Η πανδημία εξακολουθεί να είναι εδώ, παρότι υπάρχει σταθεροποίηση, καθώς στη βόρεια Ελλάδα καταγράφεται αύξηση από 11% έως 36% των νέων μολύνσεων από νόμο σε νόμο, όπως ανέφερε κατά την αποψινή ενημέρωση η αναπληρώτρια υπουργός Υγείας, Μίνα Γκάγκα, η οποία έκανε λόγο για καμπανάκι κινδύνου όσον αφορά τη βόρεια Ελλάδα, αφήνοντας ουσιαστικά να εννοηθεί ότι δεν θέλουμε να ζήσουμε αυτό που συνέβη πέρυσι στην εν λόγω περιοχή.
Η ίδια πρόσθεσε, παρουσιάζοντας και σχετικούς πίνακες, ότι η συντριπτική πλειονότητα όσων νοσηλεύονται αυτή τη στιγμή με την νόσο Covid-19 στη Θεσσαλονίκη και γενικότερα στη βόρεια Ελλάδα είναι ανεμβολίαστοι. Μάλιστα, όπως είπε, 55 από τους 59 ασθενείς που έχουν διασωληνωθεί και βρίσκονται σε ΜΕΘ είναι ανεμβολίαστοι και μόνο τέσσερις είναι εμβολιασμένοι.
Ερωτηθείσα για το εάν υπάρχουν πανεπιστημιακές κλινικές ή πανεπιστημιακοί που ζήτησαν ή αρνούνται να συνεχίσουν να νοσηλεύουν περιστατικά κορονοιού, η αναπληρώτρια υπουργός ήταν κατηγορηματική. Τόνισε ότι από την αρχή αυτής της πανδημίας «όλοι μαζί Πανεπιστήμιο κι ΕΣΥ πορευθήκαμε για να την αντιμετωπίσουμε και σας διαβεβαιώ ότι έτσι θα συνεχίσουμε, δεν έχει γίνει καμιά αίτηση από πανεπιστημιακό νοσοκομείο για να μην δέχονται περιστατικά κορονοϊού». Προφανώς τα πανεπιστημιακά νοσοκομεία θα έχουν κι άλλα περιστατικά και αυτό είναι πολύ σημαντικό για την εκπαίδευση των φοιτητών, η οποία θα συνεχιστεί κανονικά τόνισε.
Η καθηγήτρια, Βάνα Παπαευαγγέλου ανέφερε ότι υπάρχει σταθεροποίηση της επιδημίας στην χώρα αλλά υπάρχουν και εξαιρέσεις, όπως η κεντρική και ανατολική Μακεδονία όπου καταγράφεται αύξηση και μάλιστα σε κάποιους νομούς διπλασιασμός των κρουσμάτων, όπως στην Ξάνθη.
Επίσης τόνισε ότι η μέση ηλικία των κρουσμάτων είναι πλέον τα 34 έτη και πρόσθεσε ότι υπάρχουν τουλάχιστον 20.000 ενεργά κρούσματα κορονοϊού σε όλη την επικράτεια. Η ίδια είπε ότι η εικόνα είναι ηπιότερη στην Θεσσαλονίκη αλλά η αύξηση των κρουσμάτων και σ’ αυτή την μητροπολιτική περιοχή ανησυχεί τους επιστήμονες.
Όσον αφορά τον τρόπο μετάδοσης, είπε ότι η ενδοοικογενειακή μετάδοση και η μετάδοση μέσα από κοινωνικές εκδηλώσεις είναι η πιο συχνές, ενώ καταγράφεται πλέον μικρότερη διασπορά του κορονοϊού στους χώρους εργασίας, καθώς υπάρχει ο σχετικός έλεγχος. Ο δείκτης θετικότητας κυμαίνεται σε όλη τη χώρα στο 1,16% και γίνονται 192.000 τεστ ανίχνευσης κορονοϊού ανά ημέρα.
Η κα Παπαευαγγέλου παρατήρησε ότι υπάρχει αποκλιμάκωση στην πίεση που δέχεται το ΕΣΥ, με εξαίρεση τη βόρεια Ελλάδα όπου τα εξιτήρια παραμένουν λιγότερα από τις εισαγωγές ασθενών στα νοσοκομεία. Όπως είπε, αυτή τη στιγμή νοσηλεύονται 2.044 ασθενείς με κορονοϊό στα νοσοκομεία της χώρας ενώ το 37 % από αυτούς είναι ηλικίας 45 με 65 ετών. Πρόσθεσε ακόμα ότι μειώθηκαν οι διασωληνωμένοι αλλά όχι και οι θάνατοι, ο αριθμός των οποίων παρέμεινε σταθερός.
Μιλώντας για τα self test στα παιδιά είπε ότι όπως φάνηκε από την πρώτη εβδομάδα λειτουργίας των σχολείων, δεν υπάρχει σημαντική αύξηση των κρουσμάτων κορονοϊού ανάμεσα στα παιδιά και πρόσθεσε ότι στις ηλικίες κάτω των 17 ετών δεν έχει παρατηρηθεί αύξηση στις νοσηλείες. Μάλιστα ανέφερε εμφατικά ότι δεν ισχύει αυτό που ακούγεται ότι ένα στα τρία ή τέσσερα παιδιά έχουν κορονοϊό καθώς πραγματικός αριθμός είναι πολύ μικρότερος, όπως διευκρίνισε.
Για μία ακόμη φορά αναφέρθηκε στα μέτρα προστασίας και την αξία του ελέγχου (testing) μιλώντας για μία έρευνα στις Ηνωμένες Πολιτείες, σχετική με την διασπορά του στελέχους Δέλτα η οποία μειώθηκε κατά 85% στο σχολικό περιβάλλον όταν τα παιδιά έκαναν συχνό test και φορούσαν μάσκα.
Το συχνό testing παραμένει σημαντικό γιατί μειώνει την διασπορά του ιού στο σχολικό περιβάλλον, τόνισε ενώ παράλληλα ανέφερε ότι όλο και περισσότεροι έφηβοι εμβολιάζονται. Όπως είπε, ήδη ένα ποσοστό 24% κάτω των 18 ετών, δηλαδή περίπου ένα στα τέσσερα παιδιά αυτής της ηλικίας έχει πλέον λάβει την πρώτη δόση του εμβολίου, εξηγώντας ότι στατιστικά παρατηρείται στη νότια Ελλάδα πιο υψηλό ποσοστό των παιδιών που εμβολιάζονται.
ΑΠΕ-ΜΠΕ