«H Κυβέρνηση, από τον περασμένο Αύγουστο κιόλας, έχει αναλάβει δραστικές πολιτικές και νομοθετικές πρωτοβουλίες για τη ριζική αντιμετώπιση τόσο των λογισμικών παρακολούθησης όσο και των συστημικών προβλημάτων στη λειτουργία της ΕΥΠ.
Η ελληνική Δικαιοσύνη προχωρά τη διερεύνηση, συμπεριλαμβανομένης της περιόδου διακυβέρνησης από τον ΣΥΡΙΖΑ και των όσων σχετικών αναφέρονται σε αυτήν, με την αμέριστη συνδρομή των κρατικών αρχών, ώστε να διαλευκανθεί κάθε πτυχή, ακόμα και το εάν στο εσωτερικό της ΕΥΠ αναπτύχθηκαν δραστηριότητες εκτός πλαισίου. Από τη στιγμή, πάντως, που ο Πρωθυπουργός αντέδρασε, με το γνωστό τρόπο, στην περίπτωση της νόμιμης επισύνδεσης του τηλεφώνου του κ. Ανδρουλάκη, είναι αδιανόητο να υπονοείται ότι τελούσε σε γνώση του ή, πολύ περισσότερο, ότι είχε δώσει εντολή να παρακολουθούνται άνθρωποι που συμπορεύεται μαζί τους επί δεκαετίες ή και κρατικοί αξιωματούχοι, μαζί με τους οποίους αντιμετώπισε επιτυχώς μείζονα ζητήματα για την Πατρίδα.
Κομβικό σκέλος της υπόθεσης αυτής είναι και η ύπαρξη ρυπαρών δικτύων, τα οποία συνεργάζονται με συγκεκριμένα ΜΜΕ, διοχετεύοντάς τους υλικό που μένει να αποδειχθεί ο βαθμός αληθείας του. Ο σκοπός αυτών των κυκλωμάτων είναι η μετατροπή της δημόσιας ζωής σε βούρκο και η επιστροφή σε αλήστου μνήμης εποχές, όταν η πολιτική στην Ελλάδα κινούνταν στο ρυθμό “κασετών”. Η αλλαγή στην ηγεσία της ΕΥΠ και η ψήφιση σύγχρονης νομοθεσίας αποσκοπούν στο να θεραπεύσουν πληγές του παρελθόντος και να ενισχύσουν την Υπηρεσία στην επιτέλεση του κρίσιμου εθνικού της ρόλου.
Η Ελληνική Δημοκρατία διαθέτει θεσμούς, νόμους και αρχές που θα φωτίσουν κάθε πτυχή της υπόθεσης αυτής. Η Ελλάδα δεν θα γυρίσει πολιτικά στον προηγούμενο αιώνα και δεν θα ανακοπεί η πορεία προόδου και αναβάθμισης της. Το συλλογικό και το πατριωτικό δεν θα υποταχθούν σε καμία επιδίωξη άλλου είδους, από όπου κι αν προέρχεται».