Για υπολείμματα φυτοφαρμάκων στο ρύζι ψάχνουν ερευνητές του τμήματος Χημείας του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης (ΑΠΘ), σε μια προσπάθεια διασφάλισης της ποιότητας του εδώδιμου προϊόντος και προστασίας του περιβάλλοντος και των καταναλωτών.
Ήδη οι ερευνητές προχώρησαν σε έξι δειγματοληψίες στους ορυζώνες της Θεσσαλονίκης ενώ τα δείγματα θα αναλυθούν στα εργαστήρια του τμήματος Χημείας. Δύο ακόμη δειγματοληψίες θα πραγματοποιηθούν ως τα τέλη Αυγούστου, ανάλογα με την περίοδο ωρίμανσης του ρυζιού και η ίδια διαδικασία θα επαναληφθεί και την επόμενη χρονιά της καλλιέργειας, ώστε να υπάρχουν συγκριτικά δεδομένα, επαρκή για την εξαγωγή συμπερασμάτων.
Πιο συγκεκριμένα, επιδίωξη της έρευνας που υλοποιείται στο πλαίσιο προγραμματικής σύμβασης μεταξύ του ΑΠΘ και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, είναι η ανίχνευση, στο ρύζι, φυτοφαρμάκων αλλά και των ουσιών που παράγονται κατά τον μεταβολισμό τους.
Σύμφωνα με τον επιστημονικά υπεύθυνο του έργου, αν. καθηγητή περιβαλλοντικής τεχνολογίας στο Εργαστήριο Χημικής και Περιβαλλοντικής Τεχνολογίας, του τμήματος Χημείας του ΑΠΘ, Ιωάννη Κατσογιάννη, «τα φυτοφάρμακα, όταν χρησιμοποιούνται στις σωστές δοσολογίες, αποικοδομούνται» ενώ δεν έχει διερευνηθεί ως τώρα αν «οι ουσίες που προκύπτουν από την αποικοδόμηση των φυτοφαρμάκων μένουν στο ρύζι αλλά και γενικότερα σε τρόφιμα». «Αυτό είναι κάτι πρωτότυπο με το οποίο θέλουμε να πάμε την έρευνα ένα βήμα παραπέρα, στους μεταβολίτες των φυτοφαρμάκων», διευκρινίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ.
Παράλληλα, τα δείγματα του ρυζιού θα εξεταστούν με πολύ σύγχρονες τεχνικές, στα αναλυτικά μηχανήματα που διαθέτει το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης και ως προς μια σειρά άλλων χημικών παραμέτρων όπως είναι τα βαρέα μέταλλα αλλά και ως προς τα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά του τοπικού προϊόντος.
«Για παράδειγμα θα δούμε αν οι ποικιλίες του ρυζιού που καλλιεργούνται από τους παραγωγούς της Θεσσαλονίκης έχουν υψηλή περιεκτικότητα σε πρωτεϊνες ή σε άλλα διατροφικά χαρακτηριστικά. Θα επιδιώξουμε, επίσης, συγκρίσεις με το ρύζι που παράγεται σε άλλες περιοχές ενώ αν υπάρξουν σημαντικά αποτελέσματα, σκοπεύουμε να επεκτείνουμε την έρευνα και σε άλλα σημαντικά προϊόντα της περιοχής όπως τα μύδια και το κρασί», σχολιάζει.
Προηγούμενη έρευνα στα νερά που στραγγίζουν από τα χωράφια
Αφορμή, άλλωστε, για την υλοποίηση του έργου υπήρξε προηγούμενο ερευνητικό πρόγραμμα μεταξύ του τμήματος Χημείας του ΑΠΘ και της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας για την ποιότητα των υδάτων που στραγγίζουν από τις καλλιέργειες των ρυζιών και, μέσα από τα στραγγιστικά δίκτυα και τις αρδευτικές τάφρους, καταλήγουν στον Θερμαϊκό.
Σύμφωνα με τον κ. Κατσογιάννη, «η μελέτη, που έγινε πριν από πέντε χρόνια, κατέληξε στο συμπέρασμα ότι το νερό αυτό, ενώ προφανώς δεν είναι πόσιμο, ούτε αγγίζει την ποιότητα των υδάτων του ποταμού, παρ’ όλα αυτά δεν ήταν επιβαρυμένο τόσο πολύ ώστε να αποτελεί άμεσο κίνδυνο για το περιβάλλον. Ακόμη και οι συγκεντρώσεις των ευτροφικών παραμέτρων είχαμε βρει ότι ήταν σε ανεκτά επίπεδα. Επιπλέον, ερευνήσαμε την παρουσία περισσοτέρων από διακοσίων δραστικών ουσιών φυτοφαρμάκων στα στραγγιστικά δίκτυα και δεν βρήκαμε σχεδόν τίποτα σε όσες μετρήσεις κάναμε. Τέλος και από μικροβιολογικής άποψης η ποιότητα του νερού αυτού ήταν καλή».
Επ’ αυτού, ο αντιπεριφερειάρχης Ανάπτυξης και Περιβάλλοντος της Περιφέρειας Κεντρικής Μακεδονίας, Κώστας Γιουτίκας υπογραμμίζει στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ότι με βάση τις αναλύσεις των τελευταίων χρόνων, τα ποιοτικά χαρακτηριστικά του Θερμαϊκού Κόλπου βελτιώνονται, συγκριτικά με είκοσι ή τριάντα χρόνια πριν, λόγω και της λειτουργίας των βιολογικών καθαρισμών.
Προσπάθειες για την ενίσχυση του brand name του ρυζιού της Θεσσαλονίκης
Από την άλλη πλευρά, η καλλιέργεια του ρυζιού στην περιοχή της Θεσσαλονίκης είναι ιδιαίτερα αναπτυγμένη και τροφοδοτεί σε μεγάλο βαθμό την τοπική οικονομία. Ο κ. Γιουτίκας αναφέρει ότι σκοπός της συνεργασίας της Περιφέρειας με το ΑΠΘ είναι η αποτύπωση της πραγματικής εικόνας των στραγγιστικών δικτύων των χωραφιών όλου του κάμπου, η διερεύνηση της υπολειμματικότητας των φυτοφαρμάκων, η προστασία του περιβάλλοντος και του υδάτινου αποθέματος, η διασφάλιση της υγείας των καταναλωτών αλλά και η ενίσχυση του συγκεκριμένου τομέα αγροτικής παραγωγής.
Ο κ. Κατσογιάννης σημειώνει ενδεικτικά ότι «το ρύζι της Χαλάστρας είναι το 80% της πανελλήνιας παραγωγής και συνεισφέρει τα μέγιστα όχι μόνο στους αγρότες αλλά και σε ένα σωρό επαγγέλματα γύρω από αυτό». Αναφέρει, παράλληλα, ότι οι ορυζοκαλλιέργειες καταλαμβάνουν ένα τεράστιο νούμερο στρεμμάτων που ξεπερνούν τα 150.000 στρέμματα, συνεπώς είναι ζητούμενο, μεταξύ των άλλων, και η περαιτέρω ανάδειξη της ποιότητας του συγκεκριμένου προϊόντος της περιοχής.
Δύο ερευνητικές ομάδες συμμετέχουν στο έργο
Στο έργο συμμετέχουν δέκα ερευνητές από δύο ερευνητικές ομάδες, εκείνες του κ. Κατσογιάννη και του καθηγητή του τμήματος Χημείας, στο Εργαστήριο Αναλυτικής Χημείας και το ΚΕΔΕΚ, Γιώργου Θεοδωρίδη. Απώτερος στόχος της έρευνας είναι η δημιουργία πρωτοκόλλου μέσω του οποίου θα μπορεί ο κάθε παραγωγός που ενδιαφέρεται για την διασφάλιση της ποιότητας του προϊόντος που παράγει να έχει πρόσβαση σε υπηρεσίες ελέγχου του προϊόντος αυτού.
Τη φωτογραφία παραχώρησε στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο κ. Κατσογιάννης.
ΑΠΕ-ΜΠΕ / Π.Γιούλτση