Εκδήλωση του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής» με θέμα «Κωνσταντίνος Καραμανλής – Η πορεία της Ελλάδας στην Ενωμένη Ευρώπη» πραγματοποιήθηκε σήμερα με αφορμή την 47η επέτειο από την ίδρυση της Νέας Δημοκρατίας. Παρόντες παλιά και νέα στελέχη της Νέας Δημοκρατίας.
Χαιρετισμό στην εκδήλωση απηύθυναν :
Ο Πρόεδρος του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής, κ. Πέτρος Μολιβιάτης:
Κύριες Πρωθυπουργέ, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, κύριε πρώην Πρόεδρε της Δημοκρατίας, κύριοι πρώην Πρωθυπουργοί, κυρίες και κύριοι Υπουργοί, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κυρίες και κύριοι.
Εκ μέρους του Ιδρύματος Κωνσταντίνος Καραμανλής σας καλωσορίζω με μεγάλη χαρά και ιδιαίτερη τιμή και σας ευχαριστώ θερμά που αποδεχθήκατε την πρόσκληση μας.
Η παρουσία σας στη σημερινή εκδήλωση, αποτελεί πραγματικά μεγάλη τιμή για το ίδρυμά μας. Συμπληρώθηκαν ήδη, κυρίες και κύριοι, 47 χρόνια από την 4η Οκτωβρίου του 1974, την ημέρα που ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ίδρυσε τη Νέα Δημοκρατία. Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής ήταν ένας ρεαλιστής πολιτικός με ένα μεγάλο όραμα, και το όραμά του ήταν ούτε λίγο, ούτε πολύ, να αλλάξει τη μοίρα της Ελλάδος.
Πίστευε ο αείμνηστος Πρόεδρος ότι μπορούσε να απαλλάξει το έθνος μας από τα μεγάλα προβλήματα που αντιμετώπιζε σε ολόκληρη την ιστορία του. Δηλαδή την εξωτερική ανασφάλεια, την οικονομική υποανάπτυξη και την πολιτική αστάθεια. Με άλλα λόγια από τους ατέλειωτους πολέμους και τις ξένες κατοχές, από την αιώνια φτώχεια μας και από τα πραξικοπήματα, τα κινήματα και τις επαναστάσεις και την κυβερνητική αστάθεια που σφράγισαν τη σύγχρονη ιστορία μας.
Όλα αυτά τα προβλήματα θα μπορούσαν να λυθούν, οριστικά και αμετάκλητα, αν η χώρα μας γινόταν πλήρες και ισότιμο μέλος της ενωμένης Ευρώπης. Ενωμένης, όμως, όχι μόνο οικονομικά και νομισματικά αλλά και πολιτικά και αμυντικά.
Ο στόχος αυτός, κυρίες και κύριοι, προφανώς έχει επιτευχθεί σε μεγάλο βαθμό. Υπάρχουν βέβαια, σήμερα, πολλά και μεγάλα νέα προβλήματα που αντιμετωπίζει η χώρα μας και η Ευρώπη είναι σήμερα στην κατάσταση που γνωρίζουμε. Δεν είναι η Ευρώπη που θέλουμε. Η Ελλάδα, όμως, είναι αναμφισβήτητα πιο ασφαλής, πιο δημοκρατική και πιο πλούσια ακόμα και στη σημερινή Ευρώπη παρά έξω από αυτήν.
Όλα αυτά που, σήμερα, τα θεωρούμε αυτονόητα και δεδομένα δεν ήταν καθόλου έτσι το 1974. Τη δημιουργία αυτής της νέας Ελλάδας, της Ελλάδας της δημοκρατίας, της ασφάλειας και της ευημερίας είχε στο νου του, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όταν ίδρυσε το κόμμα της Νέας Δημοκρατίας.
Επιτρέψτε μου να σας διαβάσω ένα μικρό απόσπασμα από την ιδρυτική πράξη του κόμματος: «Η Νέα Δημοκρατία είναι η παράταξη που ταυτίζει το έθνος με το λαό, την πατρίδα με τους ανθρώπους της, την πολιτεία με τους πολίτες, την εθνική ανεξαρτησία με τη λαϊκή κυριαρχία, την πρόοδο με το κοινό αγαθό, την πολιτική ελευθερία με την έννομη τάξη και την κοινωνική δικαιοσύνη”.
Χάρη στην ιδεολογία της, τις αρχές της και τις αξίες της, η Νέα Δημοκρατία έχει βαθιές ρίζες και στέρεους δεσμούς με τον ελληνικό λαό. Για αυτό και Νέα Δημοκρατία είναι το μόνο κόμμα, από όσα ιδρύθηκαν την ίδια εποχή, που όχι μόνο εξακολουθεί να υπάρχει αλλά και κυβερνά τον τόπο μέχρι σήμερα.
Οι καιροί, κυρίες και κύριοι, είναι δύσκολοι αλλά και πότε δεν ήταν στον τόπο μας; Νομίζω, όμως, ότι χάρη στις σωστές επιλογές του Κωνσταντίνου Καραμανλή και των διαδόχων του σε μεγάλα και καθοριστικά ζητήματα μπορούμε να κοιτάζουμε το μέλλον με περισσότερη αισιοδοξία και μεγαλύτερη αυτοπεποίθηση.
Για όλες αυτές τις υπηρεσίες που προσέφερε στην πατρίδα πιστεύω ότι είναι άξιος κάθε τιμής ο Κωνσταντίνος Καραμανλής όπως κάθε τιμής δικαιούνται και οι άξιοι συνεχιστές του έργου του. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ο Αντιπρόεδρος του Ιδρύματος «Κωνσταντίνος Γ. Καραμανλής», κ. Αχιλλέας Καραμανλής
Θα σας πω μία φράση που είχε πει ο πατέρας μας στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Ο πατέρας μου ήταν λαϊκός, βασιλικός, πολιτευόταν στην περιοχή του Παγγαίου και είχε ζήσει στο πετσί του τους διχασμούς, την αιώνια διπολική ταλαιπωρία που υπέφερε ο τόπος.
Ο Πρόεδρος, λοιπόν, μόλις τελείωσε το δικηγορικό του επάγγελμα και έγινε δικηγόρος ήθελε να πολιτευτεί. Τον κάλεσε, λοιπόν, ο πατέρας μου μία μέρα και του λέει: η πολιτική είναι κατάρα, την έχουμε ζήσει στην οικογένεια και βλέπεις τι τραβήξαμε και τι τραβάμε. Που πας; Τι πας να κάνεις; Αυτά το 1932.
Ο Πρόεδρος του είπε ότι “εγώ θέλω να αφοσιωθώ και να προσφέρω στον τόπο μου, αλλά επειδή μου το ζητάς δε θα το κάνω τώρα-τώρα”. Ο πατέρας μου πέθανε μετά από πέντε-έξι μήνες το Νοέμβριο του ΄32 και στις εκλογές του 1935 ο Πρόεδρος ξεκίνησε την πολιτική του καριέρα.
Κύριε Πρωθυπουργέ, κύριοι Πρόεδροι, κύριοι Βουλευτές, φίλες και φίλοι, εκ μέρους του Ιδρύματος αλλά και της οικογενείας σας καλωσορίζω στην αποψινή μας εκδήλωση. Είναι χαρά που είμαστε όλοι εδώ με αφορμή τα γενέθλια της παράταξης για να γιορτάσουμε έναν σπουδαίο άνθρωπο και ένα μεγάλο έργο. Με συγχωρείτε που δεν με βοηθάει η φωνή μου. Ένα μεγάλο έργο, την ένταξη της Ελλάδας στη σύγχρονη ευρωπαϊκή οικογένεια.
Ο Καραμανλής υπήρξε πρότυπο δημοσίου άνδρα, που αφιέρωσε τη ζωή του στην υπηρεσία της πατρίδας. Αυτό αναγνωρίζεται από φίλους και αντιπάλους στην Ελλάδα και στο εξωτερικό. Ως ένας από τους τελευταίους εν ζωή συνοδοιπόρους του, έχοντας ζήσει από την αρχή της αγωνίας και το μόχθο του, επιτρέψτε μου μια πιο προσωπική παρακαταθήκη.
Ο Καραμανλής υπήρξε πολιτικός του μέτρου, του ορθού λόγου και της απολύτου ειλικρίνειας. Έντιμης σχέσης με το «λογικό του». Όπως ήταν ευθύς και ντόμπρος με τους δικούς του ανθρώπους έτσι ακριβώς ήταν και με τον λαό. Όταν, λοιπόν, δικοί του αντίπαλοι επένδυαν στον λαϊκισμό και στα μεγάλα λόγια εκείνος έλεγε την αλήθεια και μόνον την αλήθεια. Ακόμα και όταν η αλήθεια ήταν αντιδημοφιλής. Δεν φοβόταν να γίνει δυσάρεστος. Δεν κοιτούσε τι έλεγαν οι δημοσκοπήσεις. Δεν ακολούθησε την κοινή γνώμη. Την διαμόρφωνε. Δεν έβαζε τίποτα πάνω από το καλό της πατρίδος και σίγουρα όχι το κομματικό ή το προσωπικό του συμφέρον. Και όταν πίστευε ότι ήταν καλό για τον τόπο τίποτα δεν τον σταματούσε από το να το πραγματοποιήσει.
Για αυτό και πέτυχε να βάλει την Ελλάδα στην Ευρώπη. Εκεί ένας πολιτικός ηγέτης μόνος του, κόντρα σε όλους, κόντρα σε όλα. Κόντρα στην επιπόλαια κριτική, στις ανεύθυνες κριτικές, στην στείρα άρνηση και στις κοντόφθαλμες φοβίες πολλών.
Η πορεία της Ελλάδος προς την ενωμένη Ευρώπη υπήρξε ταυτισμένη με την πολιτική διαδρομή του Καραμανλή. Αλλά και μπορώ να σας το πω και ιστορικά και από πρώτο χέρι, γιατί είχα το σπάνιο προνόμιο να είμαι στην ιστορία, να την ζήσω.
Κάνουν μεγάλο λάθος όσοι διαχωρίζουν τον Καραμανλή, την περίοδο πριν και μετά το 1974 η ένταξη της πατρίδος μας στην ευρωπαϊκή οικογένεια αποτελούσε το ξεκάθαρο πολιτικό του όραμα και στόχο, ήδη από την δεκαετία του 50.
Και για την υλοποίηση αυτού του στόχου δούλεψε με συνέπεια επί χρόνια βήμα προς βήμα. Ήδη είδε από πολύ νωρίς τη δυναμική του Γαλλογερμανικού άξονα και της Ευρωπαϊκής ενοποίησης που θεμελίωσε τη Συνθήκη της Ρώμης του ’57.
Και χάρη σε αυτόν και στη μεθοδικότητά του η Ελλάδα έγινε το πρώτο συνδεδεμένο μέλος της τότε ΕΟΚ του 1961. Από την πρώτη, κιόλας, πρωθυπουργία του έβαλε στόχο την ένταξη που προϋπόθετε την πολιτική ομάδα του, τη δημοκρατική σταθερότητα και την οικονομική ανάτπυξη. Όλα αυτά ήταν αλληλένδετα και τα υπηρέτησε και στην πρώτη και στη δεύτερη πρωθυπουργική του περίοδο με το ίδιο πάθος και την ίδια αυταπάρνηση.
Από την πρώτη στιγμή της πολιτικής του διαδρομής, ο Καραμανλής θέλησε να βγάλει την Ελλάδα από τη καχεξία, την ασφάλεια που αιώνες σκλαβιάς και οι περιπέτειες του εμφυλικού μας βίου προκάλεσε.
Τα κατάφερε πέρα πάσας προσδοκίας, πάρα τις λυσσαλέες αντιδράσεις που συνάντησε, από τους πολιτικούς του αντιπάλους, χωρίς αιδώ, που λασπολόγησαν και από την ψευτοελίτ των γλαφυρών που δυσανασχετούσαν με την οραματικότητα του.
Σήμερα, βρισκόμαστε, όλοι μαζί εδώ, όχι για να αποτίσουμε μόνο φόρο τιμής στον Καραμανλή, αλλά και να εμπνευστούμε από το παράδειγμά του και από την παρακαταθήκη του.
Φίλες και φίλοι, η παράταξή μας η Νέα Δημοκρατία, δεν κατόρθωσε μόνο την ένταξη στην Ευρωπαϊκή Ένωση, ήταν και παραμένει εγγυητής της Ευρωπαϊκής πορείας.
Η δύναμή μας παραμένει η καλύτερη εγγύηση ότι η Ελλάδα θα πρωταγωνιστήσει στην ευρωπαϊκή ενοποίηση όπως το ήθελε ο ίδιος ο Καραμανλής. Στα αριστερά μου κείται το μνήμα του.
Η παρουσία όλων σας, σήμερα, εδώ αποδεικνύει ότι ο Καραμανλής παραμένει ζωντανός στις σκέψεις και στις καρδιές μας. και μας δεσμεύει να παραμένουμε η μεγάλη παράταξη του μέτρου, του ορθού λόγου, της αλήθειας και των έργων. Απέναντι σε κάθε είδος λαϊκισμού που είναι και η μεγάλη απειλή για τη δημοκρατία μας. Είναι η παρακαταθήκη του.
Σας ευχαριστώ που βρίσκεστε κοντά μας. Σας ευχαριστώ πολύ.
Ο Πρωθυπουργός και Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κυριάκος Μητσοτάκης
Κύριοι Πρόεδροι, κυρίες και κύριοι, αποτελεί πραγματικά ξεχωριστή τιμή για μένα να βρίσκομαι σήμερα μαζί σας, να μοιραστώ κάποιες σύντομες σκέψεις για την ταύτιση της πολιτικής διαδρομής του Κωνσταντίνου Καραμανλή με την πορεία της Ελλάδος προς την ενωμένη Ευρώπη.
«Η Ελλάς ανήκει και επιθυμεί να ανήκει εις την Ευρώπην, όπου την έχουν τοποθετήσει η γεωπολιτική της θέση, η ιστορία και η παράδοσις της και δεν επιθυμεί την ένταξη της αποκλειστικώς και μόνο για λόγους οικονομικούς. Την επιδιώκει προ πάντων για λόγους πολιτικούς που αναφέρονται εις την σταθεροποίηση της δημοκρατίας και εις το μέλλον του έθνους». Στις 12 Ιουνίου του 1975 η Ελλάδα μόλις έχει καταθέσει το επίσημο αίτημά της να εισέλθει ισότιμα στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες και σε επιστολή του προς τους πρέσβεις των τότε εννέα κρατών-μελών ο Κωνσταντίνος Καραμανλής συνοψίζει λιτά την ουσία του.
Μια διαδρομή η οποία θα ολοκληρωνόταν νικηφόρα τέσσερα χρόνια αργότερα με την υπογραφή της Συνθήκης των Αθηνών, που όριζε την χώρα μας ως δέκατο ευρωπαίο εταίρο από την 1η Ιανουαρίου του 1981.
Ο συμβολισμός του 1975 ταξιδεύει από τότε στις περιστάσεις και στο χρόνο, γιατί πράγματι η ενδυνάμωση της δημοκρατίας στην πατρίδα μας συμβάδισε όλες τις τελευταίες δεκαετίες με την εδραίωση της ευρωπαϊκής της πορείας.
Συναντήθηκε όμως και με ένα ζητούμενο δύο αιώνων. Γιατί από την πρώτη στιγμή η επαναστατημένη Ελλάδα του 1821 συνόδευσε τον κύριο στόχο της, της αποτίναξης του οθωμανικού ζυγού, με την ανασύνδεση του γένους μας με τα έθνη της ηπείρου μας, της Ευρώπης.
Ειδικότερα, στις αβέβαιες συνθήκες της μεταπολίτευσης η πρόσδεση στο κοινοτικό άρμα ισοδυναμούσε με μια πολλαπλή εγγύηση: του πολιτεύματος που μόλις έβγαινε από την 7χρονη τυραννία. Της εθνικής ακεραιότητας με τις πληγές στην Κύπρο νωπές και τη χώρα εκτός πλαισίου συλλογικής ασφάλειας και στρατιωτικού σκέλους του ΝΑΤΟ. Και τέλος της οικονομικής και κοινωνικής ευημερίας, καθώς η Ελλάδα ανοιγόταν σε μια ευρεία αγορά και σε ένα νέο περιβάλλον που θα την άλλαζαν ριζικά.
Η κοινοτική σύνδεση, βεβαίως, είχε επιτευχθεί -όπως μας θύμισε και το πολύ κατατοπιστικό βίντεο που είδαμε λίγο πριν- ήδη από το 1961. Και ευτυχώς σε αυτή την διορατική του επιμονή ο Κωνσταντίνος Καραμανλής δεν ήταν μόνος.
«Η ιστορία, η γεωγραφική θέσις, τα οικονομικά αλλά και τα εθνικά συμφέροντα της Ελλάδος επέβαλαν τη συμμετοχή της εις την Ευρωπαϊκήν Κοινότητα». Η δήλωση αυτή ανήκει στον Κωνσταντίνο Μητσοτάκη και διατυπώθηκε ήδη από τη δεκαετία του ’60, αποτελώντας όχι μόνο δείγμα της διαχρονικής επιρροής την οποία εξέπεμπε η ευρωπαϊκή προοπτική στο ευρύτερο πολιτικό φάσμα, αλλά και σαφή απόδειξη ότι η συμμετοχή στα δρώμενα της ηπείρου μας υπήρξε κεντρική πολιτική επιλογή για το σύνολο του κεντροδεξιού τόξου με πρωταγωνιστή τον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Μια επιλογή άριστη, που ωστόσο δοκιμάστηκε πολύ στο πέρασμα του χρόνου. Γιατί πλάι στα πολλά δεινά που συσσώρευσε η Απριλιανή δικτατορία, κληροδότησε και τη βίαιη διακοπή της πορείας προς την Ευρώπη πηγαίνοντας, δυστυχώς, τη χώρα πολλά χρόνια πίσω.
Και πάλι, όμως, και πάλι ο Κωνσταντίνος Καραμανλής αξιοποίησε σοφά το πολιτικό του κεφάλαιο κάμπτοντας τις όποιες -και ήταν αρκετές, όπως γνωρίζει καλά και ο κ. Μολυβιάτης και ο κ. Αχιλλέας Καραμανλής- κάμπτοντας τις αρκετές αναστολές στο εξωτερικό με την ενεργοποίηση και της στενής προσωπικής του σχέσης με το γάλλο Πρόεδρο και πραγματικό φιλέλληνα Giscard d’Estaing, γιατί και η εμπιστοσύνη μεταξύ των ηγετών έχει και αυτή την ξεχωριστή της σημασία. Αλλά και παραμερίζοντας με πολιτικά επιχειρήματα τις όποιες -και ήταν πολλές- αντιρρήσεις στο εσωτερικό.
Έτσι, μέσα σε τέσσερα χρόνια η Ελλάδα κέρδισε το χαμένο έδαφος, κατορθώνοντας να ταυτιστεί με την δεύτερη διεύρυνση της Ευρώπης. Δεν επρόκειτο όμως μόνο για την «οφειλή» της ηπείρου προς το λίκνο των αξιών της, όπως τόνιζαν τότε πολλοί ξένοι ηγέτες, όσο για την ίδια τη συνειδητή στροφή της Ευρώπης προς την επέκταση της πολιτικής της εμβέλειας αλλά και την εμβάθυνση των θεσμών της.
Θυμίζω, ότι η ένταξη της Ελλάδος συνέπεσε με την πρώτη λαϊκή ψήφο για την εκλογή Ευρωβουλευτών, οι οποίοι έως τότε διορίζονταν, και ακόμα άνοιξε το δρόμο προς το Νότο και τη μετέπειτα είσοδο χωρών της Ιβηρικής με αυταρχικό παρελθόν, Ισπανίας και Πορτογαλίας.
Ακολούθησε ένα συναρπαστικό ταξίδι τεσσάρων δεκαετιών με κύματα και με αναταράξεις που πάντα όμως οδηγούσε τελικά σε ήρεμα νερά. Η Ελλάδα του 2021 αποτελεί μία χώρα ριζικά διαφορετική από την Ελλάδα του 1981, γιατί δεν υπήρξε πεδίο της δημόσιας ζωής που να μην ωφέλησε η κοινοτική επίδραση -όπως σοφά είχε προβλέψει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Από την χρηματοδότηση των υποδομών και την ανάταξη της αγροτικής παραγωγής μέχρι την εμβάθυνση των δικαιωμάτων, του κράτους δικαίου, της κοινωνικής συνοχής, της πολιτιστικής δημιουργίας.
Και μπορεί, στην αρχή, η άρση του προστατευτισμού μέσα στην κοινή αγορά να ανέδειξε διαρθρωτικές αδυναμίες της οικονομίας μας, μεσοπρόθεσμα όμως εκσυγχρόνισε το σύνολο της λειτουργίας της.
Έστρεψε τη βιομηχανία προς την καινοτομία και την ανταγωνιστικότητα, τόνωσε τη ναυτιλία μας, άνοιξε νέους δρόμους στο εμπόριο, στις υπηρεσίες, στον τουρισμό μας. Η Ελλάδα μετατράπηκε έτσι, χάρη στην σφραγίδα του Κωνσταντίνου Καραμανλή, από μία κλειστή οικονομία της περιφέρειας σε μία ανοιχτή οικονομία της υφηλίου.
Από την άλλη πλευρά και η χώρα μας στάθηκε σύμμαχος στον μετασχηματισμό ενός χαλαρού συνεργατικού σχήματος σε μία ισχυρή πολιτική ένωση. Άσκησε πέντε Προεδρίες, από τις οποίες οι δύο συνέπεσαν με μεγάλες διευρύνσεις.
Πρωτοστάτησε επίσης στην εκπόνηση των Μεσογειακών Ολοκληρωμένων Προγραμμάτων, στη διαμόρφωση της Συνθήκης του Μάαστριχτ, ενώ πολλοί Έλληνες υπηρέτησαν και υπηρετούν και καίριες θέσεις στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα και σε κορυφαία αξιώματα της πυραμίδας του.
Η πορεία αυτή δεν ήταν, δυστυχώς, πάντοτε ευθύγραμμη. Όμως και πάλι η ανυποχώρητη προσήλωση της παράταξής μας στην Ευρώπη έπεισε τελικά και τους αντιπάλους μας να ακολουθήσουν την κοινοτική διαδρομή. Όταν βρεθήκαμε στην εξουσία, ως Νέα Δημοκρατία, εργαστήκαμε για την ενδυνάμωση της θεσμικής παρουσίας της Αθήνας στις Βρυξέλλες. Ενώ κι όταν βρεθήκαμε στην αντιπολίτευση στηρίξαμε κάθε επιλογή που υπηρετούσε αυτή την κατεύθυνση.
Θυμίζω μόνο την είσοδό μας στην οικονομική και νομισματική ένωση, όπως και την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση, δύο εθνικά ορόσημα για τα οποία εργαστήκαμε αλλά δεν συντελέστηκαν επί των ημερών μας. Η στάση μας, ωστόσο, ήταν αυτονόητη. Το ίδιο και αργότερα, όταν ο λαϊκισμός έφερε την πατρίδα μας ένα βήμα πριν τον εξοστρακισμό μας από την ευρωπαϊκή οικογένεια.
Γιατί η παράταξή μας ήταν, είναι και θα είναι η παράταξη της Ελλάδος, της Ευρώπης. Το δημοκρατικό ανάχωμα απέναντι στον εθνικό απομονωτισμό αλλά και στον κομματικό διχασμό. Και η σταθερή δύναμη που θα εργάζεται με συνέπεια για μία πιο ενωμένη, πιο ισχυρή, πιο αποτελεσματική, πιο αυτοδύναμη ήπειρο.
Κυρίες και κύριοι, αγαπητοί φίλοι, αυτή η 40χρονη ευρωπαϊκή εμπειρία μετουσιώνεται σήμερα σε ωριμότητα και δυναμισμό. Η Ελλάδα αγρυπνά και προστατεύει τα σύνορά της, που είναι ταυτόχρονα και σύνορα ευρωπαϊκά. Έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην από κοινού διαχείριση της πανδημίας και των εμβολιασμών, όπως και στην αντιμετώπιση των οικονομικών συνεπειών της.
Έτσι άλλωστε η Ευρωπαϊκή Ένωση πέτυχε τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης, το οποίο στο εξής θα χρηματοδοτεί το μέλλον όλων των κρατών-μελών.
Ταυτόχρονα, η Αθήνα υπηρετεί την αναβάθμιση του ρόλου της Ευρώπης σε κάθε περιοχή στρατηγικών ενδιαφερόντων της, υπογράφοντας υποδειγματικές συμφωνίες συνεργασίας με τους γείτονες της, ιδρύοντας κοινά σχήματα δράσης με τα κράτη της Μεσογείου και τον Αραβικό κόσμο, και προωθώντας την ευρωπαϊκή συνεργασία στους τομείς της άμυνας και της ασφάλειας, όπως πρόσφατα με την νέα εταιρική σχέση Ελλάδας – Γαλλίας. Έναν επίσης εθνικό στόχο που η χώρα διεκδικούσε από το 1974 και για τον οποίον και εσείς κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Κώστα, και εσείς κύριε Πρόεδρε, αγαπητέ Αντώνη, είχατε εργαστεί σκληρά.
Πρόκειται για μια συμφωνία την οποία ο λαός μας χαιρέτησε αφήνοντας στο περιθώριο τους λίγους που την αμφισβήτησαν. Όχι μόνο γιατί προβλέποντας μια ρήτρα αμοιβαίας συνδρομής μας θωρακίζει, αλλά και γιατί γίνεται το πρώτο θεμέλιο στο οικοδόμημα της ευρωπαϊκής στρατηγικής αυτονομίας. Τον μόνο δρόμο για την ήπειρο μας σε ένα κόσμο που αλλάζει. Γιατί, όπως είπα και στη Βουλή, τώρα είναι η ώρα οι πραγματικοί Ευρωπαϊστές να γίνουν Ευρωπαίοι πραγματιστές.
Τέσσερις δεκαετίες, λοιπόν, μετά την ένταξη μας στις Ευρωπαϊκές Κοινότητες το μεγάλο στοίχημα του Κωνσταντίνου Καραμανλή αποτελεί κεκτημένο αλλά και διαρκή πρόκληση. Μία τομή που δικαιώνεται αλλά και που ανανεώνεται καθημερινά, καθώς η εμβάθυνση της δημοκρατίας και η πρόοδος του έθνους συμβαδίζουν πλέον στην ευρωπαϊκή λεωφόρο.
Γι’ αυτό και νομίζω ότι σήμερα θα ήταν εξαιρετικά περήφανος για την δική μας ιστορική επιλογή -όπως είχε πει και ο ίδιος πολλές φορές- να είναι πατρίδα μας η Ελλάδα και οικογένεια μας η Ευρώπη. Σας ευχαριστώ.
Ο Πρώην Πρωθυπουργός και Πρώην Πρόεδρος της Νέας Δημοκρατίας κ. Κώστας Καραμανλής.
Κύριε Πρωθυπουργέ, κύριε Πρόεδρε της Βουλής, κύριε πρώην Πρόεδρε της Δημοκρατίας, κύριε πρώην Πρωθυπουργέ, επιτρέψτε μου καταρχήν να ευχηθώ ταχεία ανάρρωση στη Φώφη Γεννηματά.
Φαντάζομαι ότι διερμηνεύω τα αισθήματα όλων λέγοντας ότι είμαι σίγουρος ότι θα υπερβεί και αυτή τη δοκιμασία και θα επανέλθει ακμαιότερη από ποτέ.
Θέλω να συγχαρώ και να ευχαριστήσω θερμά για τη σημερινή εκδήλωση τον Πρόεδρο και τον Αντιπρόεδρο του Ιδρύματος, τον Πέτρο Μολυβιάτη και τον Αχιλλέα Καραμανλή, τους πιο στενούς συνεργάτες του Κωνσταντίνου Καραμανλή και δεκαετίες τώρα τους πραγματικούς στυλοβάτες του Ιδρύματος.
Και ακόμα να ευχαριστήσω τον Υπουργό Κώστα Καραμανλή γιατί ξέρω ότι μαζί με τους συνεργάτες του συνέβαλε αποφασιστικά, καθοριστικά για τη σημερινή εκδήλωση.
Κυρίες και κύριοι, αποτίουμε σήμερα τον οφειλόμενο φόρο τιμής στη μνήμη του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Τιμούμε τον πολιτικό ηγέτη που στην αυγή της μεταπολίτευσης, σε ώρες δραματικές για τον ελληνισμό, επέστρεψε στην πατρίδα αναλαμβάνοντας την βαριά ευθύνη να σώσει τη χώρα από τον κίνδυνο της κατάρρευσης και της εθνικής καταστροφής.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής υπήρξε η εμβληματική πολιτική προσωπικότητα της μεταπολεμικής περιόδου, σφραγίζοντας με την παρουσία και το έργο του για περισσότερο από μισό αιώνα την πορεία της Ελλάδας.
Τα κορυφαία επιτεύγματά του, η ανόρθωση της χώρας και η εργώδης ανάπτυξη στις δύσκολες πρώτες δεκαετίες μετά τον παγκόσμιο αλλά και τον εμφύλιο πόλεμο, η αποκατάσταση και η εδραίωση της δημοκρατίας σε συνθήκες αντίξοες και εθνικά χρήσιμες και η ένταξη της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια προϊόν και αυτό μακράς και επίμονης προσπάθειας, έχουν τύχει καθολικής αναγνώρισης εντός και εκτός Ελλάδας και θα συνεχίσουν να φωτίζονται από ιστορικούς ερευνητές και μελετητές με την πολύτιμη και αμέριστη αρωγή πάντα του Ιδρύματος.
Εκείνο στο οποίο θα ήθελα να εστιάσουμε την προσοχή μας σήμερα είναι στις βαθύτερες πολιτικές του πεποιθήσεις και αρχές. Αυτές πάνω στις οποίες οικοδομήθηκε ο πολιτικός του οραματισμός και η πολυσχιδής δράση του.
Πεποιθήσεις και αρχές που διαμορφώθηκαν όχι μόνο από προσεκτική μελέτη και ιστορική παρατήρηση αλλά και προπαντός από βιώματα της εποχής και της κοινωνικής και εθνικής πραγματικότητας μέσα στις οποίες ανδρώθηκε.
Πρωτότοκος γιος πολυμελούς οικογένειας από την Πρώτη Σερρών έζησε τις θυελλώδεις εξελίξεις των πρώτων δεκαετιών του 20ου αιώνα. Γεννημένος σε οθωμανική ακόμα επικράτεια βίωσε την απελευθέρωση της Μακεδονίας, ένιωσε την απειλή της εθνικής ακεραιότητας στην διάρκεια του Μακεδονικού Αγώνα, είδε τον πατέρα του να πρωτοστατεί στην εθνική προσπάθεια, να συλλαμβάνεται και να εξορίζεται.
Είχε την εμπειρία του εθνικού διχασμού, των ακραίων πολιτικών παθών και ακροτήτων στην δημόσια ζωή, τα επαναλαμβανόμενα πλήγματα στο δημοκρατικό πολίτευμα και τον ομαλό πολιτικό βίο από επαναστάσεις, κινήματα, δικτατορίες, εκτελέσεις και διώξεις υποκινούμενες από κομματικό φανατισμό και μισαλλοδοξία.
Γνώρισε τη φτώχεια, την ανέχεια, τον μόχθο των ανθρώπων της υπαίθρου ειδικά σε μία περιοχή όπου ο καπνός ήταν στην ουσία μονοκαλλιέργεια. Έζησε την οικονομική καταστροφή του πατέρα του ως αποτέλεσμα της μεγάλης οικονομικής κρίσης και ανέλαβε ο ίδιος την ευθύνη της συντήρησης της οικογένειάς του με σκληρή δουλειά σε πολύ δύσκολες συνθήκες.
Με άλλα λόγια, κυρίες και κύριοι, οι εμπειρίες, οι περισσότερες τραυματικές που εν συντομία παρετέθησαν, σμίλευσαν την προσωπικότητα και την κοσμοαντίληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή σε βαθμό που λειτούργησαν ως πλοηγοί στην μακρά πορεία της πολιτικής του δράσης. Παραθέτω: «όταν ένας λαός δεν μπορεί να πετύχει την κοινωνική δικαιοσύνη στα πλαίσια της δημοκρατίας κλονίζεται η εμπιστοσύνη του στην ιδέα της δημοκρατίας».
Με τη φράση αυτή, διατυπωμένη στις 5 Μαΐου 1979 στο 1ο Συνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, ο Καραμανλής ανάγει την κοινωνική δικαιοσύνη σε βασικό θεμέλιο της δημοκρατίας. Πράγματι προϋπόθεση πολιτικής ομαλής λειτουργίας του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι οι πολίτες να αισθάνονται ότι η πολιτεία τους αντιμετωπίζει με ισονομία και δικαιοσύνη.
Όταν οι πολίτες ή μεγάλη μερίδα αυτών αισθάνονται αδικημένοι, παραγκωνισμένοι ή περιφρονούμενοι, η δημοκρατία τραυματίζεται και σε ακραία προέκταση υπονομεύεται.
Προφανώς το αξίωμα αυτό δε δικαιολογεί διαρκείς και εξωπραγματικές διεκδικήσεις της οποιασδήποτε κοινωνικής ομάδας, ούτε σημαίνει ότι αναλαμβάνει η Πολιτεία όλα τα βάρη και τις ευθύνες των πολιτών. Σημαίνει όμως ότι η Πολιτεία έχει καθήκον να μεριμνά για την ευημερία όλων των πολιτών, πρωτίστως βέβαια εκείνων που για διάφορους λόγους έχουν μεγαλύτερη ανάγκη.
Η μεταπολεμική ιστορία της Ευρώπης προσφέρει εναργέστατο παράδειγμα. Οι δύο καταστροφικοί παγκόσμιοι πόλεμοι, η μεγάλη κρίση και η συνακόλουθη γιγάντωση ολοκληρωτικών και ανελεύθερων καθεστώτων στο μεσοπόλεμο οδήγησε τις ευρωπαϊκές ηγεσίες στο συμπέρασμα ότι «η διασφάλιση της ειρήνης και της πολιτικής ομαλότητας προϋπέθετε την ταχεία οικονομική ανόρθωση, αλλά και ευρεία κοινωνική πολιτική».
Αποτέλεσμα αυτής της προσέγγισης υπήρξε το ευρωπαϊκό θαύμα του δεύτερου μισού του εικοστού αιώνα, όπου η ελεύθερη οικονομία και η ιδιωτική πρωτοβουλία έχουν τον κατεξοχήν δημιουργικό και παραγωγικό ρόλο, ταυτόχρονα όμως η Πολιτεία προσφέρει διαρκώς βελτιούμενες υπηρεσίες στους κοινωνικά νευραλγικούς τομείς της υγείας, της παιδείας, της ασφάλισης, των συνθηκών εργασίας.
Και καλλιεργεί συνθήκες διαλόγου και συνδιαλλαγής μεταξύ εργοδοσίας και εργαζομένων, προς όφελος και της οικονομίας, αλλά και των ευρέων κοινωνικών στρωμάτων. Αυτό που στη Δυτική Γερμανία του Αντενάουερ και του Έρχαρντ ονομάστηκε «soziale marktwirtschaft», δηλαδή κοινωνική οικονομία της αγοράς, που με παραλλαγές εφαρμόστηκε σε όλη σχεδόν τη Δυτική Ευρώπη.
Η πολιτική αυτή οδήγησε σε ιστορικά πρωτόγνωρο επίπεδο ευημερίας και ευκαιριών απασχόλησης και κοινωνικής ανέλιξης σε ολοένα ευρύτερα τμήματα του πληθυσμού. Οι ευεργετικές συνέπειές της είχαν άμεση αντανάκλαση και στην εδραίωση της ειρήνης, αλλά εξίσου σημαντικό στη διασφάλιση κοινωνικής συνοχής και πολιτικής ομαλότητας.
Δημοκρατικός διάλογος, ομαλή εναλλαγή στην εξουσία, διαμόρφωση μεγάλων και σταθερών κομματικών σχηματισμών με μετριοπαθή έκφραση και συχνά συγκλήσεις στις κορυφαίες προτεραιότητες των ευρωπαϊκών κρατών. Οι μεγάλες αυτές κατακτήσεις βρίσκονται υπό αυξανόμενη αμφισβήτηση τα τελευταία χρόνια. Οικονομικές κρίσεις, εμπορικοί ανταγωνισμοί, η άναρχη λειτουργία των αγορών, η τεχνολογική έκρηξη στις μεθόδους παραγωγής, εκπαίδευσης και επικοινωνίας, η δημογραφική πίεση, προκαλούν σοβαρές ανησυχίες για το μέλλον.
Ήδη παρατηρείται παγκοσμίως διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων. Πληθαίνουν εκείνοι που αν βρεθούν χωρίς δουλειά θα τους είναι σχεδόν αδύνατον να επανενταχθούν στην παραγωγική διαδικασία. Πολλοί νέοι αισθάνονται ότι δεν θα έχουν τις ευκαιρίες που χρειάζονται για μια καλύτερη ζωή.
Η διευρυνόμενη αυτή ανασφάλεια, ειδικά στα λιγότερο ευνοημένα κοινωνικά στρώματα είναι λόγος σοβαρού προβληματισμού, διότι κατατείνει στην δυσπιστία, την απομυθοποίηση και τελικά την αμφισβήτηση και την απονομιμοποίηση του δημοκρατικού πολιτεύματος. Φαινόμενα απογοήτευσης, απάθειες, αποχής και πολιτικής αστάθειας, ενίσχυση δημαγωγικών ρευμάτων, σκηνές έντονων κοινωνικών συγκρούσεων έχουν ήδη εμφανιστεί σε όλη σχεδόν την Ευρώπη.
Προφανώς και τα πράγματα δεν μπορούν και να μείνουν ως έχουν. Οι συνθήκες έχουν αλλάξει και είναι αναγκαία η προσαρμογή στα νέα δεδομένα. Είναι σαφές ότι απαιτούνται μεταρρυθμίσεις και καινοτόμες λύσεις στην εκπαίδευση, στα συστήματα υγείας, στην κοινωνική ασφάλιση, στο εργασιακό περιβάλλον.
Αρκεί να θυμόμαστε, πάντα, ότι οι κοινωνίες ανθούν και προοδεύουν μόνο όταν οι πολλοί αισθάνονται ότι μετέχουν στην συλλογική προσπάθεια, στις ευκαιρίες και την ισότιμη κατανομή των καρπών της προόδου.
Στο προσυνέδριο της Νέας Δημοκρατίας, στις 2 Απριλίου του ’77 ο Κωνσταντίνος Καραμανλής επεσήμανε ότι η δημοκρατία δεν επιβάλλεται. Η δημοκρατία βιώνεται. Και πρέπει να γίνεται πράξη στην καθημερινή ζωή του πολίτη. Προϋποθέτει τον σεβασμό της Αρχής της πλειοψηφίας και του νόμου. Και προπαντός προϋποθέτει πολιτικό κλίμα ήπιο και ήρεμα πολιτικά ήθη.
Η δημοκρατία δεν αντέχει στα πάθη και τους φανατισμούς. Γνωρίζοντας από πρώτο χέρι τον ταραχώδη δημόσιο βίο της χώρας, τις επανειλημμένες εκτροπές, τους διχασμούς, τον αδελφοκτόνο Εμφύλιο αλλά και τις συνήθεις υπερβολές οξύτητας και δημαγωγίας, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής πίστευε βαθιά ότι εξίσου σημαντικός θεμέλιος λίθος για την ομαλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος είναι η ήρεμη πολιτική ζωή, η αποφυγή ακραίων αντιπαραθέσεων, ο δημόσιος λόγος με σεβασμό στην αντίθετη άποψη, η διαρκής προσπάθεια δημιουργίας συνθηκών εθνικής συνεννόησης.
Απευθυνόμενος στους πολίτες της Αθήνας στις 16 Νοεμβρίου 1974 επεσήμαινε. Είναι γνωστό ότι εμείς οι Έλληνες έχουμε την αδυναμία να λησμονούμε γρήγορα τους κινδύνους και να επιδιδόμεθα πριν καλά- καλά παρέλθουν στην ικανοποίηση των κομματικών ή προσωπικών μας αδυναμιών.
Έχουμε επίσης την κακήν συνήθεια να καταστρέφουμε με τα δικά μας τα χέρια όσα με κόπους και θυσίες δημιουργούμε. Και το κάνουμε αυτό όταν ακριβώς ευρισκόμεθα στα πρόθυρα της επιτυχίας.
Την αδυναμία μας δε αυτήν ακριβώς συμβολίζει και ο μύθος του Σισύφου. Και δεν είναι τυχαίο το γεγονός ότι ο μύθος αυτός είναι ελληνικός.
Την οδυνηρήν αυτή αλήθεια την επιβεβαιώνει η μακρά μας ιστορία. Και θα μπορούσε κανείς να μνημονεύσει το 1920, το 1940 και κατά ένα τρόπο και το 1963. Όταν μετά την επανάσταση του 1821 ξεσπούσε ο εμφύλιος πόλεμος, ο Δεριγνύ Γάλλος ναύαρχος που ηγήθηκε της γαλλικής μοίρας στη Ναυμαχία του Ναβαρίνου στις 20 Οκτωβρίου του 1827, έγραψε στην κυβέρνησή του: «οι Έλληνες επιδίδονται στην αυτοκαταστροφή όταν ακριβώς η τύχη τους μειδιάσει».
Αυτές είναι οι αρχές που συνθέτουν τη δομή της πολιτικής ταυτότητας του Κωνσταντίνου Καραμανλή. Στη μακρά δημόσια διαδρομή τους τις υπηρέτησε με συνέπεια, με αποτελεσματικότητα όπως κυρίως αναδεικνύεται από την επιτυχή αποκατάσταση της δημοκρατίας το ’74 αλλά και τη θέσπιση σύγχρονου προοδευτικού και του μακροβιότερου συντάγματος της ιστορίας μας το 1975.
Και παρότι επεκρίθη ενίοτε λυσσαλέα, συκοφαντήθηκε και υπέστη ουκ ολίγες προσωπικές επιθέσεις με αποκορύφωμα την πρόταση παραπομπής του με έωλους ισχυρισμούς στο Ειδικό Δικαστήριο τον Ιανουάριο του 1965, ουδέποτε υπέκυψε στον πειρασμό της έξαψης των παθών, της ανταπόδοσης προσωπικών ύβρεων και προσβολών, ακόμα και της προσωποποίησης των πολιτικών διαφωνιών.
Είχε πλήρη συνείδηση ότι αυτές οι πρακτικές οδηγούν σε εκτροπές και ανωμαλίες που τόσο είχαν στιγματίσει την πολιτική ζωή της χώρας αλλά και ζημιώσει τα εθνικά μας συμφέροντα.
Κυρίες και κύριοι, αν οι αντιλήψεις αυτές έχουν ευρύτερη, πιθανώς παγκόσμια, ισχύ σε ό,τι αφορά την εδραίωση και καλή λειτουργία του δημοκρατικού πολιτεύματος, έχουν ξεχωριστή αξία και σημασία στην περίπτωση της χώρας μας.
Και τούτο για δυο λόγους. Πρώτον, διότι λόγω βεβαρημένου παρελθόντος έχουμε πληρώσει ως έθνος βαρύ τίμημα από τη συχνή παραβίασή τους. Και δεύτερον, ίσως ακόμα σημαντικότερο, λόγω των ιδιαίτερων χαρακτηριστικών της περιοχής μας και της θέσης της Ελλάδας.
Είναι απλή κοινωνική διαπίστωση ότι ζούμε σε ένα γεωπολιτικό περιβάλλον εξαιρετικά φορτισμένο. Οι συγκρούσεις και οι ανταγωνισμοί των κρατών της περιοχής στο παρελθόν, η ανάμιξη των κατά εποχή μεγάλων δυνάμεων για δικούς τους λόγους και σκοπιμότητες, η εμπλοκή στους παγκόσμιους πολέμους όχι αβάσιμα γέννησαν για τα Βαλκάνια τον όρο πυριτιδαποθήκη της Ευρώπης.
Με απλά λόγια η θέση της χώρας τόσο στα Βαλκάνια όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο καταστεί ανεπίτρεπτη απερισκεψία την επικράτηση κλίματος διχαστικού και ακραίας οξύτητας.
Μας το θυμίζει άλλωστε η πρόσφατη ιστορία μας και στην Μικρασιατική Καταστροφή και στον Εμφύλιο, μπορεί να έχουν σοβαρές ευθύνες και ξένοι παράγοντες όμως η οδυνηρή αλήθεια είναι ότι από μόνοι μας βγάλαμε τα μάτια μας.
Όπως σοφά υπογράμμιζε ο Καραμανλής στις 7 Απριλίου 1983 σε δείπνο προς τιμήν του Κυπρίου Προέδρου Σπύρου Κυπριανού “οι ξένοι δεν θα μπορούσαν να μας αδικούν αν δεν τους διευκόλυναν τα σφάλματα τα δικά μας”.
Κυρίες και κύριοι, οφείλουμε, κατά συνέπεια, να καταβάλλουμε κάθε προσπάθεια για την διαμόρφωση συνθηκών, σύμπνοιας, ομοψυχίας και εθνικής συνεννόησης.
Ο δημοκρατικός διάλογος, η αντιπαράθεση επιχειρημάτων πρέπει να διευκολύνει και όχι να υπονομεύει την ανάγκη σύγκλισης απόψεων για την διαμόρφωση εθνικής στρατηγικής πρωτίστως για τα μεγάλα εθνικά θέματα.
Αυτά είναι τα θεμελιώδη διδάγματα της ιστορικής μας εμπειρίας. Είναι ταυτόχρονα το εθνικό μας καθήκον αφού η Ελλάδα είναι η μόνη χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης που είναι υπό απειλή.
Απειλή που αφορά όχι μόνο δικαιώματα, συμφέροντα και επιδιώξεις που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο και τις διεθνείς συνθήκες, αλλά απειλή ακόμα και κατά της εδαφικής ακεραιότητας της χώρας.
Παραθέτω «Επεδίωξα να συνδέσω οργανικά την Ελλάδα με την Ευρωπαϊκή Κοινότητα για να διασφαλίσω το μέλλον της βγάζοντάς την από την αιώνια μοναξιά της. Και αν επεδίωξα με τόση επιμονή την ένταξη της Ελλάδας στην Ευρωπαϊκή Κοινότητα, το έκανα γιατί ήθελα, εκτός των άλλων, να την απαλλάξω και από την ανάγκη να αναζητεί προστάτες.» έλεγε ο Καραμανλής στον βιογράφο του Ροζέ Μασίπ, συγγραφέα του βιβλίου «Ο Έλληνας που ξεχώρισε» που εξεδόθη το 1982.
Σε αυτές τις φράσεις συμπυκνώνεται η συνολική σύλληψη του Κωνσταντίνου Καραμανλή αναφορικά με την πορεία της χώρας προς την Ευρώπη.
Μία πολιτική που με συνέπεια και επιμονή ακολούθησε για περισσότερο από 20 χρόνια και οδήγησε με επιτυχία στην ένταξη της Ελλάδας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, παρά τις δυσκολίες και τα εμπόδια που συνάντησε εντός και εκτός χώρας, στη μακρά και επίπονη αυτή πορεία.
Μια πολιτική που σήμερα, σαράντα χρόνια μετά την ένταξη, έχει δικαιωθεί στα μάτια της συντριπτικής πλειοψηφίας των πολιτών και του συνόλου σχεδόν των πολιτικών δυνάμεων, αφού αναγνωρίζεται ότι η συνολική αποτίμηση της συμμετοχής μας στο ευρωπαϊκό οικοδόμημα είναι αναμφισβήτητα θετική. Άλλωστε πέραν των προφανών ωφελειών, αρκεί να αναλογιστεί κανείς πόσο πιο δύσκολα και επικίνδυνα θα μπορούσαν να έχουν εξελιχθεί τα πράγματα για τη χώρα, σε αντίθετη περίπτωση.
Το κυρίαρχο στοιχείο, πέρα από τα προφανή πολιτικά και οικονομικά οφέλη της ένταξης, ήταν η αναζήτηση πλαισίου εθνικής ασφάλειας. Η ευρωπαϊκή προοπτική της χώρας ήταν για τον Κωνσταντίνο Καραμανλή πρωτίστως η ενδεδειγμένη λύση στην παραδοσιακή αστάθεια της ευρύτερης περιοχής, τους γεωπολιτικούς ανταγωνισμούς των μεγάλων δυνάμεων, στις απειλές και τους κινδύνους για το έθνος, όπως επίσης και στην ανάγκη αναζήτησης προστασίας από εκάστοτε ισχυρούς πρωταγωνιστές της διεθνούς σκηνής, που όμως εκ των πραγμάτων οδηγούσε σε σχέση ανισομέρειας.
Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής, όπως όλοι οι μεγάλοι Ευρωπαίοι οραματιστές της εποχής του, από τον Ντε Γκωλ, τον Αντενάουερ, τον Μονέ και τον Ντε Γκάσπερι, μέχρι τον Ντεστέν και τον Χέλμουτ Σμιτ, πίστευε βαθιά ότι η ισχύς της Ευρώπης είναι εν τη ενώσει. Στη δύναμή της να διασφαλίσει ειρήνη, ευημερία και ασφάλεια στην ήπειρό μας, στην ευεργετική της επιρροή στο παγκόσμιο γίγνεσθαι.
Και αυτό εμφανίζεται σήμερα ακόμα πιο επίκαιρο και επείγον, μετά από τις εξελίξεις στο Αφγανιστάν. Η Ευρώπη οφείλει να αντλήσει διδάγματα από την ατυχέστατη έκβαση της εμπλοκής στη χώρα αυτή και να αναπτύξει φωνή στο διεθνές στερέωμα. Αυτόνομη φωνή, συνοδευόμενη από αντίστοιχες δυνατότητες σε όλα τα επίπεδα.
Ο Χέλμουτ Σμιτ διεκήρυσσε: «Η συνθήκη της Ευρωπαϊκής Ένωσης σε λίγα χρόνια θα οδηγήσει στη δημιουργία αυτού που ονειρεύτηκαν οι θεμελιωτές της σύγχρονης Ευρώπης, μετά τον πόλεμο, στις Ηνωμένες Πολιτείες της Ευρώπης».
Με άλλα λόγια, πέραν των προφανών λόγων που επέβαλαν τη συμμετοχή της χώρας στην ευρωπαϊκή οικογένεια, υπήρχε κι ένας ακόμα πιο φιλόδοξος, πιο μεγαλεπήβολος οραματισμός για το μέλλον της Ευρώπης: Η σταδιακή πολιτική της ολοκλήρωση, ο ρόλος της στο διεθνές στερέωμα, με βάση τις ευρωπαϊκές αξίες, του ανθρωπισμού, της ειρήνης, της προόδου και της αλληλεγγύης.
Με σαφήνεια προσδιόρισε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το μέγεθος του εγχειρήματος σε ομιλία του κατά την διάρκεια επίσημης επίσκεψης στην Ολλανδία, στις 4 Απριλίου του 1978.
Για να προωθηθεί η ενοποίηση της Ευρώπης θα χρειαστεί να παραμεριστούν οι στείροι ανταγωνισμοί που υποκινούνται άλλοτε από μικροσυμφέροντα και άλλοτε από ξεπερασμένους εθνικούς εγωισμούς.
Θα χρειαστεί προ παντός να συνειδητοποιήσουμε όλοι το γεγονός ότι τα μεγάλα και ιστορικά έργα, όπως είναι η ενοποίηση της Ευρώπης, απαιτούν ανάλογες θυσίες.
Κυρίες και κύριοι, δεν χωρά αμφιβολία ότι η Ευρώπη έκανε πολλά και σημαντικά βήματα. Ειδικά τις πρώτες τέσσερις δεκαετίες από την αρχική Συνθήκη της Ρώμης, τον Μάρτιο του ‘57.
Τονίστηκε, άλλωστε, ότι το εγχείρημα είναι δυσχερές, πρωτόγνωρο, χωρίς ιστορικό προηγούμενο. Δεν χωρά, όμως, επίσης αμφιβολία ότι το ευρωπαϊκό οικοδόμημα έχει μείνει ημιτελές και ότι δεν ανταποκρίνεται στις προσδοκίες ούτε των θεμελιωτών του, ούτε των Ευρωπαίων πολιτών.
Η βεβιασμένη και άκαιρη διεύρυνση της Ένωσης χωρίς προηγουμένως να έχει εξασφαλιστεί η εμβάθυνση των ευρωπαϊκών θεσμών, η οικονομική κρίση και αβεβαιότητα, η απίσχναση του κοινωνικού κράτους, οι εντεινόμενοι γεωπολιτικοί ανταγωνισμοί, όλα έχουν παίξει τον ρόλο τους στην σημερινή εικόνα στασιμότητας.
Πιθανότατα και το γεγονός ότι παρήλθαν οι γενιές πολιτών και πολιτικών που αντλώντας διδάγματα από τις τραυματικές εμπειρίες του πρώτου μισού του 20ου αιώνα, οραματίζονταν μια Ευρώπη ολοκληρωμένη ως την απάντηση στις προκλήσεις και τα δεινά που εβίωσαν.
Τα μικροσυμφέροντα, οι στείροι ανταγωνισμοί και οι ξεπερασμένοι εθνικοί εγωισμοί για τους οποίους προφητικά προειδοποιούσε ο Καραμανλής, επανεμφανίστηκαν.
Και συχνά δίνεται η εντύπωση ότι υπερισχύουν των πραγματικών προτεραιοτήτων αλλά και στρατηγικών συμφερόντων της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Η Ευρώπη στις μέρες μας, παρά την ισχύ της, οικονομική, πολιτική, πολιτιστική, ακόμα και στρατιωτική, αδυνατεί να πρωταγωνιστήσει στην διεθνή σκηνή.
Αδυνατεί να επηρεάσει αποφασιστικά τις εξελίξεις σε σχέση με τις συγκρούσεις, τις εντάσεις, τους ανταγωνισμούς ακόμα και τις αυθαιρεσίες σε κρίσιμες περιοχές της γης, ακόμα και στην γειτονιά της.
Δεν έχει καταφέρει να διαμορφώσει ενιαία και αποτελεσματική πολιτική στο μεγάλο μεταναστευτικό πρόβλημα που αντιμετωπίζει και θα αντιμετωπίζει με ακόμα οξύτερο τρόπο στο μέλλον.
Επέδειξε σχετική ατολμία και δυσκινησία στην αντιμετώπιση της πανδημίας. Και στο υγειονομικό σκέλος και στο σκέλος των μέτρων ανάκαμψης από την ύφεση που προκάλεσε η πανδημία
Σε αντίθεση με το γενναίο πακέτο που υιοθέτησαν οι Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής, το ευρωπαϊκό είναι πιο συγκρατημένο συνοδευόμενο μάλιστα από διαρκείς προειδοποιήσεις για τον πρόσκαιρο χαρακτήρα του μέχρι να επανακάμψουν οι δύσκαμπτοι κανόνες πειθαρχίας και λιτότητας.
Ακόμα και στην οικονομική κρίση της περασμένης δεκαετίας φάνηκαν χτυπητές αδυναμίες και γενικές αλλά και ειδικότερα προς τη χώρα μας, χωρίς να παραβλέπονται και να υποτιμώνται δικές μας αδυναμίες, λάθη και παραλείψεις επεβλήθη ένα πρόγραμμα που σε μεγάλο βαθμό ήταν, είχε χαρακτήρα τιμωρητικό.
Και όπως ομολογήθηκε κατ΄ επανάληψη ελέγχεται, εκ των υστέρων βέβαια, για σοβαρά σφάλματα και στη συνταγή και στο επιδιωκόμενο αποτέλεσμα.
Και τέλος είναι αναγκαίο να επισημανθεί και να στηλιτευθεί η επαμφοτερίζουσα στάση έναντι της Τουρκίας η οποία συμπεριφέρεται ως ταραξίας στην ευρύτερη περιοχή εγείροντας αξιώσεις που προσβάλουν κατάφωρα και το γράμμα και το πνεύμα του διεθνούς δικαίου και των διεθνών συνθηκών.
Ειδικά σε ό,τι αφορά την Ελλάδα και την Κύπρο, δι΄ έργων και λόγων, απειλεί ευθέως όχι μόνο δικαιώματα που απορρέουν από το διεθνές δίκαιο αλλά ακόμα και την εδαφική ακεραιότητα χωρών-μελών της ίδιας της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ορισμένα κράτη, μάλιστα, υιοθετώντας στάση επιτήδειου ουδέτερου, εμμέσως πλην σαφώς δείχνουν να κλείνουν το μάτι προς την Τουρκία. Δηλαδή, να ενθαρρύνουν την απαράδεκτη και παραβατική συμπεριφορά της.
Παρέλκει να υπογραμμιστεί ότι τα σύνορα των κρατών-μελών της Ένωσης είναι και ευρωπαϊκά σύνορα και ότι ο σεβασμός και η πιστή τήρηση των κανόνων του διεθνούς δικαίου είναι θεμελιώδες αξίωμα που απορρέει από το σύστημα αρχών και αξιών της Ευρώπης.
Και η μεν Ελλάδα είναι σε θέση να υπερασπίσει αποτελεσματικά την εδαφική της ακεραιότητα και τα δικαιώματά της με τη διπλωματική της δράση, τις συμμαχίες της παλιές και νέες, με το αξιόμαχο και την αποτρεπτική ικανότητα των Ενόπλων μας Δυνάμεων.
Πάνω από όλα με εθνική ομοψυχία και συνεννόηση όπως επιβάλλεται από τις περιστάσεις και τις προκλήσεις.
Η Ευρώπη όμως οφείλει να συνειδητοποιήσει ότι αλληθωρίζοντας και αποπειρώμενη να συμβιβάσει τα ασυμβίβαστα οδηγείται σε αδιέξοδο. Δεν μπορεί να μην επιβάλει κυρώσεις σε εξόφθαλμα επιθετικές συμπεριφορές.
Η Ευρώπη οφείλει να κάνει πράξη τις αρχές και τις αξίες της όχι μόνο προς όφελος των μελών της αλλά πρωτίστως για να βρει τον εαυτό της και τον δρόμο της προς το αύριο.
Σε αυτή την κατεύθυνση, είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική η πρόσφατη αμυντική συμφωνία μεταξύ Ελλάδας και Γαλλίας και συνιστά αναμφισβήτητα εθνική επιτυχία όχι μόνο για τη σημασία της στην προάσπιση κοινών αξιών και συμφερόντων, αλλά και διότι σηματοδοτεί μία συνολική αντίληψη για την πορεία της Ευρώπης.
Εύχομαι να είναι ένα βήμα προς την κοινή εξωτερική πολιτική και πολιτική άμυνας της Ευρωπαϊκής Ένωσης, βήμα αναγκαίο και ήδη υπερήμερο στο νέο παγκόσμιο περιβάλλον.
Κυρίες και κύριοι, θέλω να κλείσω με μία τελευταία αναφορά στον Κωνσταντίνο Καραμανλή.
Πιστεύω ότι με λίγες λέξεις μάς αφήνει μία παρακαταθήκη υψίστης σημασίας σε σχέση με το εθνικό μας χρέος βγαλμένη από ιστορικά βιώματα και βαθιά μελέτη της ιστορικής μας διαδρομής. Παρακαταθήκη που έμπρακτα και συνειδητά υπηρέτησε ως η ξεχωριστή προσωπικότητα του δημόσιου βίου που δεν δίχασε τους Έλληνες.
Τόνισε σε ομιλία του στη Βουλή στις 30 Οκτωβρίου 1975 «η ιστορία διδάσκει ότι οι Έλληνες ό,τι κερδίζουν στον πόλεμο το χάνουν στην ειρήνη. Και το χάνουμε γιατί έχουμε την κακή συνήθεια να καθιστούμε τα εθνικά μας θέματα αντικείμενο έντονων πολιτικών ανταγωνισμών οι οποίοι πολλές φορές παίρνουν την μορφή της πατριδοκαπηλίας και καταλήγουν σε διχασμούς.
Κυρίες και κύριοι, η ιστορία διδάσκει, ο Καραμανλής μας το θυμίζει. Όλοι εμείς έχουμε το χρέος να αποδείξουμε ότι διδαχθήκαμε καλά το μάθημά μας. Ευχαριστώ για την προσοχή σας.