Ο υποψήφιος ευρωβουλευτής του ΣΥΡΙΖΑ Γιώργος Τσίπρας δήλωσε πριν λίγες ημέρες το εξής: «Αν ένα παιδί προκαλεί καταστροφές στο σχολείο να τις πληρώνουμε όλοι μας. (…) Αυτή η αντίληψη περί ατομικής ευθύνης δεν πρόκειται να λύσει απολύτως τίποτα».
Εμείς εδώ, λοιπόν, ας μιλήσουμε για την άλλη αντίληψη, τη συριζαϊκή, που θέλει τις καταστροφές να τις πληρώνουμε όλοι μας. Είναι η ίδια αντίληψη που τα πηγαίνει καλά με τις ζημιές σε δρόμους και βιτρίνες από γνωστούς-αγνώστους κατά τη διάρκεια διαδηλώσεων και με τις καταλήψεις σε σχολεία και πανεπιστήμια, όπου δημόσιοι χώροι βανδαλίζονται ασύστολα μέχρι να γίνουν αγνώριστοι. Βάση της είναι μία άλλη, γενικότερη αντίληψη που δυστυχώς έχουμε στην Ελλάδα και ακούει στο όνομα «Σιγά μη κάτσω να σκάσω. Δικά μου είναι;», η οποία πηγαίνει χέρι-χέρι με την τρίτη και χειρότερη αντίληψη από όλες, που μας θέλει να τα περιμένουμε όλα από το κράτος. Βλέπετε, νομίζουμε ότι το κράτος δεν είμαστε εμείς αλλά μία ανεξάρτητη από εμάς πανταχού παρούσα θεότητα που υποχρέωσή της είναι να μας προστατεύει από τα πάντα. Εδώ, το «τα πάντα» είναι ο λογαριασμός για τους βανδαλισμούς και τις καταστροφές. Γιατί, στο τέλος, κάποιος πρέπει να πληρώσει…
Το ζήτημα με τη συγκεκριμένη προσέγγιση, το να τα περιμένουμε δηλαδή όλα από το κράτος και εν προκειμένω να πληρώνουμε τελικά όλοι για κάτι που έκαναν συγκεκριμένα άτομα, είναι πως αποτελεί τον ασφαλέστερο τρόπο για να μην αλλάξουμε ποτέ τίποτα. Έχουμε βολευτεί σε μία κατάσταση και όποτε καλούμαστε να δούμε σοβαρά τα προβλήματά της, πετάμε ένα «αυτή είναι η Ελλάδα» ή «δεν έχουμε παιδεία» και ξεμπερδεύουμε. Δεν είναι όμως τόσο απλά τα πράγματα, τουλάχιστον όχι στην προκειμένη περίπτωση. Στην πραγματικότητα, πριν την παιδεία, αυτό που δεν έχουμε είναι «νοικοκυριό». Αυτό φαίνεται από την περίπτωση βανδαλισμών και καταστροφών σε δημόσια κτίρια και χώρους, ειδικά σε σχολεία και ειδικότερα μετά από καταλήψεις. Εάν τα παιδιά μας διαλύουν τους χώρους τους οποίους χρησιμοποιούν καθημερινά, τι είδους παραστάσεις έχουν από τα σπίτια τους; Τους αρέσει αυτή η κατάσταση; Κι εμείς, οι μεγάλοι, γιατί την επιτρέπουμε;
Επειδή όμως μία τέτοια ανάγνωση ξεφεύγει από το κράτος και την κοινωνία γενικώς και φτάνει μέχρι μέσα στο σπίτι μας ειδικώς, δεν μας πολυαρέσει. Μας κάνει να νιώθουμε άβολα γιατί αισθανόμαστε περισσότερο υπεύθυνοι ατομικά. Για αυτό και προτιμάμε να λέμε ότι «φταίει το κράτος» ή «φταίει η παιδεία» και αρκούμαστε σε λύσεις τύπου «να πληρώνουμε την καταστροφή όλοι μας» και για αυτό, εδώ που τα λέμε, το «νοικοκυριό» ως έννοια έχει φτάσει να φορτίζεται αρνητικά: «Νοικοκυραίος» αποκαλείται περιφρονητικά ο συντηρητικός, κάτι που ξεκίνησε από αυτούς που αυτοαποκαλούνται «προοδευτικοί».
Αυτοί οι «προοδευτικοί» είναι που θέλουν να πληρώνουμε όλοι μας τις καταστροφές που κάνει «ένα παιδί», το οποίο παιδί εν τω μεταξύ έχει σπίτι και γονείς, οι οποίοι, εάν τύχει και είναι «νοικοκυραίοι», θα φροντίσουν να μην το ξανακάνει ασχέτως αν πρέπει να πληρώσουν ή όχι. Το μέτρο πληρωμής των γονέων είναι για όλους τους υπόλοιπους, γιατί κάπως πρέπει να καλλιεργηθεί και αυτή η άμοιρη η ατομική ευθύνη στη χώρα μας. Κάπως πρέπει να σπάσει αυτός ο κύκλος που θέλει τα παιδιά μας να μην έχουν ποτέ συνέπειες για τίποτα και μετά να γίνονται με τη σειρά τους εκείνοι οι ενήλικες που αποφεύγουν τις γονεϊκές και λοιπές κοινωνικές ευθύνες τους.
Πρόκειται για έναν φαύλο κύκλο που μεγάλωσε γενιές και γενιές στην Ελλάδα, δυστυχώς, και επειδή μας βόλευε όλους, θέλουμε το ίδιο και για τα παιδιά μας. Μόνο που εδώ και μερικά χρόνια, στη χώρα μας, το πάρτι με τα λεφτά των άλλων τελείωσε. Μετά από δύο απανωτές οικονομικές κρίσεις, κανένας λογικός άνθρωπος δεν έχει την όρεξη, αν όχι την πολυτέλεια, να πληρώνει για τις ζημιές κάποιου άλλου και, ειδικά σε ό,τι αφορά τα παιδιά μας, δεν είναι πια καθόλου σίγουρο πως έξω από το παιδικό δωμάτιο τους περιμένει το βόλεμα στο δημόσιο ή η στρωμένη δουλειά του μπαμπά. Όποιος το αντιλαμβάνεται αυτό και εξακολουθεί να μη θέλει να αντιμετωπίζουν τα παιδιά του τις συνέπειες των πράξεών τους, μάλλον δεν θέλει το καλό τους.