Εδώ και ένα χρόνο, με αφορμή την πανδημία από την COVID-19, οι πολίτες έχουν αρχίσει να εντρυφούν στον ιό, τα εμβόλια και το ανοσοποιητικό σύστημα του ανθρώπου. Ταυτοχρόνως αφομοιώνουν πολλές και πολύπλοκες πληροφορίες αναφορικά με το πόσο ασφαλή και αποτελεσματικά είναι τα εμβόλια COVID-19.
Σε τμήματα της κοινωνίας έχει διαμορφωθεί κλίμα δυσπιστίας απέναντι στα εμβόλια και μοιραία δημιουργούνται δυσκολίες στην καταπολέμηση του ιού. Η αλήθεια είναι ότι το γεγονός δεν προκαλεί έκπληξη αφού αυτό που προβάλλεται τόσο από την επιστημονική κοινότητα όσο και από τα ΜΜΕ είναι ότι τα εμβόλια έχουν καταστεί λιγότερο αποτελεσματικά έναντι των αναδυόμενων μεταλλάξεων.
Ωστόσο, οι στατιστικές σχετικά με την αποτελεσματικότητα των εμβολίων COVID-19 έχουν επικεντρωθεί από την αρχή της πανδημίας σε μια μόνο πτυχή της ανοσίας, τα αντισώματα, ενώ μια σημαντική – και θετική – πτυχή των εμβολίων δεν έχει γνωστοποιηθεί ευρέως: η ενεργοποίηση των Τ-κύτταρων, που αποτελούν ένα βασικό και σημαντικό τμήμα του ανοσοποιητικού μας συστήματος.
Ας δούμε όμως εν συντομία πως λειτουργεί το ανοσιακό μας σύστημα. Από τη στιγμή που ένας ξένος «εισβολέας» μικροοργανισμός εισέρχεται στο ανθρώπινο σώμα, αναπτύσσεται η φυσική μας ειδική ανοσία, η οποία εκφράζεται με δυο είδη ανοσίας, την χημική ανοσία (παραγωγή αντισωμάτων που συνδέονται με τους μικροοργανισμούς και τους εξουδετερώνουν, αποτρέποντάς τους να μολύνουν τα κύτταρα) και την κυτταρική ανοσία (παραγωγή Τ λεμφοκυττάρων που σκοτώνουν κύτταρα που έχουν ήδη μολυνθεί από τον μικροοργανισμό.
Μετά την πρώτη μας επαφή με τον μικροοργανισμό, τα λεμφοκύτταρα Β και Τ διατηρούν ανοσολογική μνήμη, η οποία επιτρέπει μια ταχύτερη και ισχυρότερη απόκριση (προστατευτική ανοσία) του οργανισμού μας σε μια επόμενη μόλυνση.
Ειδικά για την καταπολέμηση των ιών, είναι γνωστό ότι αν και τα δύο είδη ανοσίας είναι σημαντικά, η κυτταρική ανοσία είναι πολύ πιο αποτελεσματική στην εξάλειψη τους και πιο ανθεκτική στο χρόνο συγκριτικά με τη δράση των αντισωμάτων, δεδομένου ότι οι ιοί δρουν μολύνοντας τα κύτταρα του ξενιστή (ενδοκυττάρια), σε αντίθεση με το μεγαλύτερο ποσοστό των μικροοργανισμών που δρουν εξωκυττάρια . Από αυτόν τον κανόνα δε θα μπορούσε να εξαιρεθεί και η κατηγορία των ανθρώπινων κορονοϊών. Πράγματι, έρευνες έχουν ήδη διαπιστώσει ότι η κυτταρική ανοσία αποτελεί ένα ισχυρό όπλο εναντίον τους, συμπεριλαμβανομένης της οικογένειας SARS-CoV-2. Μια μελέτη του 2016 έδειξε ότι η ανοσία των κυττάρων Τ έναντι του κορονοϊού SARS (επιδημία 2002) παρέμεινε ενεργή για χρονικό διάστημα έως και 11 χρόνια παρέχοντας πλήρη, αποτελεσματική και διαρκή προστασία έναντι του SARS.
Αυτό είναι ένα ιδιαίτερα σημαντικό στοιχείο που θα πρέπει να χρησιμοποιηθεί άμεσα στον σχεδιασμό μελλοντικών δράσεων κατά της πανδημίας από την πολιτεία.
Και τα καλά νέα που οι περισσότεροι δεν γνωρίζουν είναι ότι τα εμβόλια COVID-19 που κυκλοφορούν προσφέρουν μια ισχυρή κυτταρική ανοσολογική απάντηση.
Στην πραγματικότητα, η έρευνα δείχνει ότι, ενώ τα επίπεδα αντισωμάτων που παράγονται από τα εμβόλια COVID-19 μειώνονται με την πάροδο του χρόνου -κατά μέσο όρο περίπου έξι μήνες-και δεν έχουν την ικανότητα να εξουδετερώσουν τις μεταλλαγμένες μορφές του ιού, η κυτταρική ανοσία που προκαλείται, ανταποκρίνεται σε μεγάλο βαθμό τόσο στις μεταλλάξεις όσο και στον αρχικό ιό, και παράλληλα είναι μακροχρόνια και ισχυρή, παρέχοντας μια «ανθεκτική» προστασία από μελλοντική λοίμωξη.
Αυτή η μονοδιάστατη αναφορά στα αντισώματα συνδέεται άμεσα με τη δυσφήμιση της αποτελεσματικότητας των εμβολίων και χρησιμοποιείται-δικαιολογημένα-από τους αρνητές του εμβολιασμού ως απόδειξη ότι τα εμβόλια δεν λειτουργούν καλά μακροπρόθεσμα, ενισχύοντας την έλλειψη πίστης στην επιστήμη.
Η εμπιστοσύνη στα εμβόλια θα επανακτηθεί μόνο εάν γνωστοποιηθεί στους πολίτες η πλήρης αποτελεσματικότητα της ανοσολογικής απόκρισης που προκαλείται από τα εμβόλια, μέσω της κοινοποίησης των στατιστικών στοιχείων που αφορούν και τα δύο είδη ανοσίας και όχι μόνο των αντισωμάτων, στοιχεία που υποστηρίζουν ότι τα εμβόλια COVID-19 προσφέρουν μια σημαντική και ανθεκτική στο χρόνο ανοσία, και επιπλέον ελεγχόμενη ως προς τις επιπλοκές της φυσικής νόσησης. Η γνώση αυτή θα μπορέσει να βοηθήσει τους πολίτες να λάβουν μια τεκμηριωμένη απόφαση σχετικά με τον εμβολιασμό, την αναγκαιότητα του και τα οφέλη του.