Οι ανακοινώσεις της ΕΛΣΤΑT για το δημογραφικό πρόβλημα της Ελλάδας με τη σημαντική μείωση των γεννήσεων στη χώρα, δεν έχουν εκτιμηθεί επαρκώς, ως προς την επιρροή τους στο οικονομικό πρόβλημα της χώρας σε μεσομακροπρόθεσμο επίπεδο.
Η διάρθρωση του παραγωγικού μας δυναμικού, η δομή του και η συμμετοχή του στην ανάπτυξη, συνδέεται άρηκτα με το πώς θα πορευτούμε τα επόμενα χρόνια. Παρά τις θετικές εξελίξεις σε βασικά μεγέθη και δείκτες, οι κίνδυνοι που επηρεάζουν τις προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας είναι την παρούσα συγκυρία σημαντικοί, όχι μόνον εξαιτίας των πρόσφατων φυσικών καταστροφών, αλλά και λόγω άλλων παραγόντων που σχετίζονται με τις ασθενείς επιδόσεις της ευρωπαϊκής οικονομίας, τη διατήρηση των πληθωριστικών πιέσεων διεθνώς, τις επιπτώσεις των αυξημένων επιτοκίων και την αβεβαιότητα σχετικά με τις εξελίξεις στις αγορές ενέργειας και τροφίμων.
Η κατανάλωση παραμένει πυλώνας κάθε οικονομίας και η φτωχοποίηση υπονομεύει τουλάχιστον την εγχώρια κατανάλωση, παρά την αύξηση του τουρισμού. Και εννοείται πώς η ιδιωτική κατανάλωση ροκανίζεται ύπουλα από τον δημογραφικό μαρασμό.
Με βάση ορισμένες πολύ πρόσφατες ενδείξεις, οι φυσικές καταστροφές ήδη επιφέρουν αυξήσεις στις τιμές των τροφίμων, ενώ παράλληλα ανοδικά κινείται και η διεθνής τιμή του πετρελαίου, με ό,τι οι εξελίξεις αυτές μπορεί να συνεπάγονται για την αγοραστική δύναμη των νοικοκυριών και, επομένως, για την ιδιωτική κατανάλωση.
Από την άλλη πλευρά, αρκετοί είναι και οι παράγοντες που μπορούν να συμβάλλουν στη βελτίωση των προοπτικών για το ΑΕΠ της Ελλάδας, όπως οι συνεχιζόμενες θετικές εξελίξεις στον τουριστικό τομέα, η αξιοποίηση των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης και του ΕΣΠΑ για την ενδυνάμωση των παραγωγικών επενδύσεων, η ενίσχυση της ανθεκτικότητας της οικονομίας μέσα από την εκπλήρωση των δημοσιονομικών στόχων και η ανάκτηση επενδυτικής βαθμίδας για τα ελληνικά κρατικά ομόλογα.
Μέσα στο περιβάλλον αυτό, ο παράγοντας γήρανση και δημογραφική αλλοίωση, πρέπει να μπει σοβαρά ως σημαντικός συντελεστής της εξίσωσης για την ελληνική οικονομία.