Στο ιστορικό τραύμα της Μικρασιατικής Kαταστροφής αναφέρονται, μέσα από τις συλλογές και τα εκθέματά τους, δύο μικρά τοπικά μουσεία στη Βόρεια Ελλάδα, εκείνα της Καβάλας και της Ορεστιάδας, πόλεων που φιλοξένησαν προσφυγικούς πληθυσμούς και αποφάσισαν να κρατήσουν ζωντανή τη μνήμη του προσφυγικού παρελθόντος.
Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού της Καβάλας και το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Νέας Ορεστιάδας και Περιφέρειας παρουσιάστηκαν στο Διεθνές Επιστημονικό Συνέδριο για τη Μικρασιατική Καταστροφή, με θέμα «Η επόμενη μέρα από την Καταστροφή», που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη.
«Τα μουσεία αυτά, είτε αυτοπροσδιορίζονται ως προσφυγικά είτε όχι, αναφέρονται στο ιστορικό τραύμα του 1922 και την αναγκαστική ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας που οδήγησε με ελάχιστες εξαιρέσεις στην μαζική προσφυγοποίηση και τον αναγκαστικό εκπατρισμό σχεδόν δύο εκατομμυρίων ανθρώπων και από τις δύο πλευρές, χριστιανών και μουσουλμάνων» επισήμανε η Υποψήφια διδάκτωρ του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του Δημοκρίτειου Πανεπιστημίου Θράκης (ΔΠΘ), Πηνελόπη Τσατσούλη παρουσιάζοντας σχετική εισήγηση που προετοίμασε σε συνεργασία με την διδάκτορα Ιστορίας του Τμήματος Ιστορίας και Εθνολογίας του ΔΠΘ, Σταματία Φωτιάδου.
Η κ. Τσατσούλη τόνισε ότι την περίοδο 1970 – 2000 υπήρχε μια εντυπωσιακή εξάπλωση των λαογραφικών μουσείων ενώ ιδρύθηκαν μια σειρά μικρών προσφυγικών μουσείων. Στην πραγματικότητα πρόκειται για λαογραφικές συλλογές είτε ιδιωτών είτε συλλόγων και όχι για κάποια επιστημονικά οργανωμένη προσπάθεια σύστασης μουσείων. Σε αυτά κυριαρχούν οι παραδοσιακές αντιλήψεις και τα αντικείμενα αντιμετωπίζονται ως εθνικά ιερά κειμήλια και ως ντοκουμέντα του μοναδικού εθνικού αφηγήματος και της μίας αντικειμενικής ιστορικής αλήθειας. Από την άλλη πλευρά, η μουσειολογία έκανε τα πρώτα της βήματα μετά το 1980 στην Ελλάδα ενώ πιο συστηματικές και μοντέρνες μουσειολογικές προσεγγίσεις εμφανίστηκαν μετά το 2000. «Μέχρι τότε τα περισσότερα από τα μουσεία με προσφυγική θεματική δεν είχαν οργανωμένα εκπαιδευτικά προγράμματα και περιορίζονταν σε ξεναγήσεις μαθητών από τους συλλέκτες ή από ανειδίκευτους υπαλλήλους» πρόσθεσε.
Το Μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού της Καβάλας
Η Καβάλα, μετά τη μικρασιατική καταστροφή και την ανταλλαγή των πληθυσμών, δέχτηκε χιλιάδες πρόσφυγες, όχι μόνο εξαιτίας της γεωγραφικής της θέσης και του λιμανιού της αλλά και γιατί αποτελούσε μια επιλογή επαγγελματικής αποκατάστασης για τους πρόσφυγες εξαιτίας της καπνικής οικονομίας. Το μουσείο Προσφυγικού Ελληνισμού της Καβάλας υπήρξε αποτέλεσμα των προσπαθειών απογόνων προσφύγων δεύτερης και τρίτης γενιάς του Συλλόγου Μικρασιατών Καβάλας ‘Μνήμη Μικράς Ασίας’. Η απόφαση για τη δημιουργία του ελήφθη το 2009 και εγκαινιάστηκε το 2012.
Το μουσείο της Καβάλας αντιπροσωπεύει ατομικές και συλλογικές προσπάθειες απογόνων προσφύγων να διασώσουν τις μνήμες του προσφυγικού παρελθόντος μέσα από συλλογές αντικειμένων που σε διαφορετική περίπτωση θα είχαν χαθεί. Η προσπάθεια ήταν σε μεγάλο βαθμό ερασιτεχνική και χωρίς εξειδικευμένη επιστημονική μελέτη και μουσειολογικό σχεδιασμό, όπου τα αντικείμενα ως κειμήλια παρουσιάζουν μια μονοδιάστατη, ενίοτε ρομαντική, και ομοιόμορφη εικόνα του παρελθόντος.
Το Ιστορικό και Λαογραφικό Μουσείο Νέας Ορεστιάδας και Περιφέρειας
Στην Ορεστιάδα η πόλη όχι μόνο αποτέλεσε εξ ολοκλήρου δημιούργημα προσφυγικών οικογενειών αλλά λειτούργησε και ως χώρος διατήρησης της κοινωνικής και κοινοτικής σύνδεσης της πατρογονικής εστίας. Οι πρώτοι κάτοικοι της Νέας Ορεστιάδας δεν ήρθαν αντιμέτωποι με την καχυποψία και διστακτικότητα των γηγενών καθώς ήταν οι πρώτοι έποικοι μιας μικρής βαλτώδους περιοχής χωρίς οικιστικές εγκαταστάσεις.
Το ιστορικό και λαογραφικό μουσείο της Νέας Ορεστιάδας ιδρύθηκε το 1974 ενώ το 2010 εγκαινιάστηκε το νέο μουσείο. Σε αυτό εκτίθεται ιστορικό και λαογραφικό υλικό από το Κάραγατς, την Αδριανούπολη και την περιφέρεια καθώς και από τα πρώτα χρόνια της ζωής της Νέας Ορεστιάδας. Η συλλογή του μουσείου περιλαμβάνει 2.500 αντικείμενα, 1000 ιστορικά έγγραφα και 850 φωτογραφίες.
Το μουσείο της Ορεστιάδας αντικατοπτρίζει τη μετάβαση από τις μουσειολογικές συλλογές στις μουσειολογικές εκθέσεις με μουσειογραφικό και μουσειολογικό σχεδιασμό που υλοποιήθηκαν με τη συμβολή επιστημόνων και ειδικών. Ωστόσο η λειτουργία και διαχείριση του μουσείου πραγματοποιείται από μέλη του συλλόγου κυρίως σε εθελοντική βάση με συνέπεια να κυριαρχούν οι παραδοσιακές αντιλήψεις και πρακτικές.
Το ζητούμενο για τα μουσεία
Σύμφωνα με την κ. Τσατσούλη, στην Ελλάδα η σύγχρονη ιστορία δεν έχει αποτελέσει αντικείμενο συστηματικής μουσειολογικής αφήγησης, καθώς συνήθως περιορίζεται σε πολεμικά γεγονότα, ηρωικές στιγμές και λαογραφικές συλλογές που εστιάζουν στη συλλογή και έκθεση κειμηλίων. Εξαίρεση στον κανόνα αποτελούν μουσεία όπως το Μουσείο Μικρασιατικού Ελληνισμού Φιλιώ Χαϊδεμένου, το Μουσείο Καλαβρυτινού ολοκαυτώματος, το Μουσείο Δημοκρατίας και το Μουσείο Πολιτικών Εξορίστων στον Άη Στράτη. «Η δημιουργία των μουσείων αυτών εντάσσεται στο ευρύτερο πλαίσιο του ενδιαφέροντος της τελευταίας δεκαετίας για τη μνήμη, την προφορική ιστορία και τη λεγόμενη δύσκολη κληρονομιά καθώς και τα μουσεία άρχισαν να ασχολούνται με τις προβληματικές και τις συγκρουσιακές πτυχές του παρελθόντος» πρόσθεσε.
Όσο για το ζητούμενο πλέον για τα μουσεία, υπογράμμισε πως αυτό είναι «η διασύνδεση και η συσχέτιση του παρελθόντος με το παρόν, η πολύπλευρη και πολυεπίπεδη ερμηνεία, η κατανόηση των ιδιαίτερων ιστορικών χαρακτηριστικών κάθε εποχής και η ουσιαστική συμπερίληψη του άλλου».
ΑΠΕ-ΜΠΕ