Λίγο μετά τα μεσάνυχτα της 21ης Απριλίου 1967, η Ελλάδα ήταν ακόμη ελεύθερη. Η Αθήνα, η Θεσσαλονίκη, η Πάτρα, τα Χανιά, ήταν πόλεις που κυριαρχούσε η ζωντάνια. Οι δρόμοι ήταν ορθάνοιχτοι για τους περαστικούς, τα κέντρα είχαν κόσμο και στα ζαχαροπλαστεία υπήρχαν ακόμη μερικές παρέες που απολάμβαναν την γλυκιά ανοιξιάτικη νύχτα. Ο «Σερβέγιορ 3» είχε φτάσει στο φεγγάρι κι είχαν χαθεί προσωρινά οι φωτογραφίες που έστελνε ενώ την ίδια ώρα οι Αμερικανοί βομβάρδιζαν το Βόρειο Βιετνάμ και εργοστάσια στη Χαϊφόγκ…
Στην πρωθυπουργική κατοικία του Παναγιώτη Κανελλόπουλου, στην οδό Ξενοκράτους στο Κολωνάκι, τα φώτα ήταν αναμμένα αφού μετά από λίγες ώρες επρόκειτο να ταξιδέψει στη Γερμανία για την κηδεία του Αντενάουερ. Ταξίδι ετοίμαζε κι ο Κάρολος Κουν. Θα έφευγε μετά από λίγες ώρες για το Λονδίνο για παραστάσεις με το Θέατρο Τέχνης.
Γύρω στις 2.20΄ έκαναν την εμφάνισή τους στις λεωφόρους Αλεξάνδρας και Κηφισίας τεράστια μεταλλικά κουτιά. Τανκς! Ουδείς από τους διαβάτες αιφνιδιάστηκε ή τρόμαξε. Όλοι σκέφτηκαν ότι είναι κάποια άσκηση, κάποια μετακίνηση δυνάμεων. Ουδείς σκέφτηκε ότι μερικοί προδότες σήκωσαν τα όπλα εναντίον της Βουλής, του Πρωθυπουργού, του Βασιλιά, εναντίον της γαλανόλευκης με τον Σταυρό!
Μέσα σε λίγη ώρα όλα είχαν καταλυθεί. Τανκς στη Βουλή, στα Ανάκτορα, στο Τατόι, στα υπουργεία, στον ΟΤΕ, στους δρόμους. Έδιωχναν σχεδόν με τη βία τους αστυνομικούς –φρουρούς και έβαζαν στη θέση τους οπλισμένους στρατιώτες… Εύκολα! Όλα ήταν εύκολα! Όλα έγιναν γρήγορα. Όχι επειδή οι προδότες αξιωματικοί ήταν τίποτα εξαιρετικοί κομάντος ή είχαν εκπονήσει κάποιο σπουδαίο συνωμοτικό σχέδιο. Ήταν εύκολο επειδή φορούσαν την τιμημένη στολή του Έλληνα αξιωματικού κι ουδείς φανταζόταν ότι θα σήκωναν όπλα εναντίον της πατρίδας. Τα τανκς και τα τεθωρακισμένα ήταν ελληνικά κι ως εκείνη την ώρα οι Έλληνες δεν είχαν φοβηθεί ποτέ τον ελληνικό στρατό. Ουδείς είχε ανησυχήσει ποτέ με την παρουσία του εθνικού στρατού, πλην των κομμουνιστών στο Γράμμο και στο Βίτσι… Δεν έπιασαν κανένα στον ύπνο οι βρομεροί συνωμότες. Εκμεταλλεύθηκαν την εμπιστοσύνη των πάντων στη στολή που φορούσαν. Οι προστάτες της Ελλάδας σήκωσαν εναντίον της τα όπλα που είχαν για να την υπερασπιστούν. Άρα, πώς να αμυνθεί κάποιος σ’ αυτά τα βρομερά σκουλήκια;
Ξέρετε, υπάρχουν εγκληματικές πράξεις από τις οποίες ουδείς μπορεί να προφυλαχτεί. Ποιος, επί παραδείγματι, μπορεί ν’ αντισταθεί ή να προφυλαχθεί από έναν οπλισμένο φρουρό μιας τράπεζας όταν αποφασίσει να τη ληστέψει;
Αυτή, συνεπώς την εμπιστοσύνη εκμεταλλεύθηκαν αυτά τα βρομερά υποκείμενα. Η τριανδρία κι οι μυημένοι σ’ αυτούς. Γνώριζαν ότι φόρεσαν τη στολή τους και ξεκίνησαν να εξαπατήσουν τους Έλληνες μ’ ένα ανέντιμο πραξικόπημα. Είπαν ότι επενέβησαν γιατί υπήρχε …εθνικός κίνδυνος. Μα αν υπήρχε –που δεν υπήρχε- δεν ήταν δική τους δουλειά να καταλύσουν τη δημοκρατία για να αποφύγει αυτή τον …κίνδυνο! Σε τελική ανάλυση μπορούσαν να ενημερώσουν τους ανωτέρους τους ή και τους αρμόδιους…
Απατεώνες! Λεχρίτες! Ξεκίνησαν κάνοντας προπαγάνδα περί δήθεν κατάληψης της εξουσίας από τους κομμουνιστές! Μα όπως απεδείχθη κανένας άλλος –πλην εκείνων- ήταν οπλισμένος εκείνη τη νύχτα! Εκείνη τη νύχτα που έσυραν έξι χιλιάδες ανθρώπους κοπαδιαστά σε φυλακές. Τους έψαξαν διεξοδικά κι δεν βρήκαν ούτε σουγιά στα χέρια ή στα σπίτια τους…
Απατεώνες! Λεχρίτες! Είπαν ότι επενέβησαν επειδή η χώρα είχε βυθιστεί στη διαφθορά! Και συνέλαβαν σχεδόν όλη την κυβέρνηση Κανελλόπουλου κι άλλους πολιτικούς, επιφανείς ή λιγότερο. Κι έψαξαν τους πάντες και τα πάντα πολλά χρόνια πίσω… Από την κυβέρνηση Παπάγου και τις θητείες Καραμανλή τον οποίο έτρεμαν! Και δεν βρήκαν το παραμικρό…
Έπιασαν τον Κανελλόπουλο! Τον κακοποίησαν! Είδαν τη σκηνή εκατοντάδες άνθρωποι… Μπλοκάρανε την οδό Ξενοκράτους, ήταν δυο και μισή… Οι άνθρωποι που μαζεύτηκαν από περιέργεια από τα καφέ της πλατείας δεν πίστευαν στα μάτια τους βλέποντας Έλληνες αξιωματικούς να κρατούν πισθάγκωνα αυτό το «ιερό τέρας» του πνεύματος και πρωθυπουργό της χώρας! Τον άκουσαν να τους αποκαλεί προδότες…
Τι είδους άνθρωποι ήταν αυτοί που φέρθηκαν έτσι στον Κανελλόπουλο; Κι ύστερα στον Γεώργιο Παπανδρέου, στον Γεώργιο Ράλλη, στον Παναγή Παπαληγούρα, σε τόσους και τόσους…
Θυμάμαι… Αμυδρά… Παιδάκι ήμουν… Στο σπίτι του Πειραιά ήταν δεν ήταν 4 το ξημέρωμα κι είχαν μαζευτεί θείοι, φίλοι και γνωστοί του πατέρα μου. Καφέδες, τσιγάρα, κονιάκ και ραδιόφωνο. Τσάμικα, καλαματιανά και πάλι τσάμικα… Έψαχναν σε ξένους σταθμούς. Μα κι εκεί τσιμουδιά. Πιάστηκαν στον ύπνο κι οι ξένοι δημοσιογράφοι κι ανταποκριτές. Το έμαθαν κι εκείνοι από τα δικά μας τσάμικα…
Έξι κι 25΄! Ο σταθμός των Ενόπλων Δυνάμεων βάζει εμβατήρια! Σε λίγο βγαίνει ένας με βαριά φωνή και λέει: Λόγω της δημιουργηθείσης εκρύθμου καταστάσεως, από του μεσονυκτίου ο Στρατός ανέλαβε την διακυβέρνησιν της χώρας. Εντός ολίγου θα μεταδοθεί διάγγελμα του Αρχηγού των Ενόπλων Δυνάμεων»…
Κι ύστερα πάλι εμβατήρια, πάλι τσάμικα και ξανά εμβατήρια… Κι οι φήμες: Ο βασιλιάς για να μην έχει αντιδράσει είναι μαζί τους… Συγκοινωνίες δεν υπάρχουν, το αεροδρόμιο κλειστό… Πιάσανε τον Μητσοτάκη στο «Βυζάντιο». Πιάσανε τον Μπίτσιο. Πιάσανε τον Αρναούτη! Μα αν πιάσανε τον Αρναούτη δεν είναι στο κόλπο ο βασιλιάς.
Ήταν αυτή η ατέλειωτη και θλιβερή Παρασκευή. 21 Απριλίου 1967. Που τρεις λεχρίτες – πειρατές- προδότες της τιμημένης στολής του Έλληνα αξιωματικού, μαζί με μια φούχτα ανθρωπίσκους έθαψαν την δημοκρατία…
Αν κάποιος τους έβγαζε τη στολή δεν ήταν τίποτα άλλο από μικρόνοες, απάνθρωποι, ψεύτες κι απατεώνες!
Ο Παττακός, αμαθής, κουτοπόνηρος, ανίκανος να χωρίσει άχυρα δυο γαϊδουριών! Ο Μακαρέζος μ’ ένα σεμινάριο οικονομικών του στρατού, βαφτίστηκε Οικονομολόγος. Κι ο Παπαδόπουλος σαλτιμπάγκος, τυχοδιώκτης και προβοκάτορας, δεν δίσταζε να μοιράζει …λόγους τιμής! Λόγους στρατιωτικής τιμής ή να ορκίζεται στα κόκκαλα της μάνας του! Εν γνώσει του ότι λέει ψέματα και παραμύθια…
Κι η πρώτη που τους ξεσκέπασε ήταν η Ελένη Βλάχου… Από το πρώτο βράδυ της πειρατείας… Όταν έκλεισε χωρίς δεύτερη κουβέντα «Καθημερινή» και «Μεσημβρινή» παρά τους όρκους …τιμής του δικτάτορα ότι θα αρθεί η λογοκρισία…
Μαύρη σελίδα του τόπου… Που δεν πρέπει να ξεχάσουμε…