Μισό εκατομμύριο ηλικιωμένοι στη Γαλλία ζουν σε κατάσταση “κοινωνικού θανάτου”, κάτι που σημαίνει ότι δεν συναντούν ποτέ ή σχεδόν ποτέ ανθρώπους, με τον αριθμό τους να έχει αυξηθεί κατά 77% τα τελευταία τέσσερα χρόνια και την κατάστασή τους να έχει επιδεινωθεί λόγω της πανδημίας της covid-19.
Η υγειονομική κρίση, με τους περιορισμούς που επιβλήθηκαν, “έριξε τους ανθρώπους που είχαν έναν σχετικά ευαίσθητο κοινωνικό ιστό στην πλήρη απομόνωση”, παρατήρησε η ένωση Les Petits Frères des Pauvres στη δεύτερη έκθεσή της με τίτλο “Μοναξιά και απομόνωση στους άνω των 60 στη Γαλλία το 2021”, που δημοσιεύθηκε σήμερα.
Ο αριθμός των ηλικιωμένων που είναι απομονωμένοι από τον οικογενειακό και φιλικό τους κύκλο υπερδιπλασιάστηκε (+122%) σε διάστημα τεσσάρων ετών, περνώντας από τις 900.000 το 2017 στα 2 εκατομμύρια το 2021.
1,3 εκατομμύριο ηλικιωμένοι δεν βλέπουν ποτέ ή σχεδόν ποτέ τα παιδιά και τα εγγόνια τους, έναντι 470.000 το 2017 όταν είχε δημοσιευθεί η προηγούμενη έκθεση.
Η ένωση λαμβάνει υπόψη της τέσσερις κύκλους κοινωνικοποίησης για να μετρήσει την απομόνωση των ηλικιωμένων: οικογένεια, φίλοι, γείτονες και ενώσεις. 530.000 ηλικιωμένοι δεν ανήκουν σε κανέναν από αυτούς τους κύκλους.
3,9 εκατομμύρια ηλικιωμένοι, δηλαδή ένας στους πέντε δεν έχουν καθόλου ή σχεδόν καθόλου φιλικές σχέσεις, σε σύγκριση με 1,5 εκατομμύριο το 2017.
Στη διάρκεια αυτής της τετραετίας ο κύκλος που υπέστη το μικρότερο πλήγμα ήταν αυτός των γειτόνων (-2%), όπως και οι σχέσεις με εμπόρους ή άλλους επαγγελματίες της γειτονίας, τους οποίους η ένωση χαρακτηρίζει “ανάχωμα στην απομόνωση”.
Το ένα τρίτο των ηλικιωμένων (6,5 εκατομμύρια άνθρωποι) αισθάνονται συχνά μόνοι, με το 14% (2,4 εκατομμύρια) να αισθάνονται κάθε ημέρα μόνοι ή πολύ συχνά.
Όπως ανέφεραν οι μισοί από τους ερωτηθέντες, η υγειονομική κρίση είχε εξαιρετικά σοβαρές επιπτώσεις στη μοναξιά των ηλικιωμένων.
Παράγοντες που εντείνουν τη μοναξιά και την απομόνωση των ηλικιωμένων είναι η απώλεια της αυτονομίας τους, η απουσία στενών συγγενών, η έλλειψη εξοικείωσης με τους υπολογιστές και το ίντερνετ και το χαμηλό ύψος των εσόδων τους, κάτω από 1.000 ευρώ.
ΑΠΕ-ΜΠΕ