Έχω μια αρχή. Δεν πάω σε «αποχαιρετισμούς» φίλων. Δεν το μπορώ. Θέλω τον άλλο να τον θυμάμαι όρθιο δίπλα μου. Τον αποαιρετώ λοιπόν με τον δικό μου τρόπο και σπαραγμό. Κατά κύριο λόγο εσωτερικό και μοναχικό. Μ’ ένα περίπατο δίπλα στη θάλασσα ή με το άκουσμα ενός τραγουδιού. Ακόμη και μ’ ένα ποτήρι κρασί!
Μα σήμερα και μετά από πολλά χρόνια εφαρμογής αυτού του προσωπικού μου δόγματος, ήρθε η ώρα της εξαίρεσης. Ο δρόμος μου με οδηγεί στο Κιάτο. Για το κατευόδιο στον Γιάννη Σπανό. Τον άνθρωπο που πέραν των όσων αφήνει πίσω του στον μουσικό μας πολιτισμό, ήταν Άνθρωπος με κεφαλαίο. Ήταν θρόισμα ψυχής από την κορυφή ως τα νύχια.
Ξέρετε, λόγω της επαγγελματικής μου ενασχόλησης από την πιτσιρικαρία μου, είχα την τύχη (πλην της πολιτικής ανάλυσης) να κάνω τα χόμπι μου επάγγελμα. Τόσο με τον αθλητισμό όσο και με τη μουσική. Έτσι, γνώρισα εκατοντάδες, ανθρώπους που υπό άλλες συνθήκες δεν θα γνώριζα ποτέ. Με πολλούς κράτησα επαφές, τηλεφωνιόμουν και τηλεφωνιέμαι. Με κάποιους άλλους βρισκόμαστε κιόλας πέραν των επαγγελματικών υποχρεώσεων. Πολλούς τους απομυθοποίησα αλλά με κάποιους λίγους έγινα φίλος. Φίλος καρδιάς, ψυχής, ζωής.
Με τον Γιάννη Σπανό γνωριστήκαμε πριν 30 περίπου χρόνια. Εκεί στην ανατολή της ελεύθερης ραδιοφωνίας. Στο Κανάλι 1, του Πειραιά. Πλην της πολιτικής μου εκπομπής είχα κι άλλη μια. Κάθε βράδυ. Από τις 20.00 μέχρι τις 22.00. Είχε τίτλο «1000+1 Νότες» κι ήταν μια περιήγηση στα άδυτα του ελληνικού τραγουδιού. Κάθε βράδυ η παρέα ήταν πλήρης, Πότε ο Μάριος Τόκας, πότε ο Αντώνης Βαρδής ή οι Λαθρεπιβάτες, πότε ο Αντώνης Καλογιάννης ή σημαντικοί στιχουργοί και ποιητές. Όπως ο Ανδρέας Νεοφυτίδης, ο Σαράντης Αλιβιζάτος, ο Ηλίας Κατσούλης, ο Κώστας Φασουλάς… Και πάει λέγοντας. Κι ύστερα; Ύστερα η παρέα εκτός studio, έπαιρνε σβάρνα τα κουτούκια της Φρεαττύδας και του Προφήτη Ηλία… Αργότερα, γινόταν το ίδιο και από τη συχνότητα των 88,3 που εξέπεμπε ο Αιγαίο FM.
Ο Σπανός ήταν ο ιδανικός εραστής της ψυχικής ευγένειας! Μάλαμα! Τον θυμάμαι, κάποια στιγμή που του ζήτησα να γράψει τραγούδια για μια φίλη μου που έκανε τα πρώτα της βήματα στο τραγούδι. Με κοίταξε. Θυμάμαι την απορία στο πρόσωπό του. –Θα γράψεις στίχους; – Όχι ρε Γιάννη, έχω πει στον Νεοφυτίδη (σπουδαίο στιχουργό και ποιητή), συμφωνεί και θέλει σαν τρελός να υπογράψετε από κοινού ένα δίσκο… – Ναι μωρέ αλλά…. – Δεν υπάρχει αλλά… Μπορείς ή δεν μπορείς; Εκτός αν στέρεψες! Τι ήταν να του πω την φράση «πρόκληση» και «παγίδα»; – Εγώ στέρεψα; Φέρτην αύριο σπίτι να την ακούσω καλά… – Τι ώρα; Ε, κατά τις 12…
Όταν έλεγε 12 εννοούσε… μεσάνυχτα! Από εκείνη την ώρα και μετά κανόνιζε πολλές δουλειές του… Συναντιόσουν τότε και κατέληγες το πρωί να ψάχνεις για κουλούρι ή καφέ…
Να μη σας τα πολυλογώ, πήγαμε στην οδό Μοσχονησίων στο σπίτι του και μας κατέβασε εκατοντάδες κασέτες με μουσικές. Βλέπετε, όταν είχε έμπνευση ή όρεξη, καθόταν στο πιάνο και αυτοσχεδίαζε. Κι επειδή ποτέ δεν μπορούσε να θυμηθεί τι έχει παίξει, είχε πάντα ένα μαγνητοφωνάκι επάνω στο πιάνο και κρατούσε τις μελωδίες σε κασέτες! Τελικά, ο συγκεκριμένος δίσκος κυκλοφόρησε μετά από ένα χρόνο, τον υπέγραψα ως παραγωγός και τον θεωρώ ως ένα από τα ιερά κειμήλια της επαγγελματικής μου πορείας. Με τη συμμετοχή και του μέγιστου Αντώνη Καλογιάννη. Είχε τίτλο «Στου κόσμου το παράθυρο» και η νεαρή τραγουδίστρια ήταν η Εύη Καπάταη. Που έγινε για πολλά χρόνια «μούσα» του Σπανού κι αργότερα του Μίμη Πλέσσα.
Ρωτούσα συχνά τον Σπανό για την «Sidonie», που έχει δέκα εραστές… Την πρώτη μεγάλη επιτυχία του στο Παρίσι, με την Θεά της πιτσιρικαρίας μου, Μπριζίτ Μπαρντό, να την ερμηνεύει υπέροχα. Απαντούσε μ’ ένα βλέμμα γεμάτο νόημα… Δεν έμαθα ποτέ τι … εννοούσε αυτό το βλέμμα… Τον ρωτούσα για το Ecstasis! Το συγκλονιστικό του κομμάτι που σε ορχηστρική μορφή έγινε θρύλος στο Παρίσι του 1966 και κράτησε ως τον φοιτητικό ξεσηκωμό του ’68. Την κρατώ και την φυλάω ως κόρην οφθαλμού αυτήν την υπερβατική μουσική … έκσταση.
Κι εκεί στο Κιάτο, ανάμεσα στις εκατοντάδες γλάστρες με τα λουλούδια του, θυμόταν εκείνα τα χρόνια… Τον «προβοκάριζα», από κοντά η Εύη, η Χαρούλα, ο Ανδρέας κι άρχιζε να λέει ιστορίες ζωής… Για τη Γαλλία, την ποίηση στα χρόνια της «Αριστερής όχθης» στον Σηκουάνα. Για την Μπαρντό, τη Ζιλέτ Γκρεκό, τον υπαρξιστή Λαμά.
Δεν έζησα εκ του σύνεγγυς τα «Ταβάνια», την «Απανεμιά», το «Ζουμ», το «Δώμα», το «Σχολείο», τις «Εσπερίδες», την «Κουκουβάγια» και τόσες άλλες θρυλικές μπουάτ της Πλάκας που έγιναν στέκια πολιτισμού, ευγενικού έρωτα και ονείρων. Μα τα έμαθα καλά. Από τις αφηγήσεις των πρωταγωνιστών. Κυρίως του πρωτομάστορα αυτής της εποχής, του Γιάννη Σπανού.
Θυμάμαι στην απόλυτη πιτσιρικαρία μου να εκστασιάζομαι με τις «Ανθολογίες» του. Τις έβαζε και τις ξαναέβαζε ο πατέρας μου στο κοκκινοπράσινο καρό TEPPAZ.
Θυμάμαι τον θαυμασμό της μάνας μου για τον Μιχάλη Βιολάρη. Όχι τόσο για τη φωνή του αλλά επειδή σπούδαζε φιλολογία! Τέκνο κι αυτό του Σπανού. Όπως η Αρλέτα. Η Χωματά, η Αστεριάδη. Μια αγάπη για το καλοκαίρι, ήρθες εψές στον ύπνο μου, τρεις νέοι…
Θυμάμαι τη βουτιά στον Καββαδία και τον υπέροχο Κώστα Καράλη να λέει ότι είναι «ιδανικός κι ανάξιος εραστής»! Τα μελοποιημένα λόγια του μπάρμπα Γιάννη, του Σκαρίμπα, στο «Σπασμένο καράβι»… Θυμάμαι τον Γρηγόρη Μπιθικώτση, την Βίκυ Μοσχολιού, αλλά και τον Σταμάτη Κόκοτα. «Πες πως μ’ αντάμωσες», «Μια Κυριακή, ποιος το περίμενε πως θα ‘ταν Κυριακή», «Άκου πως κλαίει ο μπαγλαμάς»… Τον Νταλάρα, στην «Αλάνα». Τα τραγούδια του που απογείωσαν τον Πάριο. Την οδό Αριστοτέλους, τη Χαρούλα… Τους πειραματισμούς του με διάφορα μουσικά είδη, όπως έγινε με τους 2002GR και το «Δεν είσαι έρωτας εσύ», σε στίχους του Μιχάλη Αβατάγγελου και τη φωνή του Ηλία Ασβεστόπουλου.
Θυμάμαι και τι δεν θυμάμαι… Τους μουσικούς χείμαρρους που ανάβλυζαν από την τεράστια ψυχή του… Σκιρτώ μ’ αυτό που έγραψε ο φίλος μου Δημήτρης Καπράνος: «Τον ευγνωμονώ, που με τα τραγούδια του κι ένα πιάνο, μας αξίωσε σε να ζήσουμε βραδιές αξέχαστες, καθώς μάζευα τα κορίτσια γύρω από την παρέα μας, ακουμπισμένα με τα μάτια μισόκλειστα στο ζωντανεμένο από την μελωδία κλειδοκύμβαλο, για να ακούσουν την «Οδό Αριστοτέλους», ένα «Σάββατο κι απόβραδο, και ασετιλίνη», όπως μαστόρικα και με τον ερωτισμό να ξεχειλίζει, έφτιαξε ο φίλος Λευτέρης Παπαδόπουλος… Κι ύστερα μας έδωσε εκείνο το μικρό αριστούργημα, «Κάτω απ’ τη Μαρκίζα», με την συγκλονιστική ερμηνεία της Βίκυς Μοσχολιού, της γυναίκας με την φωνή σαν βιολοντσέλο, σε ποίηση του αξέχαστου και καλού μας φίλου Μάνου Ελευθερίου, που σε ένα δίστιχο έγραψε μια ολόκληρη ζωή: «Εσύ, όπου κι αν πάς, σ’ όποιο ταξίδι, σε λάθος στάση θα κατεβείς»!
Στο καλό Γιάννη. Καλό κατευόδιο…