Κρίσιμες χαρακτήρισε ο Σωτήρης Τσιόδρας τις επόμενες 15 ημέρες, όσον αφορά τον έλεγχο της επιδημίας, και συγκεκριμένα ανέφερε ότι «αν συνεχίσουμε να θεωρούμε τους εαυτούς μας ως δυνητικά φορείς του κορονοϊού και συνεχίσουμε να τηρούμε τα μέτρα υγιεινής των χεριών και όσα αφορούν τις αποστάσεις και εάν περιορίσουμε με τη θέληση μας τις πολλές επαφές μας, τις συναθροίσεις μας σε χώρους συνωστισμού, θα έχουμε λιγότερο κίνδυνο αναζωπύρωσης και ευρείας διασποράς από τη Δευτέρα που θα αυξηθούν οι επαφές».
Είναι σημαντικό να παραμείνουμε σε επαγρύπνηση και να διαγιγνώσκονται έγκαιρα οι νέες περιπτώσεις της νόσου με τον αυξημένο εργαστηριακό έλεγχο και την άμεση παρέμβαση με την ιχνηλάτηση των επαφών από τα νέα περιστατικά, επισήμανε. «Ακόμη δεν έχουμε όλες τις απαντήσεις θα συνεχίσουμε να επιτηρούμε καθημερινά την εικόνα της νόσου και αν χρειαστεί να παρεμβαίνουμε, θα παρεμβαίνουμε για να ελεγχθεί η επιδημία» πριν αυτή λάβει διαστάσεις, τόνισε ο Σ. Τσιόδρας. Ερωτηθείς για το τι θα καθορίσει ένα νέο lockdown, είπε ότι αυτό θα είναι ο ενεργός παραγωγικός αριθμός R0 «που αυτή τη στιγμή είναι πολύ κάτω από 1», όπως εξήγησε και προσέθεσε ότι θα χρησιμοποιηθούν και άλλοι δείκτες στην πορεία για την εκτίμηση της επιδημίας, οι οποίοι σχετίζονται με τις αντοχές του συστήματος Υγείας.
Διαφέρουμε από τη Γερμανία που αποφάσισε να μην ανοίξουν ξανά τα σχολεία
Η νόσος είναι εξαιρετικά ήπια στα μικρά παιδιά, επανέλαβε ο Σ.Τσιόδρας όταν ρωτήθηκε γιατί η Γερμανία αποφάσισε να μην ανοίξει ξανά τα σχολεία και προσέθεσε: «Φαίνεται ότι όταν νοσούν τα παιδιά έχουν την ίδια περίπου ποσότητα ιικού φορτίου με τους ενήλικες» δείχνουν και οι μελέτες της Γερμανίας, για τις οποίες όπως «κρατούμε προς το παρόν μια μετριοπαθή στάση». Σχολιάζοντας την αναστολή λειτουργίας των σχολείων στη Γερμανία, ανέφερε ότι «κάθε χώρα πορεύεται με τα δεδομένα της. Η Γερμανία έχει ένα προηγμένο σύστημα υγείας. Κάνει πολλά τεστ, αλλά δεν έχει δεδομένα όπως τα δικά μας που αφορούν τη θνητότητα, το οποίο είναι πολύ ισχυρός δείκτης της πορείας της επιδημίας σε μια χώρα. Η Γερμανία έχει 8 φορές παραπάνω θανάτους ανά 100.000 πληθυσμού από εμάς». Ο κος Τσιόδρας είπε ότι στη χώρα μας ξεκινήσαμε την επιστροφή στα θρανία από τα μεγαλύτερα παιδιά και όπως χαρακτηριστικά είπε, «θα το δούμε, δεν υπάρχει κίνηση χωρίς ρίσκο». Επίσης, ο καθηγητής αναφερόμενος στα οριακά θετικά τεστ, αλλά και στα τεστ που δείχνουν παρατεταμένη θετική εξέταση, είπε ότι όπως προέκυψε από μελέτη στη Νότια Κορέα, «φαίνεται ότι αφορούν νεκρά τμήματα του ιού» τα οποία παραμένουν στο σώμα. Όμως, όπως εξήγησε, η νέα αυτή μελέτη «μας καθησυχάζει, καθώς φαίνεται ότι μετά τη 10η ημέρα, μειώνεται πάρα πολύ η πιθανότητα να μεταδώσουμε τον ιό» γι’ αυτό και προσέθεσε πως η καραντίνα των 14 ημερών αρκεί καθώς είναι αυστηρή.
Εβδομήντα επτά ασθενείς έχουν βγει από τις ΜΕΘ. Τρεις νέοι θάνατοι
Ο Σ. Τσιόδρας ανακοίνωσε σήμερα 8 νέα κρούσματα. Όπως ανέφερε, το σύνολο των κρουσμάτων στη χώρα μας ανέρχονται στα 2.620, εκ των οποίων το 55,4% αφορά άνδρες. Από τα κρούσματα, 593 σχετίζονται με ταξιδιώτες και 1.301 με ήδη γνωστό κρούσμα. Ο αριθμός των διασωληνωμένων ασθενών φθάνει τους 37 με διάμεση ηλικία τα 67 έτη. Από τους διασωληνωμένους, 8 είναι γυναίκες και οι υπόλοιποι άνδρες. Το τελευταίο 24ωρο καταγράφηκαν τρεις νέοι θάνατοι, με τον συνολικό αριθμό των θανάτων να φθάνει πλέον τους 143 με μέσο όρο ηλικίας τα 74 έτη, εκ των οποίων οι 37 ήταν γυναίκες. Εβδομήντα επτά άνθρωποι έχουν βγει από τη Μονάδα Εντατικής Θεραπεία.
Καλά νέα για τους υπερτασικούς που πρέπει να συνεχίσουν να λαμβάνουν κανονικά τα φάρμακα τους
Ιδιαίτερη αναφορά έκανε ο Σωτήρης Τσιόδρας στους υπερτασικούς ασθενείς, τονίζοντας ότι τα αντιϋπερτασικά φάρμακα δεν αυξάνουν την πιθανότητα για μόλυνση και σοβαρή νόσηση από κορονοϊό, όπως προκύπτει από σειρά μελετών που δημοσιεύονται σε ένα από τα πιο έγκριτα επιστημονικά περιοδικά, το Νew England Journal of medicine. Όπως ανέφερε ο ίδιος, «μεγάλες κατηγορίες αντιϋπερτασικων φαρμάκων που δεν χρησιμοποιούνται μόνο για τη μείωση της αρτηριακής πίεσης, αλλά και από τους διαβητικούς ασθενείς για την προστασία της νεφρικής τους λειτουργίας» είχαν μπει στο μικροσκόπιο των επιστημόνων, καθώς αρχικά είχε δοθεί η εντύπωση ότι όσοι τα χρησιμοποιούν, θα μπορούσαν να είναι πιο επιρρεπείς στη νόσο και πιο ευαίσθητοι στη λοίμωξη COVID- 19. «Δεν υπήρξε διαφορά στην πιθανότητα αλλά και στη βαρύτητα της νόσου σε όσους έπαιρναν τα αντιϋπερτασικά φάρμακα σε σχέση με όσους δεν τα έπαιρναν, κι αυτό είναι μία ανακούφιση για ασθενείς με υπέρταση που είχα θορυβηθεί» ανέφερε ο κύριος Τσιόδρας και συνέχισε: «αν κάποιος παίρνει αυτά τα φάρμακα και τις στατίνες που είναι γνωστά φάρμακα για τη δυσλιπιδαιμία πρέπει να συνεχίσει να τα παίρνει».
Επίσης, ο Σ. Τσιόδρας αναφέρθηκε στα θετικά νέα που αφορούν την ουσία ρεμντεσιβίρη, το φάρμακο που εγκρίθηκε στις Ηνωμένες Πολιτείες για χορήγηση ενδοφλεβίως μία φορά την ημέρα επί 10 μέρες, σε ασθενείς με κορονοϊό. Όπως εξήγησε ο καθηγητής, «για κανένα από τα φάρμακα δεν υπάρχει επίσημη έγκριση», αλλά όλα χορηγούνται υπό ειδικές συνθήκες σε όλο τον κόσμο, καθώς φαίνεται ότι κάποια να βοηθούν στην αντιμετώπιση όσων νοσούν από κορονοιό. Για το συγκεκριμένο σκεύασμα, είπε ότι «υπάρχουν δεδομένα που δείχνουν ότι οι ασθενείς που το λαμβάνουν φαίνεται να αναρρώνουν κατά 30% νωρίτερα».
Αναφορά έκανε, τέλος, ο κύριος Τσιόδρας και σε άλλη μελέτη για τα χαμηλά επίπεδα βιταμίνης D που βρέθηκαν σε όσους νοσούν βαρύτερα από τον κορονοϊό. Όπως είπε, οι άνθρωποι «μπορούν να ελέγξουν τα επίπεδα βιταμίνης D τώρα που επιστρέφουμε στην κανονικότητα» και προσέθεσε ότι «τα σωστά επίπεδα της βιταμίνης αυτής βοηθούν σε πολλές παραμέτρους των ιογενών λοιμώξεων του αναπνευστικού».
ΑΠΕ-ΜΠΕ