Ο συνδυασμός της αξιοποίησης του ευρωπαϊκού πλαισίου για την ενίσχυση της άμυνας της Ελλάδος, όπως καταδεικνύει η πρόσφατη συμφωνία με την Γαλλία, αλλά και η συνεχώς αναβαθμιζόμενη στρατηγική σχέση με τις ΗΠΑ αποτελούν την πλέον ενδεδειγμένη στρατηγική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο, υπογραμμίζει ο καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο National Defence University, στην Ουάσιγκτον, Άντριου Νόβο (Andrew Novo), στη συνέντευξη, που παραχωρεί στο ΑΠΕ – ΜΠΕ και τον Σπύρο Μουρελάτο.
Ο κ. Νόβο αναγνωρίζει στην τουρκική επιθετικότητα την αγωνία της Άγκυρας να μην εξαιρεθεί από τις δρομολογούμενες στρατηγικές και ενεργειακές συμφωνίες στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ τονίζει ότι μολονότι η Άγκυρα παραμένει ένας σημαντικός εταίρος για τις ΗΠΑ, οι αποσταθεροποιητικές ενέργειες της στην Ανατολική Μεσόγειο, καθώς και οι αμφιλεγόμενες πρωτοβουλίες της στον τομέα των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, προκαλούν ήδη αυξημένη ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας.
Στον απόηχο του AUKUS, τέλος, ο κ. Νόβο παρακολουθεί με ενδιαφέρον τις προσπάθειες της ΕΕ για την επίτευξη στρατηγικής αυτονομίας σημειώνοντας, πάντως, ότι μία τέτοια μεταβολή προϋποθέτει την ομογενοποίηση της στρατηγικής προσέγγισης των κρατών – μελών της Ε.Ε. έναντι της Κοινής Ευρωπαϊκής Άμυνας, αλλά δυνάμεων όπως η Κίνα και η Ρωσία.
Ακολουθεί ολόκληρη η συνέντευξη του καθηγητή στο National Defence University, Andrew Novo, στο Αθηναϊκό-Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων και τον δημοσιογράφο Σπύρο Μουρελάτο
ΕΡ: Παρά την αποδοκιμασία κυρίως από τις ΗΠΑ, αλλά και την Ευρωπαϊκή Ένωση, ο Ταγίπ Ερντογάν φαίνεται να επανέρχεται στη λογική της επιθετικότητας και των προκλήσεων σε Αιγαίο και Ανατολική Μεσόγειο, όπως κατέδειξαν οι προκλήσεις των τελευταίων ημερών στην θαλάσσια περιοχή ανατολικά της Κρήτης. Πού εκτιμάτε ότι αποσκοπεί η συγκεκριμένη στρατηγική; Μπορεί να έχει αρνητικά για την Ελλάδα και την Κύπρο αποτελέσματα και ποια θα μπορούσαν να είναι αυτά;
ΑΠ: Η προκλητική συμπεριφορά της Τουρκίας στην περιοχή δεν είναι κάτι καινούργιο. Στο παρελθόν οδήγησε σε ορισμένες πολύ δύσκολες καταστάσεις, σε αυξημένη ένταση και διπλωματικές ανακατατάξεις. Ευτυχώς, μία ανοιχτή σύγκρουση έχει αποφευχθεί. Οι τουρκικές ενέργειες αποδίδονται κατά μείζονα λόγο σε διαπραγματευτική τακτική και μπορούν να εκληφθούν ως ένα σήμα προς την Ελλάδα και την Κύπρο ότι η Τουρκία δεν επιθυμεί να εξαιρεθεί από τις διπλωματικές, οικονομικές και στρατηγικές εξελίξεις στην περιοχή. Η Τουρκία εξακολουθεί να καταβάλει κάθε προσπάθεια, ώστε να προωθήσει τα συμφέροντα της και θέλει να αποτελεί τμήμα των ευρύτερων συμφωνιών στα πεδία της ενέργειας και της ασφάλειας στην περιοχή. Αρνητικά αποτελέσματα για την Ελλάδα και την Κύπρο δεν θα πρέπει να αποκλειστούν, καθώς η συμπεριφορά της Τουρκίας πιθανώς να συνεχίσει να υπονομεύει τις ξένες επενδύσεις στα ενεργειακά σχέδια. Ταυτόχρονα, οι ενέργειες της Τουρκίας φέρνουν στην επιφάνεια (και πιθανώς διευρύνουν) τις διαφορές εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης ανάμεσα σε εκείνες τις χώρες που έχουν την βούληση να εναντιωθούν στην τουρκική επιθετικότητα, όπως η Ελλάδα και η Γαλλία, και σε άλλες που εμφανίζονται απρόθυμες να διακινδυνεύσουν τις εμπορικές και πολιτικές τους σχέσεις με την Άγκυρα μέσω της ανοιχτής καταδίκης τέτοιων ενεργειών ή ακόμη περισσότερο μέσω της λήψη απτών μέτρων. Είναι εύκολο για την Ρωσία και την Κίνα να εκμεταλλεύονται αυτές τις «ρωγμές» στο εσωτερικό της Ένωσης και να διαταράσσουν συνεργασίες εντός αυτής και του ΝΑΤΟ. Οι ΗΠΑ αποδοκιμάζουν τέτοιες ενέργειες, γιατί το αφήγημα τους για την Ανατολική Μεσόγειο βασίζεται στη σταθερότητα και στο Διεθνές Δίκαιο. Οι ενέργειες της Τουρκίας αντιμάχονται ακριβώς αυτές τις αρχές και ασφαλώς υπονομεύουν τη συνοχή τόσο της ΕΕ όσο και του ΝΑΤΟ.
ΕΡ: Ποια θεωρείτε πως είναι για την Ελλάδα η καταλληλότερη στρατηγική ανάσχεσης της τουρκικής επιθετικότητας στην Ανατολική Μεσόγειο; Ποιο ρόλο μπορεί να διαδραματίσει η πρόσφατη αμυντική συμφωνία ανάμεσα σε Ελλάδα και Γαλλία ακριβώς σε αυτήν την ανάγκη;
ΑΠ: Η Ελλάδα ακολουθεί την ενδεδειγμένη και ως εκ τούτου σε μεγάλο βαθμό επιτυχημένη στρατηγική για την ανάσχεση της τουρκικής επιθετικότητας. Από τη μία στηρίζεται στους Ευρωπαίους συμμάχους της και από την άλλη εργάζεται προκειμένου να ενδυναμώσει τις διμερείς σχέσεις με τις ΗΠΑ. Στο μέτωπο των σχέσεων με τις ΗΠΑ, διαπιστώνουμε εμβάθυνση συνεργασιών, φιλική ρητορική (συνήθως εστιασμένη στη σταθερότητα, την Δημοκρατία και άλλες κοινές αξίες), αλλά και αυξημένες αμερικανικές επενδύσεις στην Ελλάδα. Ταυτόχρονα, η Ελλάδα αναβαθμίζει τις σχέσεις της με το Ισραήλ. Οι ΗΠΑ επιδιώκουν σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή και η Ελλάδα καταβάλλει κάθε προσπάθεια, ώστε να καταστεί ένας σημαντικός κόμβος σταθερότητας και ασφάλειας. Επίσης, η Ελλάδα επιλέγει να προσεταιριστεί συγκεκριμένους Ευρωπαίους εταίρους και ειδικά την Γαλλία. Η πρόσφατη ελληνογαλλική συμφωνία αποτελεί απόδειξη της επιδίωξης της Αθήνας να αξιοποιήσει έτι περαιτέρω το πλαίσιο της ΕΕ για την άμυνά της έναντι της Τουρκίας. Αντιθέτως με τη συμμαχία της Ελλάδος με τις ΗΠΑ, η οποία υφίσταται στη βάση του ΝΑΤΟ, οι σχέσεις Ελλάδος – Γαλλίας αποτελούν μέρος του πλαισίου της ΕΕ είτε σε διμερή βάση είτε μέσω της Μόνιμης Διαρθρωμένης Συνεργασίας για μία πιο αποτελεσματική Ευρωπαϊκή ‘Αμυνα (PESCO). Ως σύλληψη, πάντως, η Ευρωπαϊκή άμυνα ενέχει προκλήσεις, καθώς προϋποθέτει την ανάπτυξη από την πλευρά της ΕΕ της ικανότητας να μπορεί να έχει ενιαία προσέγγιση. Ωστόσο, η εμβάθυνση της συνεργασίας Ελλάδος – Γαλλίας αποτελεί ένα ξεκάθαρο μήνυμα προς την Τουρκία ότι η Αθήνα δεν θα είναι μόνη της σε περίπτωση αναμέτρησης με την Άγκυρα. Αυτές είναι μακράν καταλληλότερες στρατηγικές εξισορρόπησης της Τουρκίας, για να δανειστώ την ορολογία από την ερώτησή σας, από το να προσπαθείς να στηριχθείς στην Ρωσία ή την Κίνα. Με τις προαναφερθείσες δυνάμεις, η Ελλάδα δεν μοιράζεται κοινές δημοκρατικές αξίες ούτε αυτές συμμερίζονται την δέσμευση της Ελλάδος στη σταθερότητα στην ευρύτερη περιοχή. Μία εξωτερική δύναμη θα ήταν πιο πιθανό να επιδιώξει την υπονόμευση της ασφάλειας, ώστε να αποδυναμώσει το ΝΑΤΟ ή την ΕΕ, αφήνοντας την Ελλάδα εξαιρετικά ευάλωτη.
ΕΡ: Εκτιμάτε πως η νέα αμερικανική διακυβέρνηση υπό τον πρόεδρο Μπάιντεν, έχει την βούληση να περιορίσει τις επεκτατικές βλέψεις της Τουρκίας; Πώς θεωρείτε πως θα κινηθεί η Ουάσιγκτον, προκειμένου αφενός να επαναφέρει την Τουρκία στο πλαίσιο της διεθνούς νομιμότητας και αφετέρου να μην την απομονώσει, στρέφοντάς την στην αγκαλιά χωρών όπως η Ρωσία ή το Ιράν;
ΑΠ: Το ερώτημά σας σωστά υπονοεί πως η διακυβέρνηση Μπάιντεν αντιμετωπίζει μία σειρά από σημαντικές προκλήσεις στην εξωτερική της πολιτική. Όπως γνωρίζουμε, πολλές από αυτές τις προκλήσεις σχετίζονται ευθέως με την Ανατολική Μεσόγειο και με τις σχέσεις ΗΠΑ-Τουρκίας. Ο τουρκικός επεκτατισμός είναι ένα ζήτημα που σχετίζεται και με την επιρροή, αλλά και με εδάφη. Η Τουρκία έχει παρουσία σε τμήματα του Ιράκ και της Συρίας και έχει εκμεταλλευτεί τη συνεργασία της με το Αζερμπαϊτζάν, προκειμένου να αλλάξει τα σύνορα στην διαφιλονικούμενη περιοχή του Ναγκόρνο Καραμπάχ. Επιδιώκει, επίσης, μεγαλύτερη επιρροή στην περιοχή, ενώ έχει επίσης παρουσία στη Λιβύη. Οι ενέργειες της Τουρκίας αποτελούν απόρροια της αυξανόμενης οικονομικής, πολιτικής και στρατιωτικής της ισχύος. Η Τουρκία παραμένει ένας σημαντικός εταίρος για τις ΗΠΑ, όπως και σύμμαχος στο πλαίσιο του ΝΑΤΟ και η ανάπτυξή της αυξάνει τη σημασία της για τις ΗΠΑ. Ταυτόχρονα, ωστόσο, η δέσμευση της διακυβέρνησης Μπάιντεν σε μία εξωτερική πολιτική βασισμένη σε κανόνες και αξίες θα μπορούσε να προκαλέσει επιπρόσθετη ένταση στις σχέσεις ΗΠΑ – Τουρκίας. Η συμπεριφορά του Ερντογάν έχει επανειλημμένως υπονομεύσει την δημοκρατία στην χώρα του. Τον Ιούλιο η Τουρκία απεσύρθη από μία διεθνή συμφωνία για την αποφυγή της βίας κατά των γυναικών. Προσφάτως δε, η χρήση βίας κατά του PKK και άλλων κουρδικών οργανώσεων στη Συρία, το Ιράκ και κατά μήκος των συνόρων Τουρκίας – Ιράν έχει αυξηθεί σημαντικά. Η Τουρκία παραμένει ένας δύσκολος, πλην όμως σημαντικός εταίρος για τις ΗΠΑ. Ο Ερντογάν έχει επίσης εκδηλώσει τον εκνευρισμό του για την Αμερικανική πολιτική, ασκώντας κριτική για τις ενέργειες των ΗΠΑ στη Συρία και το Ιράκ και την αμερικανική υποστήριξη προς τους Κούρδους και στα δύο αυτά μέτωπα. Πάντως, ούτε η Ρωσία ούτε το Ιράν μοιάζουν ενθουσιασμένοι από τις πρωτοβουλίες της Τουρκίας στην περιοχή, ενώ και οι δύο αυτές δυνάμεις δείχνουν να ανησυχούν για το απρόβλεπτο των κινήσεων του Ερντογάν. Αμφότερες οι χώρες αντιλαμβάνονται την βαθιά και μακροχρόνια σχέση ανάμεσα στην Τουρκία και τις ΗΠΑ. Μόσχα και Τεχεράνη μοιάζουν πρόθυμες να επιδιώξουν καιροσκοπικά κέρδη μαζί με την Άγκυρα σε βάρος της Ουάσιγκτον, πλην όμως θα πρέπει να υπάρξουν αλλαγές σε άλλους μεγάλους παράγοντες, ώστε να ανατραπεί η τρέχουσα δομή συμμαχιών. Θα υπάρξουν ευκαιρίες, είτε κατά την διάρκεια είτε και μετά την προεδρία του Ταγίπ Ερντογάν, για τις ΗΠΑ και την Τουρκία, ώστε να επιτύχουν μία ευρύτερη κατανόηση και να βελτιώσουν τις μεταξύ τους σχέσεις. Φαίνεται πως ο Ερντογάν κινείται ήδη προς αυτήν την κατεύθυνση. Η πρόσφατη οικονομική αδυναμία της Τουρκίας πιθανώς να τον καταστήσει ευεπίφορο σε κάποιου είδους συμβιβασμό.
ΕΡ: Ποιες θεωρείτε πως θα είναι οι επιπτώσεις στις ούτως ή άλλως εύθραυστες ισορροπίες στην Ανατολική Μεσόγειο από τυχόν αύξηση των μεταναστευτικών ροών, λόγω της ανακατάληψης της εξουσίας από τους Ταλιμπάν στο Αφγανιστάν;
ΑΠ: Η ανακατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν είναι πιθανό να προκαλέσει μεταναστευτικές ροές τόσο εντός του Αφγανιστάν όσο και στις γειτονικές χώρες. Δεν είμαι σίγουρος πως θα εξωθήσει δεκάδες χιλιάδες Αφγανών στην Ευρώπη και κατ’ επέκταση θα απειλήσει τη σταθερότητα στην Ανατολική Μεσόγειο, τουλάχιστον στο εγγύς μέλλον. Κάτι τέτοιο θα εξαρτηθεί από τον τρόπο με τον οποίο θα επιλέξουν να κυβερνήσουν οι Ταλιμπάν και από το κατά πόσον θα αναπτυχθεί ένα τοπικό κίνημα αντίστασης εναντίον τους. Σε μία τέτοια περίπτωση, θα πρέπει να αναμένουμε ότι περισσότεροι πρόσφυγες θα εγκαταλείψουν την χώρα και θα πιθανώς να φθάσουν στα ευρωπαϊκά σύνορα. Εάν ισχύσει αυτό το σενάριο, το πιθανότερο είναι ο Ερντογάν να επιχειρήσει να εκμεταλλευτεί πολιτικά τους Αφγανούς πρόσφυγες στη σχέση του με την Ευρώπη.
ΕΡ: Πώς θα επιδράσει η συμφωνία ΗΠΑ – Μ. Βρετανίας – Αυστραλίας (AUKUS) στη στρατηγική και τις εσωτερικές ισορροπίες στο ΝΑΤΟ; Εκτιμάτε πως εγκαινιάζεται μία περίοδος ανταγωνισμού ανάμεσα στις ΗΠΑ και την ΕΕ; Πόσο εφικτή είναι η επιδίωξη στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ, που μεταξύ άλλων συνεπάγεται και την δημιουργία ευρωστρατού;
ΑΠ: Η συμφωνία του AUKUS είναι ξεκάθαρα μία συμφωνία προσανατολισμένη στον περιορισμό της κινεζικής ισχύος. Υπό αυτό το πρίσμα, αντιπροσωπεύει μία ισχυρή κίνηση της Αυστραλίας εντός του Αμερικανικού στρατοπέδου και μία επαναβεβαίωση της βρετανικής θέσης στο πλάι των ΗΠΑ. Αυτές οι χώρες επιλέγουν πλευρά στην αντιπαλότητα ανάμεσα στις ΗΠΑ και την Κίνα. Η ΕΕ, ως σύνολο, έχει αποφύγει να επιλέξει πλευρά. Η ευρωπαϊκή ασάφεια ως προς την αντιμετώπιση της Κίνας, πιθανώς να διευκόλυνε τη συμφωνία του AUKUS. Όλες οι χώρες μέλη της ΕΕ έχουν σημαντικές οικονομικές σχέσεις με την Κίνα. Η Ιταλία έχει συμφωνήσει για ένα σημαντικό ρόλο στην Πρωτοβουλία. Η Ελλάδα απολαμβάνει μεγάλες κινεζικές επενδύσεις στο λιμάνι του Πειραιά. Η Ευρώπη έχει τεράστια εμπορικά συμφέροντα με την Κίνα και πολύ μεγάλα κέρδη από τον κινεζικό τουρισμό. Τα ευρωπαϊκά κράτη δεν μοιάζουν πρόθυμα να θυσιάσουν όλα αυτά τα οικονομικά πλεονεκτήματα στο βωμό του ανταγωνισμού των Μεγάλων Δυνάμεων. Αναλογιστείτε, για παράδειγμα, πώς η Γερμανία προσπαθεί να αποσυνδέσει την εξάρτηση της από τη ρωσική ενέργεια από την πολιτική της στάση ενάντια στη ρωσική επιθετικότητα στην Ουκρανία ή από άλλες ανάλογες προκλήσεις. Η στρατηγική αυτονομία της Ευρώπης και η δημιουργία Ευρωστρατού είναι πιθανά, εφ’ όσον εξετάζουμε μόνο τις ευρωπαϊκές δυνατότητες. Τα ευρωπαϊκά κράτη έχουν χρήμα και πηγές. Αλλά η στρατηγική αυτονομία προϋποθέτει να μπορέσει η Ευρώπη να προσδιορίσει τα στρατηγικά της συμφέροντα με ένα ενοποιημένο και συνεκτικό τρόπο. Οι διαφορετικές προσεγγίσεις Γερμανίας και Γαλλίας έναντι της τουρκικής συμπεριφοράς στην Ανατολική Μεσόγειο ή οι αντιθέσεις ανάμεσα στα διάφορα κράτη – μέλη της Ένωσης στη συμπεριφορά τους έναντι της Ρωσίας και της Κίνας δυσκολεύουν την εμπέδωση της στρατηγικής αυτονομίας της ΕΕ και κατ’ επέκταση την δημιουργία ενός ευρωστρατού.
ΣΗΜ: Ο Andrew Novo είναι καθηγητής Στρατηγικών Σπουδών στο National Defense University. Είναι βοηθός καθηγητή στο Georgetown University’s School of Foreign Service και επισκέπτης καθηγητής στο Center for European Policy Analysis. Οι απόψεις που εκφράζονται στη συνέντευξη είναι προσωπικές και δεν απηχούν τις απόψεις της κυβέρνησης των ΗΠΑ, του Υπουργείου Αμύνης των ΗΠΑ ή του National Defense University.
ΑΠΕ-ΜΠΕ