Ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθανάσιος Ράντος, δήλωσε τα εξής:
«Ευχαριστώ την Πολιτεία, που, με το κατά το Σύνταγμα αρμόδιο όργανό της, το υπουργικό συμβούλιο, με τίμησε με το ανώτατο για την Δικαιοσύνη αξίωμα του προέδρου του Συμβουλίου της Επικρατείας.
Για το σύντομο διάστημα που μου απομένει να ασκήσω τα νέα καθήκοντα μέχρι την αφυπηρέτηση, δεν μπορώ να υποσχεθώ στην Πολιτεία, την κοινωνία και τον πολίτη, τίποτα άλλο παρά ό,τι ήταν το αποκλειστικό ενδιαφέρον όλα αυτά τα 47 χρόνια: κάθε προσπάθεια και μόχθο για ένα δικαστήριο που, διατηρώντας το κύρος του και την περιωπή του, θα είναι ανοικτό στην κοινωνία και τον πολίτη και θα προσπαθεί να επιλύει αποτελεσματικά τις διαφορές, όπως αρμόζει σε κάθε δικαστήριο ευρωπαϊκής χώρας που σέβεται τον εαυτό του».
Η δικαστική διαδρομή του νέου προέδρου του ΣτΕ, Αθ. Ράντου
Ο νέος πρόεδρος του Συμβουλίου της Επικρατείας, Αθανάσιος Ράντος ήταν μέχρι σήμερα πρόεδρος του Ε΄ Τμήματος του Συμβουλίου της Επικρατείας και στην εκπνοή του ερχόμενου Ιουνίου θα αποχωρήσει από το δικαστικό σώμα, λόγω συνταξιοδότησης.
Κατά την 47χρονη μακροχρόνια δικαστική πορεία του, δύο φορές αναπλήρωσε τον πρόεδρο του ΣτΕ. Η πρώτη φορά ήταν όταν ο τέως πρόεδρος του ΣτΕ, Νικόλαος Σακελλαρίου, την 17η Μάιου 2018 παραιτήθηκε, μικρό χρονικό διάστημα πριν την συνταξιοδότησή του και η δεύτερη ήταν πρόσφατα, όταν η τέως πρόεδρος του ΣτΕ Αικατερίνη Σακελλαροπούλου, επιλέγει από την Βουλή για το ύπατο αξίωμα της Προέδρου της Δημοκρατίας και παραιτήθηκε από το δικαστικό σώμα.
Ο κ. Ράντος γεννήθηκε στην Αθήνα το έτος 1953 και το 1976 έλαβε το πτυχίο της Νομικής Σχολής από το Καποδιστριακό Πανεπιστήμιο Αθηνών, με βαθμό «άριστα».
Το 1978 άσκησε το δικηγορικό επάγγελμα και το επόμενο έτος (1979) μετά από εξετάσεις εισήλθε στο ΣτΕ με τον βαθμό του εισηγητή. Το 1984 προήχθη σε πάρεδρο και το 1996 σε σύμβουλο Επικρατείας.
Στην θέση του αντιπροέδρου του ΣτΕ προήχθη το 2009 και στην συνέχεια ανέλαβε καθήκοντα προέδρου του Ε΄ Τμήματος.
Το 1990 έλαβε μεταπτυχιακό τίτλο σπουδών πάνω στο Ευρωπαϊκό Δίκαιο από το Πανεπιστήμιο Βρυξελλών.
Παράλληλα, συμμετείχε επί τρεις θητείες ως μέλος στο Ανώτατο Ειδικό Δικαστήριο και προήδρευσε σε συνεδριάσεις του, όπως επίσης συμμετείχε στο Εκλογοδικείο, ενώ προήδρευσε επί σειρά ετών στο Δικαστήριο Αγωγών Κακοδικίας και στο Πειθαρχικό Συμβούλιο των μελών ΔΕΠ των Ανωτάτων Εκπαιδευτικών Ιδρυμάτων (ΑΕΙ).
Ακόμη, προήδρευσε στο Συμβούλιο Συμμόρφωσης της Διοικήσεως προς τις δικαστικές αποφάσεις και διετέλεσε μέλος του Ανωτάτου Δικαστικού Συμβουλίου Διοικητικής Δικαιοσύνης.
Επίσης, δίδαξε Ευρωπαϊκό Δίκαιο και Διοικητικό Δίκαιο επί 21 έτη στην Εθνική Σχολή Δικαστικών Λειτουργών και στην Εθνική Σχολή Δημόσιας Διοίκησης, ενώ διετέλεσε πρόεδρος πολλών νομοπαρασκευαστικών επιτροπών, καθώς και μέλος της Κεντρικής Νομοπαρασκευαστικής Επιτροπής.
Μελέτες, εισηγήσεις και άρθρα του έχουν δημοσιευθεί σε επιστημονικά περιοδικά, ενώ έχει συμμετάσχει, αλλά και προεδρεύσει, σε πολλά συνέδρια.
ΑΠΕ-ΜΠΕ