Τι είπαν Μητσοτάκης και Σολτς μετά την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου

Το πλήρες κείμενο των δηλώσεων προς τον Τύπο και των απαντήσεων σε ερωτήσεις δημοσιογράφων του πρωθυπουργού Κυριάκου Μητσοτάκη και του Καγκελάριου της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας Όλαφ Σολτς (Olaf Scholz), μετά την κατ’ ιδίαν συνάντησή τους στο Μέγαρο Μαξίμου έχει ως εξής:

 

Κυριάκος Μητσοτάκης

Αγαπητέ Καγκελάριε της Ομοσπονδιακής Δημοκρατίας της Γερμανίας, φίλε Olaf

Η Αθήνα σε υποδέχεται σε ένα κλίμα που δεν θυμίζει σε τίποτα τη συννεφιασμένη Ελλάδα των μνημονίων. Θα έλεγα σε μια ατμόσφαιρα ακόμα καλύτερη από εκείνη της περσινής επίσκεψης της προκατόχου σας, της κας Merkel. Της τελευταίας με την παλιά της ιδιότητα που επίσης είχε γίνει πριν ακριβώς από ένα χρόνο, ίδιες μέρες.

Γιατί χάρη στις προσπάθειες πρωτίστως των Ελλήνων πολιτών αλλά και της Πολιτείας, σχεδόν όλα είναι πολύ διαφορετικά. Στην οικονομία, στην κοινωνία, στη διεθνή θέση της χώρας. H Ελλάδα σήμερα είναι, επιτέλους, εκτός ευρωπαϊκής εποπτείας με 11 θετικές αξιολογήσεις τα τελευταία τρία χρόνια. Εμφανίζει έναν από τους πιο δυναμικούς ρυθμούς ανάπτυξης στην Ευρώπη. Περιορίζοντας την ανεργία και προσβλέποντας σε πρωτογενές πλεόνασμα το 2023.

Ταυτόχρονα, έχει εκτινάξει επενδύσεις και εξαγωγές. Κι όλα αυτά, ενώ μειώνει το δημόσιο χρέος, το οποίο φέτος θα πέσει στο 170% του ΑΕΠ. Κάτι που αποδεικνύει ότι η οικονομική πρόοδος μπορεί να συμβαδίζει με τη δημοσιονομική ισορροπία.

Σημειώνω, τέλος, ότι η συνολική αυτή αναβάθμιση συντελείται την ώρα που η πατρίδα μου παράλληλα αμύνεται. Τόσο απέναντι στην ενεργειακή ακρίβεια από τον πόλεμο στην Ουκρανία, όσο και στις εθνικές προκλήσεις που γεννάει η επιθετική συμπεριφορά των γειτόνων της.

Στο πρώτο μέτωπο, με ένα ευρύ πρόγραμμα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων, κόντρα στις διεθνείς ανατιμήσεις. Στο δεύτερο μέτωπο, θωρακίζοντας την άμυνα και διευρύνοντας τις συμμαχίες της.

Για την αξιοπιστία που κατέκτησε η χώρα μας, άλλωστε, είμαστε υπερήφανοι όλοι οι Έλληνες. Είναι αυτή που αποδεικνύει, ότι η Ελλάδα σέβεται και αξιοποιεί παραγωγικά την ευρωπαϊκή αρωγή, όπως το πρόγραμμα του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF). Και όσο πιο αποτελεσματικά την αξιοποιεί, τόσο πιο πειστικά μπορεί στη συνέχεια να διεκδικήσει και νέους πόρους.

Είναι χαρά μου, λοιπόν, κύριε Καγκελάριε, που συνεργαζόμαστε από νέες θέσεις, για τους κοινούς στόχους της ηπείρου μας. Μακριά από ρόλους ισχυρού και αδύναμου ή πιστωτή και δανειζόμενου – ρόλοι του παρελθόντος.

Με την πατρίδα μου τώρα, να μην ζητά, απλά παθητικά, όπως έκανε εδώ και πολλά χρόνια. Αλλά να συζητά ισότιμα, δημιουργικά. Συμβάλλοντας, στη διάρκεια της πανδημίας, στο Ευρωπαϊκό Ψηφιακό Διαβατήριο, αλλά και στη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης.

Και πρωταγωνιστώντας, τώρα, για μία ενιαία κοινοτική πολιτική στην Ενέργεια. Για την Ευρωπαϊκή Στρατηγική Αυτονομία. Αλλά και για την περαιτέρω εμβάθυνση της Δημοκρατίας στα κράτη-μέλη που πολιορκούνται ξανά από το λαϊκισμό και τη δημαγωγία.

Ζούμε, πράγματι, σε μια καινούργια εποχή. Με νέα στοιχήματα. Όμως είμαστε οπλισμένοι με πολύτιμες εμπειρίες. Ήδη η Ευρώπη -με τη Γερμανία σε έναν κομβικό ρόλο- συντονίζει τα βήματά της, ώστε να απαντήσει στις αρνητικές συνέπειες από τη ρωσική πολιτική στο φυσικό αέριο.

Και δεν θα μπορούσε, νομίζω, να υπάρξει καλύτερη απάντηση από αυτήν που είχε δώσει ο Willy Brandt όταν αναγορεύτηκε σε Επίτιμο Διδάκτορα στο Πάντειο Πανεπιστήμιο, το 1975. Τα λόγια του αντηχούν επίκαιρα όσο ποτέ.

Έλεγε τότε ο Willy Brandt, μετά την πετρελαϊκή κρίση του ’73: «Μερικοί νομίζουν ότι μπορούσαν να λύσουν μόνοι τα προβλήματα. Κάτι που διδάσκει με σαφήνεια ότι η ευρωπαϊκή αλληλεγγύη, όλο το έργο της ευρωπαϊκής ενοποίησης, πρέπει να είναι σε θέση να επιζήσει, ακόμα και εν μέσω καταιγίδας».

Και κατέληγε με το συμπέρασμα ότι «έχει απόλυτη προτεραιότητα η ανάπτυξη μιας κοινής ευρωπαϊκής ενεργειακής πολιτικής».

Και προσυπογράφω κάθε λέξη αυτής της πολύτιμης παρακαταθήκης του μεγάλου Γερμανού και Ευρωπαίου ηγέτη. Και κανείς, πιστεύω, ότι δεν θα αμφισβητήσει την επίκαιρη ισχύ τους.

Όσο για τις διμερείς μας σχέσεις, αγαπητέ φίλε Olaf, μιλούν καλύτερα από όλα οι αυξημένες εμπορικές μας συναλλαγές. Η Γερμανία είναι από τους πρώτους επενδυτές στην πατρίδα μου. Είναι μια από τις κυριότερες αγορές για ελληνικά αγροτικά προϊόντα. Είναι μια από τις σημαντικότερες αγορές για τον ελληνικό τουρισμό.

Ενώ και στο πεδίο της Άμυνας, πρόσφατα εγκαινιάσαμε μια νέα μορφή κυκλικής ανταλλαγής, που εκσυγχρονίζει τον εξοπλισμό των ελληνικών Ενόπλων Δυνάμεων, στηρίζοντας ταυτόχρονα και την Ουκρανία.

Και βέβαια, να τονίσω τη συμμετοχή γερμανικών εταιρειών σε μεγάλα έργα. Ελλάδα και Γερμανία πρωτοστατούν στην πράσινη μετάβαση. Η Αστυπάλαια, για παράδειγμα, γίνεται από κοινού με σημαντική Γερμανική εταιρία, την Volkswagen, ένα νησί-πρότυπο της νέας εποχής. Αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα του εύρους των συνεργασιών που μπορούν να δρομολογηθούν στον τομέα των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας.

Όσο για τα κενά μεταξύ μας, υπάρχουν για να γεφυρώνονται. Για αυτό και δεν θα κρύψω ότι για την Αθήνα παραμένει ανοιχτό το θέμα των πολεμικών αποζημιώσεων. Ειδικά του Κατοχικού Δανείου. Η ρύθμισή του θα ήταν αμοιβαία επωφελής. Σε μια συγκυρία, μάλιστα, που η Ελληνογερμανική σύμπλευση απέναντι στις προκλήσεις των καιρών είναι ακλόνητη.

Με κορυφαία, ασφαλώς, τη Ρωσική εισβολή στην Ουκρανία όπου διαπιστώσαμε για ακόμη μια φορά ότι οι απόψεις μας είναι ταυτόσημες. Το έχουμε συζητήσει πολλές φορές στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο: η Ευρώπη δεν μπορεί να ανεχτεί, ύστερα από 80 χρόνια, έναν νέο πόλεμο στην καρδιά της. Ούτε να επιτρέψει την επανάληψη ενός τετελεσμένου εισβολής και κατοχής, όπως αυτό που, δυστυχώς, ακόμα αιμορραγεί στην Κύπρο.

Το Διεθνές Δίκαιο και το απαραβίαστο των συνόρων πρέπει, συνεπώς, να αποκατασταθούν. Και η υπόθεση της Ουκρανίας να αναδειχθεί ως μία εθνική υπόθεση όλων των κρατών του πολιτισμένου κόσμου. Αλλά και ως μία συλλογική υποχρέωση απέναντι στις αξίες μας.

Για να συμβούν, ωστόσο, όλα αυτά, η Ευρωπαϊκή αντίδραση πρέπει να είναι διπλή: από τη μία πλευρά πρέπει να εντείνουμε τη συμπαράστασή μας προς τον αμυνόμενο και από την άλλη πρέπει -και το συζητήσαμε αυτό εκτενώς με τον κ. Καγκελάριο- να ακυρώσουμε τον σχεδιασμό της Μόσχας που αποζητά αστάθεια στις δυτικές κοινωνίες με μοχλό την ενεργειακή ακρίβεια και συγκεκριμένα τις τιμές του φυσικού αερίου.

Πώς; Θέτοντας όρια στις αγορές όταν αυτές αυτονομούνται. Και προστατεύοντας τους πολίτες από άδικα βάρη. Και νομίζω ότι έχουμε κάνει πολύ σημαντική πρόοδο στις συζητήσεις μας για μία κοινή Ευρωπαϊκή απάντηση σε κάτι το οποίο αποτελεί κοινή ευρωπαϊκή πρόκληση.

Τέλος, συζητήσαμε και τα θέματα που αφορούν τη γειτονιά μας, την ανατολική Μεσόγειο. Και επανέλαβα στον κ. Καγκελάριο αυτό που έχω πει πολλές φορές: ότι είναι πραγματικά κρίμα, ο κ. Erdogan να μην βλέπει ότι βαδίζει σε ένα αδιέξοδο, όταν δηλητηριάζει το λαό του με ψέματα κατά της Ελλάδος.

Γιατί οι γείτονές μας και όλοι οι εταίροι μας γνωρίζουν ότι τα Ελληνικά νησιά δεν απειλούν κανέναν. Όλοι γνωρίζουν ότι οι διεθνείς Συμβάσεις δεν αλλάζουν με αυθαίρετες ερμηνείες. Ούτε η Ιστορία με ψευδαισθήσεις, ούτε η γεωγραφία με παραχαραγμένους χάρτες.

Οι θέσεις μας είναι σαφείς. Στο μεταναστευτικό, η Ελλάδα φρουρεί και θα φρουρεί τα Εθνικά και Ευρωπαϊκά σύνορα. Αποκρούοντας τις εισβολές των δουλεμπόρων, σώζοντας κάθε μέρα ζωές στο Αιγαίο, προστατεύοντας τους κατατρεγμένους.

Και βέβαια, η θέση μας απέναντι στις απειλές, είναι και αυτή πολύ σαφής: αντιτάσσουμε στην προκλητικότητα τη διεθνή νομιμότητα. Το Διεθνές Δίκαιο, το Δίκαιο της Θάλασσας. Το μόνο εργαλείο το οποίο έχουμε στη διάθεσή μας για να λύσουμε τη διαφορά μας με την Τουρκία που δεν είναι άλλη από την οριοθέτηση των θαλασσίων ζωνών στο Αιγαίο και στην ανατολική Μεσόγειο.

Και είναι ζητήματα που επίσης συζητήσαμε, σε συνάρτηση και με αυτό το έγγραφο που κυκλοφορεί ως δήθεν «Τουρκολιβυκό Σύμφωνο». Και βέβαια, ενημέρωσα τον κ. Καγκελάριο για την ετοιμότητα της Ελλάδος να συμμετέχει πάντα και στη «Διαδικασία του Βερολίνου». Θέλουμε να έχουμε άποψη και λόγο για τις εξελίξεις στη Λιβύη.

Θέλω να κλείσω με μία ευχή. Η ευχή είναι, έστω και καθυστερημένα, οι γείτονές μας να επιλέξουν το δρόμο της αποκλιμάκωσης. Της νομιμότητας, της ειρηνικής συνύπαρξης. Χωρίς ρητορικές εξάρσεις, αλλά με δημιουργικές πράξεις.

Από πλευράς μου θα με βρουν πάντα έτοιμο να τείνω χείρα φιλίας. Δεν έχουμε περιθώρια για άλλες αχρείαστες εστίες έντασης. Έχουμε υποχρέωση να λύνουμε τις διαφορές μας ειρηνικά. Αυτό θέλουν οι λαοί μας. Αυτό θέλει ο ελληνικός, αυτό θέλει ο τουρκικός λαός, αυτό θέλει όλη η Ευρώπη. Σίγουρα αυτό θέλει η Αθήνα.

Αξιότιμε Καγκελάριε, ολοκληρώνοντας τις επαφές μας ειλικρινά νιώθω πολύ πιο αισιόδοξος. Νομίζω ότι το ίδιο μπορούν να αισθάνονται και όλοι οι Έλληνες και όλοι οι Γερμανοί.

Κάνουμε πολλά μαζί. Μπορούμε να κάνουμε πολλά περισσότερα. Με κατανόηση, με σεβασμό, με αλληλεγγύη, με τολμηρές κινήσεις συνεργασίας, γιατί όπως λέει και μία γερμανική παροιμία: «μοιρασμένη λύπη είναι μισή λύπη. Μοιρασμένη χαρά, είναι διπλή χαρά».

«Geteiltes Leid ist halbes Leid. Geteilte Freude ist doppelte Freude».

Και πάλι, καλώς ήρθατε στην Αθήνα, κ. Καγκελάριε.

Olaf Scholz

Αγαπητέ Κυριάκο, αξιότιμες κυρίες και κύριοι,

Είναι μία μεγάλη χαρά για εμένα το ότι βρίσκομαι σήμερα στην Αθήνα και ευχαριστώ εγκαρδίως για τη φιλοξενία. Η Ελλάδα και η Γερμανία συνδέονται με μία μακρά και πολυκύμαντη ιστορία, όπως μας υπενθυμίζει και η αυριανή εορτή του «ΟΧΙ».

Σήμερα είμαστε στενοί εταίροι στην ΕΕ και σύμμαχοι στο ΝΑΤΟ. Οι πολίτες των χωρών μας διατηρούν φιλικές σχέσεις, όπως φαίνεται πάντοτε με εντυπωσιακό τρόπο μετά από κάθε τουριστική περίοδο.

Την ημέρα την ξεκινήσαμε και οι δύο με μία επίσκεψη στην Ακρόπολη. Η επίσκεψη με εντυπωσίασε και ήταν για εμένα μία εξαιρετικά σημαντική στιγμή, καθώς στην κοινή μας ευρωπαϊκή ιστορία ανήκει και το ότι η Δημοκρατία εφαρμόστηκε εδώ για πρώτη φορά σε τόσο μεγάλο βαθμό, επηρέασε τις γλώσσες και την κοσμοθεωρία μας. Γι’ αυτό και είναι ένα από τα σημαντικότερα μνημεία της Ευρώπης. Και είμαι πολύ ικανοποιημένος για το ότι βρισκόμαστε μαζί στην κοινή μας Ένωση.

Η αντιπροσωπεία μου και εγώ ήρθαμε σε μία νέα Ελλάδα. Παρά το γεγονός ότι όλοι στην Ευρώπη έχουμε πληγεί από τις τρέχουσες κρίσεις, είναι σαφές ότι οι οικονομικές μεταρρυθμίσεις εδώ στην Ελλάδα απέδωσαν καρπούς, και η δυναμική της οικονομίας της χώρας είναι εμφανής.

Στο επίκεντρο των σημερινών μας διαβουλεύσεων βρέθηκαν οι μεγάλες προκλήσεις που έχουμε να αντιμετωπίσουμε στην Ευρώπη. Ακριβώς εξαιτίας αυτής της πρόκλησης είμαι ικανοποιημένος για το γεγονός ότι η συνεργασία ανάμεσα στις κυβερνήσεις μας είναι τόσο στενή και διέπεται από εμπιστοσύνη. Από τα θέματα που συζητήσαμε σήμερα, θα ήθελα να επισημάνω ιδιαιτέρως τρία.

Κατ’ αρχάς είναι η ρωσική επίθεση στην Ουκρανία. Γιατί πρόκειται για την αιτία πολλών δυσκολιών, με τις οποίες είμαστε υποχρεωμένοι αυτή τη στιγμή να παλέψουμε. Γερμανία και Ελλάδα είναι απολύτως σύμφωνες ότι εξαρτάται από τη Ρωσία το να σταματήσει αμέσως ο αδικαιολόγητος επιθετικός πόλεμος εναντίον της Ουκρανίας και να αποσύρει τα στρατεύματά της. Είμαι ευγνώμων για το γεγονός ότι είμαστε από κοινού σε θέση να εξοπλίζουμε τις ουκρανικές Ένοπλες Δυνάμεις με στρατιωτικό υλικό που είναι απολύτως απαραίτητο, μεταξύ αυτού και τεθωρακισμένα οχήματα, και μάλιστα κατά τρόπον ώστε το υλικό αυτό μπορεί να χρησιμοποιηθεί άμεσα επιτόπου και χωρίς καμία άλλη καθυστέρηση.

Η ενεργειακή κρίση στην Ευρώπη ήταν το δεύτερο μεγάλο θέμα το οποίο συζητήσαμε. Και αυτή είναι, φυσικά, άμεση συνέπεια της ρωσικής επίθεσης σε βάρος της Ουκρανίας. Και αυτό είναι κάτι που δεν πρέπει να λησμονούμε, όταν τώρα διαμαρτυρόμαστε για τις υψηλές τιμές στο φυσικό αέριο και το ηλεκτρικό ρεύμα. Ο στόχος μας θα πρέπει να είναι απολύτως σαφής: οι τιμές θα πρέπει να πέσουν. Και είμαστε σύμφωνοι ότι αυτή η κρίση μπορεί να αντιμετωπιστεί μόνον αν επιδείξουμε αλληλεγγύη.

Την προηγούμενη εβδομάδα συζητήσαμε στο Ευρωπαϊκό Συμβούλιο λεπτομερώς το ζήτημα και θεωρώ ότι λάβαμε πολύ έξυπνες, καλές αποφάσεις. Σχεδιάζουμε να αξιοποιήσουμε την κοινή μας δύναμη για να δημιουργήσουμε κοινοπραξίες που θα μπορούν να αγοράζουν από κοινού φυσικό αέριο. Αυτό θα οδηγήσει στη μείωση των τιμών. Θέλουμε να δημιουργήσουμε τις δυνατότητες, π.χ. σε σχέση με τις χωρητικότητες αποθήκευσης, ώστε να αποκτήσουμε από κοινού ένα κομμάτι. Και θέλουμε να συνεισφέρουμε, ώστε με τις αποφάσεις που ελήφθησαν σε σχέση με την αντιμετώπιση των πολύ υψηλών τιμών να απομακρύνουμε από την αγορά τις κερδοσκοπικές δυνάμεις. Αυτό είναι εξαιρετικά σημαντικό.

Σημαντικό θα είναι, όταν θα κάνουμε αυτό και θα υποστηρίξουμε τους πολίτες μας, το να μην λησμονήσουμε να επιταχύνουμε την ανάπτυξη των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας. Αυτή θα είναι η βάση για το ασφαλές ενεργειακό μέλλον της Ευρώπης. Χτίζουμε τις υποδομές. Και η Ελλάδα τα πηγαίνει στο θέμα αυτό εξαιρετικά. Αυτό που χρειαζόμαστε σήμερα είναι π.χ. οι εισαγωγές φυσικού αερίου, όμως αναπτύσσουμε και τις Ανανεώσιμες Πηγές Ενέργειας.

Στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου εξετάσαμε και τα σημαντικά οικονομικά εργαλεία που έχουμε στη διάθεσή μας με το Ταμείο Ανάκαμψης, αλλά και με το πρόγραμμα REPowerEU. Πρόκειται για πολύ βοηθητικά προγράμματα, τα οποία ειδικά αυτήν την περίοδο είναι πολύ χρήσιμα και παρέχουν μεγάλα κεφάλαια για επενδύσεις στο μέλλον. Ο στόχος ακριβώς θα πρέπει να είναι το να γίνουμε ανεξάρτητοι από τις εισαγωγές Ενέργειας από τη Ρωσία, προκειμένου να μπορέσουμε να εγγυηθούμε μακροπρόθεσμα τις χαμηλές τιμές.

Φυσικά συζητήσαμε και για την κατάσταση στην Ανατολική Μεσόγειο. Ήδη εκφράστηκα για το ζήτημα αυτό σε σημερινή μου συνέντευξη και είπα ό,τι είναι απαραίτητο. Η Μεσόγειος είναι μια περιοχή γεμάτη δυνατότητες, ειδικά στον οικονομικό τομέα, και θα έπρεπε να είναι προς το συμφέρον όλων των γειτονικών χωρών στην περιοχή να εξαντλήσουν όλες τις δυνατότητες αυτές προς όφελος των λαών τους. Κατά τις συνομιλίες μας αποκόμισα την εντύπωση ότι η Ελλάδα είναι απολύτως διατεθειμένη να κάνει κάτι τέτοιο, και ως προς αυτό μπορεί και θα πρέπει κανείς να της επιδείξει εμπιστοσύνη.

Για παράδειγμα, οι σχέσεις καλής γειτονίας μεταξύ της Ελλάδας και της Τουρκίας δεν είναι σημαντικές μόνον για τις δύο χώρες, αλλά και για ολόκληρη την Ευρώπη και τη διατλαντική Συμμαχία.

Γι’ αυτό και διακατέχομαι από τη βεβαιότητα πως όλα τα ζητήματα που εγείρονται μπορούν και πρέπει να επιλύονται πάντοτε με διάλογο και επί τη βάσει του Διεθνούς Δικαίου.

Και τέλος -και επ’ αυτού συζητήσαμε και είναι σημαντικό για εμένα- μιλήσαμε πολύ σε σχέση και με τα συμβαίνοντα κατά τις τελευταίες εβδομάδες και μήνες για την περαιτέρω ανάπτυξη της ΕΕ. Πρόκειται για την Ουκρανία και την προοπτική που της διανοίξαμε, όπως και τη Μολδαβία και μακροπρόθεσμα και τη Γεωργία. Αλλά πρώτα απ’ όλα πρόκειται για την προοπτική των έξι βαλκανικών κρατών, τα οποία πριν από σχεδόν είκοσι χρόνια έλαβαν, σε μία συνάντηση στη Θεσσαλονίκη, την υπόσχεση ότι είναι δυνατόν να γίνουν μέλη της ΕΕ. Πρέπει πλέον να προκύψει κάτι από την υπόσχεση αυτή. Και οι δύο μας αισθανόμαστε πολύ υποχρεωμένοι να προωθήσουμε αυτή τη διαδικασία. Κατά την άποψή μου, είναι ο σωστός δρόμος.

Ήταν πολύ καλές οι διαβουλεύσεις που είχαμε μέχρι τώρα. Είναι καλές οι σχέσεις μας, επί των οποίων μπορούμε να οικοδομήσουμε και τις οποίες θέλουμε να αναπτύξουμε περαιτέρω. Χαίρομαι για την καλή εξέλιξη της Ελλάδας. Και όσον αφορά τις προκλήσεις που είναι συνδεδεμένες με τον επιθετικό πόλεμο της Ρωσίας, θα τις αντιμετωπίσουμε από κοινού προς όφελος των πολιτών και των οικονομιών μας.

Ερωτήσεις

Γιάννης Οικονόμου: Ο κ. Καγκελάριος και ο κ. Πρωθυπουργός θα απαντήσουν σε τέσσερις ερωτήσεις – δύο Ελλήνων και δύο Γερμανών δημοσιογράφων. Ξεκινάμε με τον κύριο Νίκο Μελέτη από την ΕΡΤ και στη συνέχεια με τον κύριο Michael Fischer από το DPA.

Νίκος Μελέτης: Η ερώτησή μου για τον κ. Καγκελάριο. Κύριε Scholz, η Ευρώπη χαιρέτησε με ενθουσιασμό την αποφασιστικότητα με την οποία η Γερμανία καταδίκασε την αμφισβήτηση της ακεραιότητας της Ουκρανίας η οποία κατέληξε βεβαίως στη ρωσική εισβολή πριν από μερικούς μήνες. Ήθελα να ρωτήσω τη θέση σας για την καθημερινή αμφισβήτηση κυριαρχίας του ευρωπαϊκού εδάφους, την αμφισβήτηση που κάνει η Τουρκία στην ελληνική κυριαρχία στα νησιά του Αιγαίου, με πρόσχημα το αίτημα για αφοπλισμό τους.

Olaf Scholz: Είπα και στη σημερινή μου συνέντευξη και θα ήθελα να επαναλάβω ότι όλοι έχουν συμφέρον να υπάρχουν καλές σχέσεις γειτονίας. Kαι ο Πρωθυπουργός τοποθετήθηκε σε αυτό το ζήτημα.

Γιάννης Οικονόμου: Ο κ. Fischer και στη συνέχεια ο κ. Ευγενίδης από την τηλεόραση του STAR.

Marc Fischer: Κύριε Καγκελάριε, θα ήθελα να κάνω μια ερώτηση σε σχέση με την Τουρκία. Η Υπουργός Εξωτερικών Baerbock τον Ιούλιο πήρε ξεκάθαρη θέση υπέρ της Ελλάδας στη διένεξη για τα νησιά. Βλέπετε κι εσείς τον ρόλο της Γερμανίας τόσο ξεκάθαρα στο πλευρό της Ελλάδας σε ό,τι αφορά αυτή τη διένεξη μεταξύ δύο εταίρων του ΝΑΤΟ ή βλέπετε εδώ έναν ουδέτερο ρόλο της Γερμανίας, ακόμα κι έναν διαμεσολαβητικό ρόλο; Και σε συνάρτηση με αυτό, θα ήταν πρόβλημα για εσάς αν η Ελλάδα εγκαταστήσει στα σύνορα με την Τουρκία τα Marder που μόλις παραδόθηκαν στο πλαίσιο της κυκλικής ανταλλαγής; Κύριε Πρωθυπουργέ, μια ερώτηση για το θέμα των επανορθώσεων: είπατε μόλις ότι είναι ένα ανοιχτό ζήτημα και ότι πρέπει να βρεθεί μια λύση που να είναι θετική και για τις δύο πλευρές. Καταλαβαίνουμε σωστά από αυτό ότι αναμένετε, όπως και η Πολωνία, διαπραγματεύσεις από τη Γερμανία για τις επανορθώσεις;

Olaf Scholz: Αν μπορώ κατ’ αρχάς να πω, τα Marder παραδόθηκαν στην Ελλάδα και δεν δίνεται καθημερινή αναφορά πού βρίσκονται. Ούτε τη ζητάμε. Αυτό δεν το κάναμε ούτε στα άλλα οπλικά συστήματα που παραδώσαμε τα τελευταία χρόνια και δεν θα το κάνουμε ούτε στο μέλλον.

Η Ελλάδα είναι ένας αξιοσέβαστος εταίρος του ΝΑΤΟ με τον οποίο συνεργαζόμαστε σε όλα τα πεδία και αυτή θα ήταν μια παράξενη στάση. Επομένως, δεν μπορώ να απαντήσω σε αυτή την ερώτηση και δεν θέλω να χρειαστεί να απαντήσω.

Όσον αφορά τη συνεργασία, θα επαναλάβω αυτό που δήλωσα στην εφημερίδα, ότι οι εταίροι στο ΝΑΤΟ δεν πρέπει να αμφισβητούν ο ένας την κυριαρχία του άλλου και όλα τα ζητήματα πρέπει να επιλύονται με διάλογο και στη βάση του Διεθνούς Δικαίου και επ’ αυτού είμαστε σύμφωνοι. Υπήρχε τρίτη ερώτηση; Περί αυτού πρόκειται, να παρέχουμε βοήθεια σε όλα αυτά που πρέπει να γίνουν.

Κυριάκος Μητσοτάκης: Κατ’ αρχάς, εγώ θέλω να εκφράσω την ικανοποίησή μου για την πολύ καθαρή στάση του Καγκελάριου Scholz, ότι δεν νοείται αμφισβήτηση εθνικής κυριαρχίας ευρωπαϊκής χώρας, μέλους του ΝΑΤΟ, πόσο μάλλον από άλλη χώρα του ΝΑΤΟ.

Τα πράγματα εδώ είναι πολύ ξεκάθαρα. Και νομίζω ότι η Γερμανία έχει τοποθετηθεί στο ζήτημα αυτό με απόλυτη σαφήνεια. Είχα πολλές φορές την ευκαιρία να ενημερώσω και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο για το τι συμβαίνει στην Ανατολική Μεσόγειο και για το πώς εμείς αντιλαμβανόμαστε αυτήν την τουρκική κλιμάκωση. Αλλά και ποιοι μπορεί να είναι οι δρόμοι που μπορούν να οδηγήσουν σε μία αποκλιμάκωση και σε μια βελτίωση των σχέσεων μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας, που πιστεύω ότι τελικά θα είναι προς όφελος και των δύο λαών, αλλά και προς όφελος των σχέσεων Τουρκίας – Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Μπορώ να απαντήσω εγώ για λογαριασμό του Καγκελαρίου, για το ζήτημα των τεθωρακισμένων Marder. Έχει απόλυτο δίκιο ο Καγκελάριος να λέει ότι είναι δικό μας ζήτημα η διάταξη των δυνάμεών μας. Όμως μπορώ να σας απαντήσω ότι τα Marder θα κατευθυνθούν στον Έβρο. Διότι εκεί κρίνουν οι Ένοπλες Δυνάμεις ότι θα είναι πιο χρήσιμα.

Από εκεί και πέρα, για το ζήτημα των επανορθώσεων: είναι ένα ανοιχτό ζήτημα, το ανέφερα και στην πρωτολογία μου. Ειδικά το ζήτημα του Κατοχικού Δανείου έχει ιδιαιτερότητες.

Προσβλέπουμε πάντα σε μία συζήτηση και σε μία επίλυση του ζητήματος αυτού, αναγνωρίζοντας προφανώς τη δυσκολία και τις νομικές εκκρεμότητες οι οποίες έρχονται από το παρελθόν. Όπως είπα, η συζήτηση αυτή είναι μία συζήτηση η οποία για εμάς παραμένει επίκαιρη. Όμως το γεγονός -να το πω και αυτό- ότι δεν έχουμε καταφέρει να βρούμε μία λύση στο ζήτημα αυτό δεν θεωρώ ότι σκιάζει συνολικά το επίπεδο των Ελληνογερμανικών σχέσεων και τις μεγάλες προοπτικές που έχουμε να συνεργαστούμε σε μία σειρά από τομείς, στους οποίους νομίζω ότι αναφερθήκαμε και οι δύο στις εισαγωγικές μας τοποθετήσεις.

Γιάννης Οικονόμου: Ο κ. Γιώργος Ευγενίδης από την τηλεόραση του STAR και στη συνέχεια ο κ. Daniel Brössler από την Süddeutsche Zeitung.

Γιώργος Ευγενίδης: Καλημέρα σας κ. Καγκελάριε. Η επίσκεψή σας στην Ελλάδα πραγματοποιείται σε μια περίοδο κατά την οποία το κόστος των προγραμμάτων δημοσιονομικής σταθεροποίησης έχει περάσει, αλλά τώρα στην Ευρώπη είμαστε όλοι αντιμέτωποι με την ίδια ενεργειακή κρίση. Ο κ. Μητσοτάκης έχει καταθέσει εδώ και μήνες συγκεκριμένες προτάσεις για αυτό το θέμα, μεταξύ αυτών ένα πλαφόν στην τιμή του φυσικού αερίου. Εσείς, από την άλλη πλευρά, ανησυχείτε για την ενεργειακή επάρκεια. Δεν είναι όμως καιρός να βρεθεί μια ευρωπαϊκή λύση για τις τιμές του φυσικού αερίου ώστε να αντιμετωπίσουμε αυτή την υψηλή αστάθεια των ενεργειακών αγορών;

Επειδή ο διάβολος στην Ευρώπη κρύβεται πολλές φορές στις λεπτομέρειες, περιμένετε ότι οι Υπουργοί Ενέργειας στις 24 Νοεμβρίου θα συμφωνήσουν εν τέλει στην πολιτική εντολή που πήραν από τους ηγέτες ή η μπάλα μπορεί να γυρίσει πάλι στους ηγέτες, με κίνδυνο να κλωτσάμε μονίμως το τενεκεδάκι παρακάτω;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Να απαντήσω πρώτα στο ερώτημα το οποίο με αφορά. Όπως είπε και ο Καγκελάριος, κάναμε σημαντική πρόοδο και νομίζω και οι κατευθύνσεις που δώσαμε στους Υπουργούς μας ήταν πολύ σαφείς. Και όλοι αναγνωρίζουμε ότι πρέπει να ληφθούν υπόψη -για να υπάρχει μια ευρωπαϊκή λύση- οι ανησυχίες όλων των κρατών-μελών.

Μας απασχολεί προφανώς το ζήτημα της τιμής. Μας απασχολεί και το θέμα της ασφάλειας τροφοδοσίας. Όχι μόνο ως Ελλάδα ή ως Γερμανία. Ως Ευρώπη συνολικά. Και νομίζω ότι έχουμε καταλήξει πια σε ένα πλαίσιο, για να μπορέσουμε να αντιμετωπίσουμε αυτό που είναι το μείζον: οι απότομες διακυμάνσεις και κυρίως οι απότομες αυξήσεις, αυτό που αποκαλούμε «spikes», στις τιμές του φυσικού αερίου.

Και νομίζω ότι το γεγονός ότι κάνουμε αυτή τη συζήτηση για την επιβολή μιας ρυθμιστικής παρέμβασης, έχει βοηθήσει για να πέσουν πολύ οι τιμές τον τελευταίο μήνα. Και ελπίζω, δε θα πω ότι είμαι σίγουρος, αλλά θα ήταν αποτυχία μας -και το συζητήσαμε αυτό στο Συμβούλιο- αν το θέμα ξαναγυρίσει σε μας. Δε θέλουμε να γυρίσει το θέμα ξανά στους αρχηγούς κρατών και κυβερνήσεων σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου. Θέλουμε να επιλυθεί σε επίπεδο Υπουργών. Και υπάρχει δυνατότητα να επιλυθεί σε επίπεδο Υπουργών.

Olaf Scholz: Μπορώ εδώ να αρκεστώ στο να πω ότι συμφωνώ απολύτως, αλλά θα κάνω μια συμπληρωματική παρατήρηση.

Στην πράξη υπάρχει ακόμη δουλειά που πρέπει να φέρουν εις πέρας οι Υπουργοί Ενέργειας, κυρίως σε ό,τι αφορά το να αποτρέψουμε τις κερδοσκοπικές υψηλές τιμές του φυσικού αερίου που αποθηκεύεται. Τεχνικά αυτό δεν είναι εύκολο. Υπάρχουν διαμαρτυρίες ότι για 3 με 4 ώρες οι τιμές είναι απίστευτα υψηλές και ξέρουμε ότι οι έμποροι κρατούν το φυσικό αέριο. Αν μπορούμε να το αποφύγουμε αυτό, θα οδηγούσε σε ηρεμία στις αγορές και σε περαιτέρω μείωση στις τιμές.

Από αυτή την άποψη αν θέλουμε να μειώσουμε από κοινού τις τιμές, δεν πρόκειται για κάτι αφηρημένο αλλά πολύ συγκεκριμένα για αυτό το ζήτημα της κερδοσκοπίας και με αυτό πρέπει να ασχοληθούν πολλοί ειδικοί.

Το δεύτερο είναι ότι πρέπει στην πράξη να εγγυηθούμε την ασφάλεια της παροχής ενέργειας, το ανέφερα και στην αρχική μου δήλωση.

Είναι υποδειγματικό αυτό που κάνει η Ελλάδα με τη δημιουργία νέων δυνατοτήτων εισαγωγής LNG και επίσης η προσπάθεια σύνδεσης με αγωγούς που μπορούν να προμηθεύσουν άλλες χώρες.

Αυτό πρέπει να το κάνουμε παντού στην Ευρώπη, να επεκτείνουμε την αμοιβαία διασύνδεσή μας και τις υποδομές μας, ώστε να μην εισέλθουμε σε κρίση όταν σε ένα σημείο προκύψει πρόβλημα. Η Γερμανία το κάνει αυτό και πήρε απόφαση για την κατασκευή τερματικών σταθμών στις ακτές της Βόρειας και της Βαλτικής Θάλασσας, όπου θα μπορεί να εισαχθεί LNG. Πρόκειται συγκεκριμένα για τέσσερα σημεία και θα προκύψουν 5 έως 6 εγκαταστάσεις επαναεριοποίησης και ήδη το επόμενο έτος θα φτάνει σε μεγάλη ποσότητα φυσικό αέριο στη Γερμανία αλλά και στις αγορές της δυτικής και ανατολικής Ευρώπης, διότι τη Γερμανία τη διατρέχουν υποδομές που δεν προορίζονται μόνο για την ίδια αλλά και για την παροχή αερίου σε πολλές άλλες χώρες.

Συγχρόνως, λάβαμε πάρα πολλές αποφάσεις που έχουν μειώσει σημαντικά την ανάγκη για φυσικό αέριο για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό επετεύχθη με την επαναλειτουργία των μονάδων παραγωγής ενέργειας με άνθρακα, όχι για πάντα, αλλά για τα επόμενα δύο χρόνια. Υπήρχαν και τα αξιοποιήσαμε, ώστε να διασφαλίσουμε την ενεργειακή επάρκεια σε ολόκληρη την Ευρώπη.

Είμαστε σε θέση για παράδειγμα να παράγουμε ηλεκτρική ενέργεια, όταν τα πυρηνικά εργοστάσια στη Γαλλία δεν μπορούν να παράγουν ηλεκτρική ενέργεια ή στην Ελβετία και την Αυστρία τα εργοστάσια που λειτουργούν με υδροηλεκτρική ενέργεια δεν μπορούν να παράγουν αρκετό ηλεκτρικό ρεύμα εξαιτίας της ξηρασίας.

Επομένως βοηθάμε και άλλους. Αυτό αφορά και τις εγκαταστάσεις αποθήκευσης φυσικού αερίου, έχουμε γεμίσει από κοινού. Σε αυτές υπάρχει και φυσικό αέριο που προορίζεται και για γειτονικές χώρες και αυτό επίσης είναι κάτι που ελήφθη υπόψη.

Γιάννης Οικονόμου: Ολοκληρώνουμε με τον κ. Brössler από την Süddeutsche Zeitung.

Daniel Brössler: Κύριε Πρωθυπουργέ, στη Γερμανία διεξάγεται συζήτηση για τους κινδύνους από τις κινεζικές επενδύσεις σε κρίσιμες υποδομές. Στην Ελλάδα εδώ και καιρό το λιμάνι του Πειραιά βρίσκεται κατά πλειοψηφία σε κινεζική κατοχή. Ποια είναι η εμπειρία που έχετε αποκομίσει από αυτό; Μετανιώνετε, από την άποψη της σημερινής παγκόσμιας πολιτικής κατάστασης, για το ότι πουλήθηκε στην Κίνα ή σε μια κινεζική επιχείρηση αυτό το λιμάνι;

Κύριε Καγκελάριε, είστε ικανοποιημένος με την τωρινή απόφαση για την πώληση του 24,9% του τερματικού σταθμού του λιμένος του Αμβούργου στην Cosco ή θα προτιμούσατε να μπορούσε να πωληθεί το 35%; Φοβάστε ότι η Cosco δεν θα το κάνει και θα αποσυρθεί από αυτή την επένδυση;

Κυριάκος Μητσοτάκης: Κατ’ αρχάς, θέλω να υπενθυμίσω ότι είχαμε μία πολύ ενδιαφέρουσα συζήτηση σε επίπεδο Ευρωπαϊκού Συμβουλίου για τη σχέση την οποία πρέπει να έχει η Ευρωπαϊκή Ένωση με την Κίνα. Mια δύσκολη, μια σύνθετη σχέση καθώς η Κίνα είναι ταυτόχρονα αντίπαλος, ανταγωνιστής αλλά και εταίρος σε ζητήματα, παραδείγματος χάριν, όπως η κλιματική αλλαγή.

Νομίζω ότι κανείς δεν είναι αφελής, ως προς τις σχέσεις της Ευρώπης με την Κίνα. Και η ανάγκη να μην είμαστε εξαρτημένοι από κανέναν σε επίπεδο μοναδικού προμηθευτή αναδείχθηκε πολύ έντονα και μετά την περιπέτεια των σχέσεών μας με τη Ρωσία. Και νομίζω ότι αυτό θα διέπει συνολικά τις σχέσεις μας ως ευρωπαϊκή οικογένεια, αλλά και σε διμερές επίπεδο με την Κίνα από εδώ και στο εξής.

Τώρα, για το λιμάνι του Πειραιά. Θέλω να θυμίσω ότι αυτή η επένδυση έχει ολοκληρωθεί εδώ και 13-14 χρόνια, αν δεν κάνω λάθος, σε μία εποχή όπου ελάχιστοι ενδιαφερόντουσαν να επενδύσουν σε ελληνικές υποδομές, στην αρχή της μεγάλης χρηματοπιστωτικής κρίσης.

Η Ελλάδα είναι μία χώρα η οποία σέβεται την ασφάλεια του Δικαίου και κατά συνέπεια τιμά τις συμφωνίες, οι οποίες υπεγράφησαν από τους προκατόχους αυτής της Κυβέρνησης.

Αν με ρωτάτε εάν ανησυχώ ιδιαίτερα για την επένδυση αυτή, θα σας πω ευθέως: όχι, δεν ανησυχώ ιδιαίτερα. Το λιμάνι σίγουρα έχει αποδώσει πολύ καλύτερα αυτή τη στιγμή σε σχέση με το πώς απέδιδε στο παρελθόν.

Όμως πρέπει να σας πω ταυτόχρονα ότι υπάρχει, όχι μόνο σε ελληνικό αλλά σε ευρωπαϊκό επίπεδο, ένα φίλτρο πια, ένα γεωπολιτικό φίλτρο για σημαντικές επενδύσεις υποδομών οι οποίες γίνονται στην Ευρώπη.

Και να προσθέσω και κάτι τελευταίο. Ότι η Ελλάδα πια είναι στην ευχάριστη θέση, επειδή η οικονομία της πηγαίνει πολύ καλύτερα και επειδή έχει βελτιωθεί σημαντικά ως επενδυτικός προορισμός, να μην είναι εξαρτημένη από μία ή δύο ή πολύ λίγες χώρες ως προμηθευτές κεφαλαίων για επενδύσεις σε έργα υποδομής.

Έχουν γίνει πολλές επενδύσεις σε έργα υποδομής τα τελευταία τρία χρόνια. Η Κίνα δε συμμετείχε σε καμία από αυτές τις επενδύσεις.

Olaf Scholz: Και εδώ μπορώ μόνο να συμφωνήσω. Στην πράξη, εφόσον πρέπει να επανεξετάσουμε τη σχέση μας με την Κίνα, όπως είπε ο Πρωθυπουργός, πρέπει να μεριμνήσουμε ώστε να υπάρχει διαφοροποίηση στις διεθνείς μας σχέσεις, να διασφαλίσουμε ότι από κανέναν δεν θα εξαρτώμεθα μονομερώς.

Σίγουρα αυτό είναι το δίδαγμα που προκύπτει από πολλές από τις τρέχουσες εξελίξεις με τη Ρωσία και είναι πάρα πολύ σημαντικό να το έχουμε πάντα κατά νου. Αυτό σημαίνει ότι τώρα παντού στην Ευρώπη λαμβάνονται επιχειρηματικές αποφάσεις που συμβάλλουν στο να είναι κανείς σε θέση να έχει πολλές δυνατότητες στην εφοδιαστική αλυσίδα και αγορές για τις εξαγωγές του και να μην επικεντρώνεται σε μία χώρα.

Και πιστεύω ότι είναι πάντα σωστό, αυτοί που ίσως για κάποιο καιρό δεν ήταν αρκετά προσεκτικοί, να το κάνουν τώρα, λαμβάνοντας υπόψη τις εξελίξεις σε όλο τον κόσμο.

Σε ό,τι αφορά την ερώτηση για τη συγκεκριμένη επένδυση, πρόκειται ουσιαστικά για έναν τερματικό σταθμό, μία διαχειρίστρια εταιρεία, σε ένα μεγάλο λιμάνι με πολλές διαχειρίστριες εταιρείες, άρα (πρόκειται για κάτι) πολύ λίγο. Και αφορά μια μειοψηφική συμμετοχή κατά 24,9%.

Με ρωτήσατε αν το βρίσκω καλή λύση. Ναι. Τη θεωρώ σωστή. Και ήταν εύλογο εγχείρημα να μην υπάρχει η λάθος επιρροή στις υποδομές, κάτι που δεν έγινε σε αυτή την περίπτωση, γιατί πρόκειται μόνο για αυτό που σας περιέγραψα. Και για εκείνους που δεν κατανοούν τις λεπτομέρειες της συζήτησης που διεξάγεται στη Γερμανία, το λιμάνι ανήκει πλήρως στην εταιρεία του λιμένος που είναι κρατική και θα παραμείνει έτσι και ποτέ δεν θα ιδιωτικοποιηθεί.

Κυριάκος Μητσοτάκης: Ωραία, σας ευχαριστούμε πολύ.

ΑΠΕ-ΜΠΕ
Προηγούμενο άρθροCOP27 – Ο πλανήτης είναι αντιμέτωπος με αύξηση της θερμοκρασίας κατά 2,8 βαθμούς Κελσίου ύστερα από τις ‘θλιβερά ανεπαρκείς’ δεσμεύσεις για το Κλίμα, σύμφωνα με τον ΟΗΕ
Επόμενο άρθροΤουρκία: Οι υπουργοί Άμυνας των δύο χωρών συμφωνούν να ξεπαγώσουν οι ψυχραμένες διμερείς σχέσεις