Σημαντικά αποτελέσματα φαίνεται ότι έχει η ειδοποίηση για εξέταση για την ηπατίτιδα C που έχει ενταχθεί στο σύστημα ηλεκτρονικής συνταγογράφησης της ΗΔΙΚΑ πριν από τρεις μήνες και αφορά όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945-1980.
“Την 1η Φεβρουαρίου τέθηκε σε εφαρμογή ειδοποίηση με την καταχώρηση επίσκεψης στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση για anti-HCV έλεγχο σε όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945-1980. Αυτή η ειδοποίηση φαίνεται ότι έχει σημαντικό αποτέλεσμα, όπως αυτό εκτιμάται από τον υπερδιπλασιασμό του εβδομαδιαίου αριθμού παραπεμπτικών που καταγράφονται στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση. Δυστυχώς, για διάφορους λόγους δεν υπάρχει επιτήρηση των αποτελεσμάτων των εξετάσεων, αλλά η σημαντική αύξηση του αριθμού των εξετάσεων είναι ιδιαίτερα ενθαρρυντική”.
Τα παραπάνω τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Γιώργος Παπαθεοδωρίδης, Καθηγητής Παθολογίας-Γαστρεντερολογίας, Ιατρική Σχολή ΕΚΠΑ, Διευθυντής Πανεπιστημιακής Γαστρεντερολογικής Κλινικής, Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών “Λαϊκό” και πρόεδρος της Επιτροπής Υλοποίησης και Παρακολούθησης Εθνικού Σχεδίου Δράσης για την εξάλειψη της ηπατίτιδας C.
Πρόκειται για στοχευμένη προσπάθεια προαγωγής του γενικού προσυμπτωματικού ελέγχου για τη νόσο, η οποία εντάσσεται στο Εθνικό Σχέδιο Δράσης για την εκρίζωση των ιογενών ηπατιτίδων στην Ελλάδα. Στόχος είναι η μείωση της υποδιάγνωσης της ηπατίτιδας C, καθώς περίπου το 80% των ανθρώπων που ζουν με τη νόσο δεν το γνωρίζουν. Η ηπατίτιδα C αποκαλείται αθόρυβη νόσος, επειδή για πολλά χρόνια δεν παρουσιάζει συμπτώματα, και σύμφωνα με τους επιστήμονες η έλλειψη ενημέρωσης του κοινού την καθιστά σημαντικό πρόβλημα Δημόσιας Υγείας, και οι δράσεις στοχεύουν τόσο στην ανάδειξη της σημασίας της έγκαιρης διάγνωσης και της αναζήτησης αποτελεσματικής θεραπείας που εκριζώνει τον ιό, όσο και στους τρόπους μετάδοσης της.
Η εκρίζωση της ηπατίτιδας C μέχρι το 2030, αποτελεί στρατηγική προτεραιότητα του Παγκόσμιου Οργανισμού Υγείας, την οποία έχει δεσμευθεί ότι θα υλοποιήσει και η χώρα μας. Σε αυτό το πλαίσιο, το Εθνικό Σχέδιο Δράσης θέτει ως βασικές ενέργειες, τη μείωση της υποδιάγνωσης μέσω ελέγχου του γενικού πληθυσμού και ειδικότερα όσων Ελλήνων έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945 και 1980, καθώς και όλων όσοι ανήκουν σε ομάδες υψηλού κινδύνου και τη θεραπεία των ασθενών με ηπατίτιδα C που οδηγεί στην εκρίζωση του ιού.
Oι βασικές ενέργειες που έχουν γίνει μέχρι σήμερα για την υλοποίηση του Εθνικού Σχεδίου για την εξάλειψη της Ηπατίτιδας C, σύμφωνα με τα όσα λέει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαθεοδωριδη, είναι:
Καταγραφή δυναμικότητας Εξωτερικών Ηπατολογικών Ιατρείων στην Ελλάδα – Λίστα εξωτερικών ηπατολογικών ιατρείων δημόσιων νοσοκομείων (05/2018).
Λίστα εξωτερικών ηπατολογικών ιατρείων δημόσιων νοσοκομείων για ασθενείς με ηπατίτιδα C χωρίς ραντεβού (06/2018). Χαρτογράφηση δυνατότητας εκτέλεσης ελαστογραφίας ήπατος στην Ελλάδα (05/2018).
Κατάργηση κριτηρίων προτεραιότητας για πρόσβαση στα νέα αντιικά φάρμακα (12/9/2018).
Ειδοποίηση με την καταχώρηση επίσκεψης στην ηλεκτρονική συνταγογράφηση για anti-HCV έλεγχο σε όσους έχουν γεννηθεί μεταξύ 1945-1980 (1/2/2019)
Επιπρόσθετα
Έχει εγκριθεί από τον ΕΟΠΥΥ η πρόταση της Επιτροπής για απλούστευση του θεραπευτικού μητρώου της ηπατίτιδας C συμπεριλαμβανομένης της μη αναγκαίας ελαστογραφίας ήπατος για την πλειοψηφία των HCV θετικών ασθενών (λογικά θα εφαρμοσθεί πολύ σύντομα).
Έχουν γίνει προχωρημένες προσπάθειες για αποζημίωση γονοτύπου του ιού της ηπατίτιδας C και της ελαστογραφίας ήπατος.
Όπως αναφέρει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαθεοδωρίδης, “δυστυχώς, δεν έχει εξασφαλιστεί κάποια χρηματοδότηση από το υπουργείο Υγείας, παρότι προβλέπεται στο Εθνικό Σχέδιο. Όλες οι παραπάνω ενέργειες είχαν μηδενικό άμεσο κόστος. Η πρώτη ενέργεια που έχει κάποιο κόστος αφορά τα σχέδια εξάλειψης της ηπατίτιδας C σε ειδικές ομάδες, όπως χρήστες ναρκωτικών ουσιών και φυλακισμένοι, τα οποία προς το παρόν δεν ξεκινούν γιατί δεν έχει εγκριθεί η δαπάνη για τις απαραίτητες εργαστηριακές εξετάσεις τους”.
75.000 αδιάγνωστοι ασθενείς
“Υπολογίζεται ότι υπάρχουν περισσότεροι από 75.000 αδιάγνωστοι ασθενείς με ηπατίτιδα C, οι περισσότεροι από τους οποίους ανήκουν στο γενικό πληθυσμό. Η υποδιάγνωση και η πιθανή εξέλιξη αυτών των ασυμπτωματικών ασθενών σε κίρρωση και ίσως ηπατοκυτταρικό καρκίνο αναμένεται να επιβαρύνει σημαντικά το σύστημα υγείας της χώρας και να αυξήσει πολύ το κόστος αντιμετώπισης της ηπατίτιδας C στα επόμενα χρόνια”, τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο κ. Παπαθεοδωρίδης.
Σύμφωνα με τον ίδιο “έχει εκτιμηθεί το κόστος από τον έλεγχο του γενικού πληθυσμού, που είναι σχετικά μικρό, εφόσον ο έλεγχος γίνει σταδιακά (που έτσι γίνεται κατά κανόνα σε κάθε τέτοια ενέργεια) και εφαρμόζεται ο προβλεπόμενος αυτοέλεγχος του συστήματος για αποφυγή διπλοεξετάσεων. Το κόστος του ελέγχου του πληθυσμού αναμένεται να εξουδετερώνεται σε σημαντικό βαθμό από τη μείωση του μέσου κόστους της θεραπείας ανάλογα με τον αριθμό των θεραπευομένων ασθενών”.
Η ηπατίτιδα C μπορεί να θεραπευθεί πλήρως
“Οι σύγχρονες θεραπείες είναι πρακτικά για όλους τους ασθενείς ανεξαρτήτως σταδίου νόσου. Η ηπατίτιδα C μπορεί να θεραπευθεί πλήρως. Ειδικά οι ασθενείς που έχουν φθάσει στο στάδιο της κίρρωσης ωφελούνται από τη θεραπεία γιατί δεν παρουσιάζουν επιδείνωση της ηπατικής τους νόσου, αλλά ίσως παραμείνουν με κίρρωση ήπατος και διατηρούν σχετικά αυξημένο κίνδυνο καρκίνου του ήπατος για τον οποίο θα πρέπει να παραμένουν σε παρακολούθηση”, υπογραμμίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο καθηγητής.
Προσθέτει ότι τα στοιχεία για την Ελλάδα είναι “περιορισμένα, καθώς δεν είναι γνωστός ο αριθμός νέων λοιμώξεων, αλλά και νέων διαγνώσεων κάθε χρόνο. Τα τελευταία χρόνια θεραπεία λαμβάνουν περίπου 3000 ασθενείς το χρόνο, ενώ θα έπρεπε να θεραπεύονται περισσότεροι από 4500”.
Η Ηπατίτιδα C μας αφορά
Σύμφωνα με τους ειδικούς, κύρια αιτία για τη μεγάλη έκταση του προβλήματος, τόσο στη χώρα μας, όσο και διεθνώς, είναι η απουσία σωστής ενημέρωσης της κοινής γνώμης για τους τρόπους μετάδοσης της νόσου. Ωστόσο, η Ηπατίτιδα C μπορεί να προσβάλει τον καθένα μας. Συγκεκριμένα, ο ιός της Ηπατίτιδας C μεταδίδεται κυρίως με την έκθεση σε μολυσμένο αίμα και συνήθως μέσω:
-Χρήσης ενδοφλεβίων ναρκωτικών ουσιών.
-Μετάγγισης αίματος ή παραγώγων του ή μεταμόσχευσης οργάνου πριν το 1992.
-Χρήσης βελονών-συρίγγων ή οποιουδήποτε αντικειμένου-εργαλείου μπορεί να έχει έρθει σε επαφή με μολυσμένο αίμα.
-Αιμοκάθαρσης.
Η νόσος μπορεί επίσης να μεταδοθεί με μικρή πιθανότητα (λιγότερο από 5%) μέσω της σεξουαλικής επαφής, καθώς και κατά τον τοκετό, από τη μητέρα στο παιδί.
ΑΠΕ-ΜΠΕ