες χώρες. Σημειώνεται πως, σύμφωνα με την ΕΛΣΤΑΤ, για την περίοδο 2008-2020 που υπάρχουν δεδομένα μετανάστευσης, πάνω από 7 στα 10 άτομα που αποχώρησαν από την Ελλάδα (70,5%) ήταν άτομα που βρίσκονταν στην αρχή ή στο μέσο του εργασιακού τους βίου, δηλαδή άτομα ηλικίας 20-49 ετών. Επιπλέον, ο αριθμός των ατόμων που μετανάστευσαν προς την Ελλάδα την περίοδο 2008-2022 ήταν σαφώς μικρότερος αυτών που εξήλθαν από την χώρα με αποτέλεσμα το ισοζύγιο εισόδου-εξόδου μεταναστών προς/από τη χώρα την περίοδο αυτή να είναι αρνητικό.[3]
Διαβάστε ολόκληρη την αναφορά: Eurobank_503_7DE_24_5_24