Ηλίας Τσέχος
Ένα έργο μεγάλης φιλολογικής, συναισθηματικής και ιστορικής σημασίας, τόσο για εμάς τους Πόντιους όσο και για όλους τους Έλληνες που αγαπούν την ποίηση, και την ανεξάντλητη ποιητική μας παράδοση.
Βρίσκομαι ακόμη σε διαδικασία μελέτης της Ανθολογίας, ωστόσο νοιώθω την ανάγκη να καταγράψω τις πρώτες πρώτες εντυπώσεις, ως χαιρετισμό και ως έκφραση ευγνωμοσύνης, στον Ηλία Τσέχο για το επίτευγμα του.
Λέει, μεταξύ άλλων, στον Πρόλογο του έργου ο ίδιος:
“Το βιβλίο διαβάζεται εύκολα. Στις αριστερές σελίδες τα ποιήματα στην ποντιακή γλώσσα ή στην ποντιακή διάλεκτο, αν επιθυμείτε. Στις δεξιές σελίδες τα ποιήματα στη νεοελληνική γλώσσα, με έναν τρόπο πιστό και άπιστο μεταφοράς κατά λέξη, σπουδαίας όμως εικόνας, ατμόσφαιρας, σεβασμού, ρυθμού, ανάσας της πνοής στο μεγαλείο αυτής της γλώσσας, που παλεύει τη σωτηρία της.”
Και πιο κάτω: “Η επιλογή των ανθολογούμενων ποιημάτων ήρθε από αναγνώσεις ποντιακής ποίησης, πεζογραφίας, μελετών, δοκιμίων, θεατρικών έργων, ιστορικών καταθέσεων, ποντιακών περιοδικών, ανθολογιών, άρθρων και μελετών από τους θησαύριους τόμους της Επιτροπής Ποντιακών Μελετών και, περίεργο, από το You Tube, με τα πολλά λάθη του στη μετάφραση των στίχων!”
Ξεφυλλίζοντας ο αναγνώστης την ιδιαίτερη αυτή ΑΝΘΟΛΟΓΙΑ, βυθίζεται σιγά σιγά και χωρίς να το καταλάβει σε έναν άλλον πρωτόγνωρο κόσμο, ο οποίος μοιάζει να ξεπηδά μέσα από τους στίχους και τα ποιήματα, ολοζώντανος, φωτεινός, και ανεξάντλητος! Υπάρχει μεγαλύτερη αναγνωστική, αισθητική εμπειρία από αυτή που μόλις περιέγραψα;
Σας καλώ λοιπόν να μπείτε σ΄ αυτόν τον μαγικό κόσμο της Ποντιακής Ποίησης – Βαθιά ΕΛΛΗΝΙΚΗΣ- χωρίς δισταγμό.
Ηλία Τσέχο, σ’ ευχαριστώ εκ βαθέων! Σ’ ΕΥΧΑΡΙΣΤΟΥΜΕ!
υγ…
Η πρώτη παρουσίαση της Ανθολογίας πραγματοποιήθηκε στις 25 Σεπτεμβρίου 2021, (πρόλαβε), στη Νάουσα (Θερινό Δημοτικό Θέατρο «Μελίνα Μερκούρη»). Διοργάνωση Ευξείνου Λέσχης Ποντίων Νάουσας – Εθνικής Βιβλιοθήκης Αργυροπόλεως «Ο Κυριακίδης», με συνεργασία των Εκδόσεων «Ανάλεκτο» και την αρωγή του Δήμου Νάουσας.
Ενδεικτικά ένα ανθολογημένο δίστιχο
Ας έξερα ποίον ρασιν, επέμνεν χιονισμένον,
επέγ’ να εκάθουμ’ κι έκλαιγα την κάρδια μ’ το καμένον
Ας ήξερα ποιο βουνό, κρατά χιόνι ακόμα
Να πήγαινα και να ‘κλαιγα την έρημη καρδιά μου