Ήταν το 1923, όταν ένας νεαρός ονόματι Θεόφιλος Κωνσταντινίδης ξεκινούσε με τα πόδια από την Καλαμαριά για να πάει στο χωριό Τσιλί (σημερινό Μονοπήγαδο), προκειμένου να πείσει τον θείο του, τον Θεόδωρο, να τον ακολουθήσει στο Κιλκίς, εκεί όπου ξεριζωμένοι Έλληνες του Πόντου, όπως και οι ίδιοι, θα πήγαιναν για να φυτέψουν τους σπόρους μιας νέας ζωής, μετά τη θηριωδία του άγριου διωγμού από τις πατρογονικές τους εστίες.
Ο Θεόδωρος (Γεωργίου) Κωνσταντινίδης ήταν ο πρώτος που είχε φτάσει στο Τσιλί, το οποίο οι έως τότε κάτοικοί του είχαν εγκαταλείψει μετά την ανταλλαγή των πληθυσμών, με αποτέλεσμα μια απόκοσμη ησυχία να καλύπτει τα πάντα. «Έφτασα πρωινές ώρες στο Τσιλί. Σταμάτησα στο ύψωμα εκεί που σήμερα είναι τα πεύκα, παρακολούθησα αλλά δεν έβλεπα καμία κίνηση. Έρημο το χωριό. Κανείς δεν φαίνεται. Και τότε φώναξα δυο-τρεις φορές …τάιιι, τάιιι, Θόδωρε (θείο). Τίποτα. Καμιά απάντηση. Απογοητεύτηκα μήπως δεν είναι ο θείος μου σε αυτό το χωριό», εξιστορούσε, χρόνια αργότερα, ο Θεόφιλος Κωνσταντινίδης σε μια μαρτυρία του για εκείνη την επίσκεψή του στο χωριό, που κατέγραψε ο εγγονός του Θεόδωρου, Κωνσταντίνος Α. Κωνσταντινίδης.
«Κατέβηκα και γύριζα μέσα στο χωριό, το οποίο ήταν εγκαταλειμμένο από τους Τούρκους. Σε ένα δρομάκι που πήγαινα βλέπω τον τάι μου τον Θόδωρο, με τον ζυγό στους ώμους, με δύο τενεκέδες νερό να ανεβαίνει την ανηφόρα από τον τσοσμέ (πηγή) […] Πήγαμε στο σπίτι, καθίσαμε και του είπα νέα ότι όλοι οι χωριανοί φύγανε για το Κιλκίς μαζί και ο αδελφός του και η θεία Μαργαρίτα – η γυναίκα του και τα παιδιά του. Του είπα ότι εκεί απ’ ό,τι είδαν είναι καλύτερα από εδώ, ότι έχει καλό κλίμα, τρέχουν οι ρεματιές, νερό μπόλικο, δάση για ξύλα κ.λπ. Όταν τελείωσα, του είπα: “και έτσι με έστειλαν να σε πάρω και να φύγουμε”», αφηγούνταν ο Θεόφιλος Κωνσταντινίδης, που παρά τη θελκτική περιγραφή του Κιλκίς δεν κατάφερε να πείσει τον θείο του, ο οποίος στις 30 μέρες περίπου που ήταν στο Τσιλί ολομόναχος προμηθευόταν τρόφιμα από τα Βασιλικά και την Κρήνη.
Η απάντηση του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη ήταν κοφτή και αμετάκλητη: «Ανεψιέ, θα πας να τους πεις ότι εγώ δεν φεύγω από ‘δω. Όποιος θέλει ας έρθει και όποιος δεν θέλει μην έρθει»… Ο Θεόφιλος έφυγε άπραγος κι έτσι ο θείος του έμεινε μόνος του κι επειδή δεν μπορούσε να γίνει κάτι άλλο επέστρεψε μόνο η οικογένειά του από το Τούνταλι (Παγοχώρι). Στη συνέχεια ήρθαν στο Τσιλί οι Πιρουκλήδες, οι Κουζουλτερήδες και μερικές οικογένειες Κατραλήδες, Σέναλης κ.λπ. Στο χωριό εγκαταστάθηκαν αρχικά 28 οικογένειες Ελλήνων του Πόντου, με τις περισσότερες να προέρχονται από τις περιοχές της Νεοκαισάρειας και της Μελανθίας του Ευξείνου Πόντου. Αργότερα εγκαταστάθηκαν και οι υπόλοιπες οικογένειες.
Η ιστορία του Θεόδωρου Κωνσταντινίδη, του πρώτου κάτοικου του χωριού, γραμμένη σε ένα λευκό πάνελ με μια ασπρόμαυρη φωτογραφία του στην αριστερή πλευρά είναι ένα από τα εκθέματα του Μουσείου Ποντιακής Μνήμης Μονοπήγαδου του Δήμου Βασιλικών, στη Θεσσαλονίκη, που φιλοξενείται στο παλιό σχολείο. Το έργο της ανακατασκευής του κτιρίου χρηματοδοτήθηκε από το ευρωπαϊκό πρόγραμμα Leader+ και από τον Δήμο Βασιλικών και τα εγκαίνια του Μουσείου έγιναν στις 30/9/2006 από τον (τότε) δήμαρχο της περιοχής Απόστολο Τσολάκη.
«Οι κάτοικοι ήρθαν εδώ με την ανταλλαγή πληθυσμών το 1923 και ασχολήθηκαν με τη γεωργία και την κτηνοτροφία. Ήταν πολύ εργατικοί. Ασχολήθηκαν με τα σιτηρά, με αμπέλια και όσπρια, και σιγά σιγά έχτισαν σπίτια κι έστησαν τη νέα ζωή τους», εξηγεί στο Αθηναϊκό/Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπήγαδου Παναγιώτης Μπατατόλης καθώς μας ξεναγεί στο Μουσείο με τα εκθέματα που μπόρεσαν να περισώσουν ώστε να μην «σβήσει» η μνήμη στο ποντιακό αυτό χωριό.
Πλήθος φωτογραφιών, με τις απαραίτητες επεξηγηματικές επιγραφές, καλύπτουν τους τοίχους του Μουσείου, στην είσοδο του οποίου υποδέχεται τον επισκέπτη ένα εντυπωσιακό σε μέγεθος ξύλινο Τοκάν (εργαλείο για αλώνισμα σιτηρών), που παραχωρήθηκε, όπως λέει η επιγραφή, από τον Ιωάννη Κωνσταντινίδη, ενώ μπακίρια και διάφορα άλλα χάλκινα σκεύη και κυρίως χρηστικά εργαλεία είναι μεταξύ των εκθεμάτων.
Το Μονοπήγαδο είναι ένα αμιγές ποντιακό χωριό με τους μόνιμους κατοίκους σήμερα να μην ξεπερνούν τους 100 και την τελευταία επιζήσασα της καταστροφής να «φεύγει» πριν από περίπου ενάμιση μήνα σε πολύ βαθιά γεράματα, σύμφωνα με τον κ. Μπατατόλη. «Πριν από μερικά χρόνια, οι κάτοικοι ήταν γύρω στους 200-250 αλλά ο πληθυσμός γέρασε και πολλοί έχουν φύγει. Είναι συνταξιούχοι σχεδόν όλοι πλέον και κάποιοι που είναι λίγο νεότεροι ασχολούνται με τα χωράφια», αναφέρει χαρακτηριστικά.
Το χωριό ονομάστηκε Μονοπήγαδο από τα πολλά πηγάδια που είχε και το 1947 μεταφέρθηκε διοικητικά στο νομό Θεσσαλονίκης. Το σχολείο λειτουργούσε αρχικά σε ένα κτίριο στο σημείο που τώρα βρίσκεται το ιατρείο, η βιβλιοθήκη και τα γραφεία του Πολιτιστικού Συλλόγου, ωστόσο η ανάγκη για μεγαλύτερο και καλύτερο χώρο διδασκαλίας «γέννησε» το αίτημα για ένα νέο σχολείο, το οποίο ξεκίνησε το 1930, διακόπηκε όμως το 1940 λόγω του πολέμου και τελικά ολοκληρώθηκε το 1950 και τότε ξεκίνησε να λειτουργεί σαν σχολείο. Βασικό υλικό κατασκευής του σχολείου, όπως αναφέρεται σε πληροφοριακό υλικό που εκτίθεται στο Μουσείο, ήταν η πέτρα που μεταφέρθηκε από τη γύρω περιοχή, από τους κατοίκους, με τα μέσα της εποχής. Πολλές γενιές μαθητών πέρασαν από τα θρανία του αλλά το 1987, λόγω έλλειψης μαθητών, σταμάτησε να λειτουργεί και ο χώρος χρησιμοποιείται από τον Πολιτιστικό Σύλλογο για εκδηλώσεις και εκθέσεις.
«Έχουμε 2-3 βασικές εκδηλώσεις –είναι η κοπή της βασιλόπιτας, η κεντρική εκδήλωση του Δήμου Θέρμης για τη Γενοκτονία του Ποντιακού Ελληνισμού, διάφορες ποντιακές βραδιές, αλλά και το πανηγύρι της Μεταμορφώσεως, τον Ιούνιο), αλλά κάνουμε και πολλά άλλα πράγματα: δενδροφυτεύσεις, καθαρίζουμε πάνω στο βουνό κ.λπ.», επισημαίνει ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπήγαδου.
Το προσφυγικό χωριό που δεν ξέχασε τι σημαίνει η αγριότητα του βίαιου διωγμού
Όταν ο πόλεμος χτύπησε την πόρτα της Ουκρανίας, με τη ρωσική εισβολή, κι ένα νέο κύμα προσφύγων άρχισε να ψάχνει καταφύγιο στην Ελλάδα και άλλες χώρες της Ευρώπης, οι κάτοικοι του Μονοπήγαδου δεν δίστασαν ούτε στιγμή, όταν «έπεσε» στο τραπέζι η ιδέα να φιλοξενηθούν κάποιες οικογένειες σε σπίτια του χωριού. «Οι ίδιοι οι κάτοικοι είναι πρόσφυγες και μόλις άκουσαν για τους Ουκρανούς πρόσφυγες άνοιξαν την αγκαλιά και τα σπίτια τους να τους υποδεχθούν», λέει ο κ. Μπατατόλης, εξηγώντας πως ήδη εννέα οικογένειες φιλοξενούνται στο χωριό και σε λίγο θα γίνουν δέκα. Οικογένειες, οι ανάγκες των οποίων, είναι ίδιες μ’ αυτές οποιαδήποτε άλλης (μη προσφυγικής) οικογένειας.
«Οι άνθρωποι αυτοί είναι κυνηγημένοι, έχουν μια αγωνία πότε θα σταματήσει ο πόλεμος. Όσο καλά και να περνάνε εδώ, το μυαλό τους είναι στα σπίτια και τις οικογένειές τους, πίσω, στην Ουκρανία. Ψυχολογικά είναι δύσκολα. Οι μανάδες δείχνουν χαρούμενες μόνο και μόνο για να μην επηρεάζεται η ψυχολογία των παιδιών», αναφέρει ο πρόεδρος του Πολιτιστικού Συλλόγου Μονοπήγαδου.
«Έχουμε βοήθεια από τον Δήμο Θέρμης, το Κοινωνικό Παντοπωλείο, το Κοινωνικό Ιατρείο, το Κοινωνικό Ιατρείο Αλληλεγγύης Θέρμης, σχολεία, εταιρείες, αλλά και από την τοπική επιχείρηση “Περέκ”, που είναι από την πρώτη στιγμή δίπλα μας. Προσπαθούμε να κάνουμε ό,τι καλύτερο γι αυτούς τους ανθρώπους», προσθέτει και κάνει ιδιαίτερη αναφορά στη βοήθεια των απλών πολιτών, εθελοντών που σπεύδουν ν’ ανταποκριθούν σε κάθε ανάγκη.
Όπως η Ρένα Θωμαΐδου, η οποία καταφτάνει την ώρα της συνέντευξης στο Μουσείο προκειμένου να παραδώσει κάποια ποδηλατάκια για τα παιδιά των Ουκρανών προσφύγων ώστε τώρα που το επιτρέπουν οι καιρικές συνθήκες να χαρούν το παιχνίδι. «Το Μονοπήγαδο είναι ένα μέρος που γνωρίζω αρκετά χρόνια κι όταν ο πρόεδρος του Συλλόγου γνωστοποίησε την προσπάθεια να φέρει κάποιες οικογένειες, αισθανθήκαμε την ανάγκη να βοηθήσουμε γιατί τα παιδιά όλου του κόσμου είναι παιδιά μας», αναφέρει χαρακτηριστικά η εθελόντρια, μητέρα και η ίδια του επτάχρονου Αύγουστου, τον οποίο έχει ήδη μυήσει στις αρχές και αξίες του εθελοντισμού.
«Είμαστε μια ομάδα εθελοντών, απλοί πολίτες, που πήραμε μια πρωτοβουλία να κάνουμε κάποιες αναρτήσεις στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, να μιλήσουμε με γνωστούς και φίλους και να μπορέσουμε να μαζέψουμε κάποια πράγματα που χρειάζονται. Είμαστε κοντά όπου κι όπως μπορούμε να βοηθήσουμε, με όποιον τρόπο», λέει η κ. Θωμαΐδου, για την οποία ο εθελοντισμός είναι τρόπος και φιλοσοφία ζωής. «Η προσφορά είναι πολύ σημαντικό κομμάτι στη ζωή μου και αυτό προσπαθώ να το δώσω και στην οικογένειά μου», εξηγούσε καθώς ξεφόρτωνε μαζί με τον κ. Μπατατόλη τα ποδήλατα στην αίθουσα συνεδριάσεων του Συλλόγου.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Σοφία Παπαδοπούλου