Θυμάμαι πιτσιρικάς την ιεροτελεστία του Σαββάτου. Το πρωί παιγνίδι στη γειτονιά (δηλαδή μπάλα μέχρις εξάντλησης) ή βόλτα με τον πατέρα. Το μεσημέρι διάβασμα για να είναι ελεύθερη η Κυριακή και το βράδυ… μπάνιο και … ελληνική ταινία στην ΥΕΝΕΔ. Με καθαρές πιτζάμες, ενίοτε με βρεγμένα μαλλιά αλλά και καυγάδες με τον αδελφό μου για το ποιος έχει απλωθεί περισσότερο στον καναπέ. Πού και πού έπεφταν και κάποιες ψιλές…
Πάντα η ελληνική ταινία ξεκινούσε στις 21.00. Η Αλίκη, η Τζένη, ο Παπαμιχαήλ (που αργότερα έγινε φίλος μου και είπε και τραγούδια μου), ο Παπαγιαννόπουλος, ο Αυλωνίτης, ο Σταυρίδης, ο Ηλιόπουλος, η Βλαχοπούλου, η Ζωίτσα, ο Φαίδων, η Μάρθα…
Κι ο Βουτσάς! Πότε ως Κλέαρχος, πότε ως Μασούρος, πότε ως Πίτουρας, πότε ως άφραγκος Ωνάσης ή Ράμογλου ή γαμπρός απ’ το Λονδίνο. Πότε Σαλονικιός, πότε Πολίτης, πότε Άραβας, πότε λεβέντης δασκαλάκος, πότε αράπης, πότε ερωτευμένος με την Ζωίτσα, πότε με τη Μάρθα, πότε με τη Νόρα… Και πότε με όλες τις γυναίκες της υφηλίου… Πληθωρικός στο πανί, στη σκηνή, στη ζωή. Βαθιά συναισθηματικός και ντόμπρος. Και πάντα αγαπητός.
Θυμάμαι πριν από κάποια χρόνια είχε γίνει μια δημοσκόπηση που αναζητούσε τον πιο αγαπητό Έλληνα. Ε, σωστά μαντέψατε, ο Βουτσάς είχε βγει πρώτος!
Η είδηση του θανάτου του προχθές ήταν αναμενόμενη. Ξέραμε στα δημοσιογραφικά γραφεία ότι αφού είχαν αρχίσει να καταρρέουν οργανικές του λειτουργίες ήταν θέμα χρόνου να ξεκινήσει για το μεγάλο ταξίδι του. Μα δεν λυπήθηκα. Δεν μαράζωσε η καρδιά κι η ψυχή μου από το άκουσμα της είδησης. Αφενός επειδή έφυγε πλήρης ημερών και όρθιος (δούλευε συνεχώς στο θέατρο), αγαπητός από τους πάντες κι αφετέρου επειδή ήξερα, ξέρω, ότι ο Βουτσάς δεν έφυγε. Δεν θα φύγει ποτέ. Όπως δεν έχει φύγει κανένας εξ εκείνων που σχεδόν καθημερινά παρελαύνουν από τα σπίτια μας. Το έχετε συνειδητοποιήσει; Ότι έχουμε καθημερινή παρέλαση νεκρών στα σπίτια μας; Τους οποίους υποδεχόμαστε με αγάπη και τρέχουμε να τους αγκαλιάσουμε; Επειδή αυτή η εποχή ήταν εποχή της νιότης μας, που ο ελληνικός κινηματογράφος μας διαπαιδαγωγούσε στη σκληρή ζωή με τις ανισότητες και τη σκληρότητα μα και την καλοσύνη, την ευπρέπεια, όσα θέλαμε ν’ ακούμε η να βλέπουμε. Ακόμη είμαι ερωτευμένος με τη Χλόη Λιάσκου. Της το είπα κάποτε και γελάγαμε σαν μικρά παιδιά… Ακόμη μιλά για τα πόδια της Ζωής ο φίλος μου ο Λευτεράκης… Κι ακόμη λέει για τον Βουτσά η φίλη μου η Έφη, για τον αστείο που δεν ακριβώς αστείος ή για τον όμορφο που δεν είναι ακριβώς όμορφος! Κάπως έτσι όλοι… Με τα ίδια βιώματα, τις ίδιες σκέψεις.
Ξέρετε κάτι; Όλη αυτή η παρέλαση νεκρών στα σπίτια μας, είναι η τιμή που αποτίουμε στη νιότη μας… Σκεφτείτε το και θα δείτε ότι συμφωνούμε.
Ο Βουτσάς χόρτασε ζωή. Όσα χρόνια του αναλογούσαν τα έζησε με πάθος. Ως επάγγελμα έκανε ότι αγαπούσε, οι γυναίκες του συμπεριφέρθηκαν απλόχερα (εκείνος πιο πολύ), τον αγαπούσαν οι πάντες κι ανέπνεε καθημερινά ζωή μέχρι το τέλος. Κι άφησε πίσω του μεγάλο λαϊκό (κυρίως) πολιτισμό. Εκατοντάδες ταινίες, θεατρικές παραστάσεις, τεράστιες αιώνιες ατάκες και ρόλους. «Έχω και κότερο. Πάμε μια βόλτα;»… «Καααατίνα, σαλαμάκι»… «Φσσσσσσσστ μπόινγκ!». Ή την σπουδαία μίμηση του Πολίτη με το έντονο, παχύ «λάμδα»! Πιτσιρικάδες το είχαμε αντιγράψει με τον αδελφό μου και φωνάζαμε έτσι την κυρά Βενετία, τη μάνα μας… «Μανούλλλλλα»!
Ο Βουτσάς είμαστε εμείς. Ή αυτό που θέλαμε ίσως να είμαστε. Αεικίνητοι, τίμιοι μα και λίγο τζαναμπέτηδες, καταφερτζήδες, πονηροί –απονήρευτοι και ευσυνείδητοι μπροστά σε αξίες και ιδανικά… Εξ ου και θα είναι συνεχώς μέσα στα σπίτια και τις ζωές μας… Κι ας πέταξε ψηλά μ’ ένα Φσσσσσσσστ μπόινγκ…