Από το τέλος του 2009 μέχρι το 2013, εν μέσω έντονης δημοσιονομικής προσαρμογής, μείωσης της απασχόλησης και ύφεσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα, δηλαδή οι διαθέσιμοι χρηματικοί πόροι προς κατανάλωση και αποταμίευση, συρρικνώθηκε κατά €57,1 δισεκ. σε τρέχουσες τιμές ή 33,0%.
Την περίοδο της παρατεταμένης στασιμότητας, δηλαδή από το τέλος του 2013 μέχρι το 2017, καταγράφηκε πτώση της τάξης των €2,2 δισεκ. ή 1,8%, ενώ το 2018, για πρώτη φορά μετά από 8 χρόνια συνεχούς συρρίκνωσης, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα ενισχύθηκε σε ετήσια βάση κατά €1,1 δισεκ. ή 1,0%, με τον ρυθμό αύξησης να επιταχύνεται στα €4,7 δισεκ. ή 4,0% τον επόμενο χρόνο (2019), εν μέσω θετικών προσδοκιών για τη μεσοπρόθεσμη πορεία της οικονομίας.
Αξίζει να σημειωθεί ότι από το 2012 μέχρι το 2019, η τελική καταναλωτική δαπάνη των νοικοκυριών ήταν διαρκώς μεγαλύτερη από το διαθέσιμο εισόδημα, αποτέλεσμα που ισοδυναμεί με αρνητική αποταμίευση. Το κενό καλυπτόταν είτε με μείωση του χρηματοοικονομικού και μη χρηματοοικονομικού πλούτου των νοικοκυριών είτε με δανεισμό.
Παρά τη μεγάλη διαταραχή στη ζήτηση και την προσφορά που προκάλεσε ο κορωνοϊός, το διαθέσιμο εισόδημα των εγχώριων νοικοκυριών παρουσίασε ανθεκτικότητα τη διετία 2020-2021, επιδρώντας θετικά στην κατανάλωση και εν γένει στην κοινωνική ευημερία.
Συγκεκριμένα, έπειτα από τη σχετικά ήπια μείωση τον πρώτο χρόνο της πανδημίας, το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών στην Ελλάδα το 2021 ενισχύθηκε ισχυρά, ξεπερνώντας τα προ COVID-19 επίπεδα κατά €3,7 δισεκ. ή 3,0%.
Κυρίαρχο ρόλο στην εν λόγω επίδοση διαδραμάτισαν με άμεσο και έμμεσο τρόπο οι δημοσιονομικές παρεμβάσεις της κυβέρνησης, οι οποίες ωστόσο συνδυάστηκαν με υψηλά ελλείμματα και συσσώρευση δημόσιου χρέους.
Διαβάστε τη συνέχεια του άρθρου.