Με αφορμή το προς επεξεργασία νομοσχέδιο του υπουργείου Προστασίας του Πολίτη για τις «Δημόσιες υπαίθριες συναθροίσεις», έγινε γνωστό πως τον φετινό Μάιο διεξήχθησαν 80 πορείες και συγκεντρώσεις στο κέντρο της Αθήνας!
Άλλες 53 πορείες και συγκεντρώσεις έγιναν τον Ιούνιο. Σύμφωνα με τον Εμπορικό Σύλλογο Αθηνών, εν ολίγοις, αυτούς τους δύο μήνες το κέντρο της Αθήνας έκλεινε κατά μέσο όρο τρεις φορές κάθε εργάσιμη μέρα…!
Υπάρχει άραγε χώρα στον κόσμο στην οποία να γίνονται περισσότερες πορείες και συγκεντρώσεις; Κι αν υπάρχει, ο λαός της συνέχισε τους «αγώνες» και κατά τη διάρκεια της πανδημίας όπως στην Ελλάδα;
Το γεγονός ότι πολλές κοινωνικές ομάδες βγήκαν στο δρόμο μία περίοδο που, πρώτον, τα ΜΜΕ έχουν κοτζάμ πανδημία για να ασχοληθούν, δεύτερον, οι συναθροίσεις είναι δυνάμει εστίες υπερμετάδοσης του κορωνοϊού και, τρίτον, τα καταστήματα στα αστικά κέντρα φυτοζωούν, μαρτυρά τη νευρωτική σχέση του λαού μας με τις πορείες και τις διαδηλώσεις. Από ένα σημείο και μετά, δηλαδή, για τον Έλληνα δεν είχε σημασία το περιεχόμενο της διαδήλωσης, αλλά η διαδήλωση η ίδια…
Από την άλλη, για να είμαστε ειλικρινείς, η κριτική έναντι του νομοσχεδίου δεν είναι εντελώς αβάσιμη. Συγκεκριμένα, δεν είναι ακριβώς παράλογη η άποψη που λέει ότι, με όλες αυτές τις ρυθμίσεις περί «έγκαιρης γνωστοποίησης» στις αρχές και περί διαπραγμάτευσης ανάμεσα στον «οργανωτή» της συγκέντρωσης και την αστυνομία, το νομοσχέδιο ακυρώνει την έννοια της «αυθόρμητης συγκέντρωσης».
Είναι αλήθεια πως είναι προς όφελος της δημοκρατίας και ένδειξη ελευθερίας να μπορούν να μαζευτούν σε ένα πολυσύχναστο σημείο και σε σύντομο χρονικό διάστημα λίγοι άνθρωποι για να διαμαρτυρηθούν, να απασχολήσουν τον κόσμο, να ανοίξουν διάλογο… Ωστόσο, με το κέντρο της Αθήνας να κλείνει πάνω από 120 φορές μέσα σε ένα δίμηνο από συγκεντρώσεις, είναι πρόδηλο πως αυτό το χαρτί έχει καεί προ πολλού. Κάτι έπρεπε να γίνει…
Για να το πούμε αλλιώς, το νέο νομοσχέδιο δεν είναι ακριβώς κάτι καλό. Είναι όμως κάτι απαραίτητο. Δεν μπορείς να νομοθετήσεις το πώς θα διαμαρτυρηθεί ο κόσμος, είναι οξύμωρο, αλλά στην Ελλάδα κανείς πλέον δεν διαμαρτύρεται. Μόνο ταλαιπωρεί τους άλλους. Ακόμα και αυτοί που έχουν σοβαρούς λόγους να διαμαρτυρηθούν, επιλέγοντας να κατέβουν στο δρόμο είναι πιο πιθανό να προκαλέσουν τον θυμό παρά την προσοχή των άλλων. Τούτων λεχθέντων, το νομοσχέδιο, αν εφαρμοστεί (πράγμα που δεν φαίνεται καθόλου εύκολο), μπορεί να κάνει και καλό μακροπρόθεσμα σε αυτό τον τρόπο διαμαρτυρίας, γιατί μπορεί να του προσδώσει και πάλι τον χαρακτήρα του έκτακτου. Τώρα είναι καθημερινότητα.
Κατά τα άλλα, η κριτική περί αντισυνταγματικότητας δεν στέκει. Το νομοσχέδιο δεν καταπιέζει το συνέρχεσθαι. Η διευκρίνισή του ότι η συνάθροιση μπορεί να περιοριστεί εφόσον «η διεξαγωγή της θα διαταράξει την κοινωνικοοικονομική ζωή της συγκεκριμένης περιοχής δυσανάλογα» είναι υπεραρκετή νομικά, ισορροπώντας σε όλες τις περιπτώσεις το δικαίωμα του συνέρχεσθαι με το δικαίωμα της ελεύθερης κίνησης (των υπολοίπων). Απλώς στην Ελλάδα έχουμε μάθει να θεωρούμε τους κανόνες καταπίεση.
Όσο για την ευθύνη του «οργανωτή» σε περίπτωση ζημιών που εισάγει το νομοσχέδιο, μάλλον μαρτυρά την ανεπάρκεια των πόρων και των μέσων που έχει το ελληνικό κράτος για να συλλαμβάνει και να τιμωρεί τους ταραξίες. Αν παρ’ όλ’ αυτά θεωρεί προαπαιτούμενο μία συγκέντρωση να έχει έναν υπεύθυνο «οργανωτή», τότε έχει κάποιο νόημα. Απλά, σε μία κοινωνία που οι κάμερες στους δημόσιους χώρους λειτουργούν και η αστυνομία αφήνεται και είναι ικανή να κάνει τη δουλειά της, δεν είναι απαραίτητο όποια κοινωνική ομάδα θέλει να διαμαρτυρηθεί να κατέχει και την τέχνη της περιφρούρησης. Είναι άλλο να διαμαρτύρεται το ΠΑΜΕ, άλλο οι καθαρίστριες των νοσοκομείων και άλλο οι κάτοικοι ενός δήμου…
Σε κάθε περίπτωση, όλες οι ενστάσεις μας εδώ έχουν να κάνουν με το ότι το κράτος πρέπει να νομοθετεί όσο το δυνατόν λιγότερο και όσο το δυνατόν απλούστερα. Το γεγονός ότι θεσπίζει τον τρόπο με τον οποίο θα μπορούμε να τα βάλουμε μαζί του προσθέτοντας παράλληλα ένα σωρό λεπτομέρειες και αστερίσκους για να μη μας στερήσει τις βασικές ελευθερίες μας, λέει περισσότερα για εμάς παρά για εκείνο. Λέει, για την ακρίβεια, ότι είμαστε λιγότερο πολίτες που διεκδικούν και περισσότερο νήπια που χρειάζονται όρια. Η μεγάλη πλειοψηφία του κόσμου, εν προκειμένω, έχει κουραστεί από την ασυδοσία των διαδηλώσεων και σίγουρα δεν αξίζει να αφήνουμε να καταπατώνται σε καθημερινή βάση τα δικαιώματα όσων δεν διαδηλώνουν, μόνο και μόνο για την πιθανότητα να βρεθούν κάποιοι κουκουλοφόροι που σπάνε βιτρίνες μες σε μία αυθόρμητη συγκέντρωση ακομμάτιστων και μετριοπαθών ιδεολόγων. Όχι τίποτα άλλο, αλλά όσο πανούργοι κι αν είναι οι κουκουλοφόροι, μετά από τόσες δεκαετίες κομματικού κράτους, συνδικαλιστικής αυθαιρεσίας και καταχρηστικών κινητοποιήσεων, η πιθανότητα απλώς και μόνο να υπάρξει μία τέτοια συγκέντρωση έχει μηδενιστεί…