Άρθρο Παναγιώτη Βλάχου, Γραμματέα Επικοινωνίας Κινήματος Αλλαγής, στην εφημερίδα «Τα Νέα»
Είναι αρχές Αυγούστου και πάνω από ένα εκατομμύριο στρέμματα δασικής έκτασης έχει γίνει στάχτη. Μαζί ξεσπιτώθηκαν εκατοντάδες συμπολίτες μας, κυρίως στην πολύπαθη Εύβοια. Η δοκιμασία τους αποτυπώθηκε στα μάτια όλου του πλανήτη. Η φρίκη τους ήρθε μαζί με καταγγελίες για εγκατάλειψη από την Πολιτεία. Πρόκειται για τη μεγαλύτερη πύρινη λαίλαπα από το 2007, με μεγαλύτερη γεωγραφική διασπορά και ένα δυσμενέστερο κλιματικό πλαίσιο.
Όμως η κλιματική αλλαγή δεν είναι δικαιολογία. Ούτε για την προηγούμενη ούτε για τη σημερινή κυβέρνηση. Όχι μόνο γιατί “χλεύαζαν” το ΠΑΣΟΚ όταν 15 χρόνια πριν έβαζε στις ράγες την “πράσινη ανάπτυξη”. Ούτε γιατί στη φετινή κοινοβουλευτική συζήτηση για τη νέα κλιματική νομοθεσία, επιδόθηκαν στη μικροπολιτική. Αλλά γιατί “χάζευαν”, όταν αυτή συνέβαινε εδώ και χρόνια. Γιατί απέτυχαν και καθυστέρησαν στην οργάνωση και αποκέντρωση της πολιτικής προστασίας. Την αντιμετώπιση της οικιστικής αυθαιρεσίας. Tην ενεργειακή δημοκρατία. Tην απολιγνιτοποίηση με δίκαιη μετάβαση. Τον εκσυγχρονισμό των συστημάτων και μέσων πυρόσβεσης, όπως έμμεσα παραδέχθηκε και ο κ. Χαρδαλιάς.
Γιατί είναι πολλά που πρέπει να συμβούν ταυτόχρονα και σήμερα. Οι λυρισμοί των υπουργών, το μίγμα αλαζονείας και συγγνώμης, οι επιτροπές σοφών και τα χρήματα του Ταμείου Ανάκαμψης δεν αρκούν. Επιτελικό κράτος δεν σημαίνει “αποφασίζω και διατάζω”. Σημαίνει σαφήνεια αρμοδιοτήτων, διοικητική και λειτουργική συνοχή με την τοπική αυτοδιοίκηση και την κοινωνία, ώστε η αποτελεσματικότητα να συνυπάρχει με την δημοκρατία και τη λογοδοσία.
Δυο χρόνια μετά την ψήφισή του, ο νόμος για την Πολιτική Προστασία παραμένει σε σημαντικό μέρος του ανενεργός. Είναι άγνωστο ποιές τοπικές και περιφερειακές δομές λειτουργούν, ποιά σχέδια αντιπυρικής προστασίας εκπονήθηκαν, ποιος παρακολουθεί και αξιολογεί τους καθαρισμούς, τα μέτρα πρόληψης, φύλαξης και διαχείρισης των δασών. Το ίδιο ισχύει και για τις πλημμύρες και τις υπόλοιπες φυσικές απειλές, καθώς το χειμώνα θρηνήσαμε θύματα και ζήσαμε την κατάρρευση δημόσιων υποδομών.
Συνεπώς χρειαζόμαστε μια πράσινη ασπίδα για το δυσοίωνο μέλλον. Η Ελλάδα βρίσκεται στον κυκλώνα μιας κρίσης που σοβεί εδώ και χρόνια. Ο τουρισμός, ο αγροδιατροφικός τομέας, η μεταποίηση, ο πολιτισμός, το δικαίωμα σε μια ποιοτική ζωή, η ίδια μας η συνύπαρξη εξαρτώνται άμεσα από νέες πολιτικές για το περιβάλλον. Μελέτες παλαιότερες (Τράπεζα της Ελλάδας) αλλά και πρόσφατες (Αστεροσκοπείο Αθήνας) αναφέρονται σε τακτικούς καύσωνες, μείωση βροχοπτώσεων, ερημοποίηση, συχνές πυρκαγιές, καταιγίδες, λειψυδρία, που θα πλήξουν τοπικές οικονομίες, θέσεις εργασίας, αλυσίδες προϊόντων. Περιφέρειες όπως η Κρήτη, η Θεσσαλία, η Πελοπόννησος χρειάζονται προγράμματα προσαρμογής με αντιπλημμυρικά έργα, προστασία βιοποικιλότητας, νέες μεθόδους καλλιέργειας.
Η ενεργειακή μετάβαση για να είναι “πράσινη”, πρέπει να είναι δίκαιη. Η πρόοδος στην αιολική και ηλιακή ενέργεια δεν πρέπει να αφορά μόνο τους μεγάλους παραγωγούς, όπως νομοθέτησε πρόσφατα η Κυβέρνηση. Χρειάζονται μεγάλα προγράμματα ενεργειακής αναβάθμισης κτιρίων και υποδομών, νέα συστήματα θέρμανσης για όλους, ώστε να χτυπηθεί η ενεργειακή φτώχεια. Καλύτερα μαζικά μέσα μεταφοράς, αστικές αναπλάσεις, μείωση χρήσης των ΙΧ, έξυπνες βιομηχανικές μονάδες με μεγαλύτερη αυτοματοποίηση και μικρότερο περιβαλλοντικό αποτύπωμα, νέα πρότυπα κατανάλωσης. Η Ελλάδα δε μπορεί να παρακολουθεί, αλλά να μπει αποφασιστικά στην παραγωγή νέων “πράσινων” προϊόντων, από οικοδομικά υλικά μέχρι ανταλλακτικά ηλεκτροκίνησης, αξιοποιώντας πόρους και γνώση με τη συμπόρευση κράτους και αγοράς.
Κάθε πτυχή της ζωής μας πλέον συνδέεται με το περιβάλλον στο οποίο θέλουμε να ζήσουμε. Αν υποθέσουμε ότι τα χρήματα βρεθούν, όλα τα παραπάνω θα απαιτήσουν νέους κανόνες, μια νέα κλιματική νομοθεσία, για την οποία το Κίνημα Αλλαγής πρωτοστατεί. Νέες συμμαχίες στην κοινωνία, ιδιαίτερα με την ευαισθητοποιημένη νέα γενιά που πληρώνει το κόστος της κλιματικής κρίσης, αλλά και στην πολιτική, με τις δυνάμεις της Οικολογίας. Εξάλλου, η πρόσφατη έκθεση της Επιτροπής του ΟΗΕ δεν αφήνει πλέον κανένα περιθώριο. Το ζητούμενο πια δεν είναι η αναστροφή της κρίσης, αλλά η επιβίωση του πλανήτη.