Στην αναβάθμιση του μακροπρόθεσμου αξιόχρεου της Ελλάδας κατά μία βαθμίδα, σε ΒΒ- από Β+, προχώρησε σήμερα ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P. Η προοπτική είναι θετική, υποδηλώνοντας ότι ο οίκος μπορεί να αναβαθμίσει ξανά το αξιόχρεο της Ελλάδας στους επόμενους 12 μήνες, «αν η κυβέρνηση συνεχίσει την υλοποίηση διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, ενισχύοντας τις προοπτικές οικονομικής ανάπτυξης και τη βιωσιμότητα των δημόσιων οικονομικών».
Ο οίκος σημειώνει ότι βελτιώνονται οι προοπτικές ανάπτυξης της ελληνικής οικονομίας, προβλέποντας ότι ο ρυθμός ανάπτυξης θα διαμορφωθεί φέτος περίπου στο 2% και θα επιταχύνεται σταδιακά την περίοδο 2020-2022, με τον μέσο ρυθμό να είναι λίγο υψηλότερος από το 2,5% την τετραετία 2019-2022. «Μετά τις εκλογές του Ιουλίου 2019, η νέα κεντροδεξιά κυβέρνηση εστιάζει στην εφαρμογή του οικονομικού της προγράμματος, που έχει ως στόχο τη μείωση του φορολογικού βάρους και την ενίσχυση των επενδύσεων», αναφέρει. Η ανάπτυξη αναμένεται να τροφοδοτηθεί κυρίως από την ανάκαμψη της εγχώριας ζήτησης.
Ο S&P αναφέρει, επίσης, ως λόγους για την αναβάθμιση της Ελλάδας την άρση των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων (capital controls) φέτος, η οποία δεν είχε καμία αρνητική επίπτωση, καθώς και τη μείωση των δημοσιονομικών κινδύνων μετά τις αποφάσεις του Συμβουλίου της Επικρατείας (ΣτΕ) για τα δώρα των δημοσίων υπαλλήλων και τις συντάξεις.
Ο S&P αναφέρει ότι θα μπορούσε να εξετάσει μία αναβάθμιση της Ελλάδας «στο πλαίσιο μίας συνεχούς εφαρμογής μεταρρυθμίσεων που αντιμετωπίζουν τις απομείνασες διαρθρωτικές προκλήσεις στην οικονομία. Ένας άλλος λόγος για μία αναβάθμιση θα ήταν μία σημαντική μείωση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων (NPEs) του τραπεζικού συστήματος της Ελλάδας που έχει προβλήματα, η οποία, κατά την άποψή μας, θα ωφελούσε τον μηχανισμό νομισματικής μετάδοσης που αντιμετωπίζει σήμερα προβλήματα». Αντίθετα, ο οίκος θα μπορούσε να αναθεωρήσει την προοπτική σε σταθερή «αν η οικονομική ανάπτυξη είναι σημαντικά πιο αδύναμη από ότι αναμένουμε ή ανακοπεί η υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων, εμποδίζοντας τη μείωση του δημόσιου χρέους και την αναδιάρθρωση του χρηματοπιστωτικού τομέα».
Όσον αφορά τη μείωση του δημοσιονομικού κινδύνου, ο S&P σημειώνει ότι το ΣτΕ απεφάνθη φέτος τον Μάιο ότι δεν ήταν αντισυνταγματική η κατάργηση το 2013 των δώρων των δημοσίων υπαλλήλων. Στη συνέχεια, φέτος τον Οκτώβριο, το ΣτΕ απεφάνθη ότι η μεταρρύθμιση του 2016 που μείωσε κάποιες συντάξεις ήταν αντισυνταγματική, αλλά η απόφαση αυτή δεν έχει αναδρομική ισχύ. «Αν και ως συνέπεια της τελευταίας απόφασης, η συνολική δαπάνη για τις δημόσιες συντάξεις θα αυξηθεί, αντιλαμβανόμαστε ότι η κυβέρνηση ετοιμάζει έναν νέο συνταξιοδοτικό νόμο που θα αντιμετωπίζει πλήρως τις σχετικές δημοσιονομικές συνέπειες», αναφέρει ο S&P.
«Η Νέα Δημοκρατία έκανε προεκλογική εκστρατεία με μία ατζέντα οικονομικής πολιτικής που περιλαμβάνει σχέδια για τη μείωση του φορολογικού βάρους των νοικοκυριών και των εταιρειών, την επιτάχυνση των ιδιωτικοποιήσεων, τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος και τη διευκόλυνση της μείωσης των υψηλών NPEs. Πιστεύουμε, ότι αν υλοποιηθούν τα σχέδια αυτά, η έως τώρα σχετικά περιορισμένη οικονομική ανάκαμψη της Ελλάδα μπορεί να επιταχυνθεί», σημειώνει ο οίκος που εκτιμά ότι η οικονομική ανάπτυξη της Ελλάδας τα επόμενα τρία χρόνια θα είναι υψηλότερη από τον μέσο όρο της Ευρωζώνης.
«Αναμένουμε ακόμη ότι οι οικονομικές επιδόσεις θα παραμείνουν ισορροπημένες, τροφοδοτούμενες κυρίως από την εγχώρια ζήτηση και τις εξαγωγές. Στο πλαίσιο αυτό, αναμένουμε μία σταθερή αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης εν μέσω της υψηλότερης απασχόλησης και της αύξησης κατά σχεδόν 11% του κατώτατου ελάχιστου μηνιαίου μισθού. Τα σχεδιαζόμενα δημοσιονομικά μέτρα, όπως η μείωση του φόρου εισοδήματος φυσικών προσώπων για τους έχοντες χαμηλά εισοδήματα, η μείωση του ΕΝΦΙΑ και το αναθεωρημένο πλαίσιο για την πληρωμή των ληξιπρόθεσμων φορολογικών οφειλών αναμένεται να στηρίξουν το διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών». Ο οίκος προσθέτει ότι ο παράγοντας – κλειδί για μία ταχύτερη ανάπτυξη της οικονομίας είναι η μείωση των τραπεζικών NPEs.
ΑΠΕ-ΜΠΕ