«Χρειάζεται μια συνολική και μακροπρόθεσμη πολιτική για ανάπτυξη, που να δημιουργεί προοπτικές, ώστε να προσελκύσει νέους που βρίσκονται εκτός Ελλάδας να επιστρέψουν», εκτιμά η ερευνήτρια του CERN, Δέσποινα Χατζηφωτιάδου, για την προοπτική ανάσχεσης της φυγής νέων επιστημόνων στο εξωτερικό (brain drain), αλλά και της επιστροφής αυτών που βρίσκονται εκτός Ελλάδας (brain gain). Σε συνέντευξη που παραχώρησε στο Αθηναϊκό- Μακεδονικό Πρακτορείο Ειδήσεων εξηγεί πως η απόφαση επιστροφής στην Ελλάδα εξαρτάται κυρίως από το αν υπάρχουν θέσεις εργασίας, συναρτάται όμως και με την οικογενειακή κατάσταση του καθενός και το πώς έχει οργανώσει τη ζωή του.
Αναγνωρίζει, πάντως, ότι όσοι επιστρέφουν έχοντας ενσωματώσει άλλες κουλτούρες, νοοτροπίες, τρόπους δουλειάς και εμπειρίες που απέκτησαν στο εξωτερικό «μπορούν να έχουν έναν πολύ θετικό ρόλο στην αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας». Αναφερόμενη στις επιτυχίες Ελλήνων επιστημόνων, που συμμετέχουν σε μεγάλα διεθνή πειράματα, σημειώνει πως αυτοί «μπορούν να καθοδηγήσουν και να προωθήσουν τους νεότερους, να τους βοηθήσουν να ενταχθούν σε ερευνητικές ομάδες, μπορούν ίσως να διασφαλίσουν χρηματοδότηση από προγράμματα και λόγω δικτύωσης και γνώσης των πραγμάτων να εξασφαλίσουν παραγγελίες για ελληνικές εταιρείες».
Σε ό,τι αφορά τους επόμενους σταθμούς στο «ταξίδι» της εξερεύνησης των απαρχών του Σύμπαντος απαντά ότι στη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων ένα από τα αναπάντητα ως τώρα ερωτήματα είναι η φύση της σκοτεινής ύλης, όπου οι απαντήσεις αξιώνονται μέσα από την αναβάθμιση της φωτεινότητας του μεγάλου επιταχυντή αδρονίων, ενώ για τις ενδεχόμενες εκπλήξεις που επιφυλάσσει η έρευνα εξηγεί πως «είναι μέσα στο πρόγραμμα» και «θα είχαν εξάλλου και μεγάλο ενδιαφέρον και θα οδηγούσαν στη διατύπωση καινούριων θεωριών και μοντέλων».
Ακολουθεί το πλήρες κείμενο της συνέντευξης της Δέσποινας Χατζηφωτιάδου στη Σμαρώ Αβραμίδου για το ΑΠΕ-ΜΠΕ:
Ερ.: Φύγατε από την Ελλάδα πολύ πριν ξεκινήσει η συζήτηση για το brain drain. Είναι εύκολο να επιστρέψει κάποιος, όταν έχει χαράξει ρότα με συγκεκριμένους ακαδημαϊκούς ή επαγγελματικούς στόχους;
Απ.: Εξαρτάται κυρίως από το αν υπάρχουν θέσεις εργασίας στην Ελλάδα. Με δεδομένο ότι δεν ανοίγουν πολλές θέσεις, δεν είναι πολύ εύκολο και συχνά είναι θέμα συγκυριών. Επίσης εξαρτάται και από το πώς έχει διαμορφωθεί η προσωπική ζωή και η οικογενειακή κατάσταση του καθενός, που συχνά κάνει δύσκολη την απόφαση επιστροφής.
Ερ.: Αναγνωρίζεται συχνά πως οι Έλληνες επιστήμονες έχουν πολύ καλή κατάρτιση. Σε όλα τα μεγάλα πειράματα, σε όλες τις μεγάλες ανακαλύψεις, συναντάμε και Έλληνες. Πέρα από τα αισθήματα εθνικής υπερηφάνειας ή και ικανοποίησης για την ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχουν τα ελληνικά πανεπιστήμια, οι διακρίσεις αυτές έχουν κάποιο πρακτικό αντίκρισμα για τη χώρα;
Απ.: Τέτοιες διακρίσεις σίγουρα εμπνέουν τους νέους, που βλέπουν τους παλιότερους που έχουν διακριθεί σαν παραδείγματα προς μίμηση. Επίσης οι Έλληνες που διακρίνονται και βρίσκονται σε σημαντικές θέσεις μπορούν να καθοδηγήσουν και να προωθήσουν τους νεότερους, να τους βοηθήσουν να ενταχθούν σε ερευνητικές ομάδες. Μπορούν ίσως να διασφαλίσουν χρηματοδότηση από προγράμματα και λόγω δικτύωσης και γνώσης των πραγμάτων να εξασφαλίσουν παραγγελίες για ελληνικές εταιρείες κλπ.
Ερ.: Η κινητικότητα φοιτητών και καθηγητών είναι ζητούμενο, που τίθεται και σε επίπεδο κεντρικών ευρωπαϊκών πολιτικών, πχ μέσα από την πρόσκληση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για τη δημιουργία είκοσι «Ευρωπαϊκών Πανεπιστημίων» μέχρι το 2024. Πώς επιτυγχάνεται το brain gain σε ένα τέτοιο περιβάλλον; Ποια μπορεί να είναι η ανταγωνιστική ελληνική πρόταση; Είναι οι επιχειρήσεις, τα πανεπιστήμια, η Πολιτεία, που θα φέρουν τους νέους πίσω στην Ελλάδα;
Απ.: Όλα αυτά, εφόσον μπορούν να προσφέρουν θέσεις εργασίας. Αλλά ακόμη κι αν ανοίγουν μεμονωμένες θέσεις, χρειάζεται μια συνολική και μακροπρόθεσμη πολιτική για ανάπτυξη που να δημιουργεί προοπτικές, ώστε να προσελκύσει νέους που βρίσκονται εκτός Ελλάδας να επιστρέψουν.
Ερ.: Πιστεύετε πως όσοι επιλέγουν να επιστρέψουν στην Ελλάδα φέρνουν εκτός από τα γνωστικά εφόδια που απέκτησαν στο εξωτερικό και έναν διαφορετικό τρόπο σκέψης και δράσης, που δύναται να εμπνεύσει θετικές αλλαγές στη νοοτροπία της ελληνικής κοινωνίας, στο πώς αντιλαμβάνεται τη συνεργασία, τη δημιουργία, το επιχειρείν κλπ;
Απ.: Σίγουρα, η επαφή με άλλες κουλτούρες, νοοτροπίες και τρόπους δουλειάς ανοίγει τους ορίζοντες και όσοι επιστρέφουν στην Ελλάδα με αυτές τις εμπειρίες μπορούν να έχουν έναν πολύ θετικό ρόλο στην αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας. Στο CERN για παράδειγμα, στα μεγάλα πειράματα συνεργαζόμαστε με ερευνητές, μηχανικούς και τεχνικούς από δεκάδες χώρες. Για να τα καταφέρουμε πρέπει να είμαστε ευέλικτοι, ανεκτικοί και τελικά να βλέπουμε τις διαφορές σαν κάτι απ’ το οποίο όλοι κερδίζουμε και όχι σαν εμπόδιο για τη συνεργασία.
Ερ.: Ποιοι είναι οι πιο «κοντινοί» επόμενοι σταθμοί στο «ταξίδι» της εξερεύνησης των απαρχών του Σύμπαντος; Το «ιερό δισκοπότηρο» των ερευνητών αφορά στη θριαμβευτική επιβεβαίωση -είτε και διάψευση- ήδη διατυπωμένων θεωριών ή μπορεί να επιφυλάσσει και αναπάντεχες εκπλήξεις και ανατροπές;
Απ.: Στον τομέα μας –τη φυσική στοιχειωδών σωματιδίων– ένα από τα αναπάντητα ως τώρα ερωτήματα είναι η φύση της σκοτεινής ύλης και ελπίζουμε να πάρουμε κάποια απάντηση μετά την αναβάθμιση της φωτεινότητας του μεγάλου επιταχυντή αδρονίων. Επίσης η κατανόηση του γιατί στο σύμπαν επικράτησε η ύλη σε σχέση με την αντιύλη. Κατά τα άλλα, όπως τα λέτε, αναζητούμε την πειραματική επαλήθευση θεωριών – η την απόρριψή τους. Αλλά δεν ξέρουμε τι μας επιφυλάσσει η Φύση, οπότε και οι εκπλήξεις είναι μέσα στο πρόγραμμα– που θα είχαν, εξάλλου και μεγάλο ενδιαφέρον και θα οδηγούσαν στη διατύπωση καινούριων θεωριών και μοντέλων.
Ερ.: Η αναβάθμιση του μεγάλου επιταχυντή αδρονίων (LHC) στο CERN προχωρά παράλληλα με την έρευνα ενσωματώνοντας ό,τι νέο;
Απ.: Η αναβάθμιση της φωτεινότητας του LHC προχωράει κανονικά και παράλληλα γίνεται αναβάθμιση των πειραμάτων ώστε να μπορούν να εκμεταλλευτούν και να αξιοποιήσουν την αυξημένη στατιστική, άρα και τη μεγαλύτερη δυνατότητα ανακαλύψεων από το 2021 και μετά. Παράλληλα γίνεται ανάλυση των δεδομένων που έχουν συλλεχθεί τα προηγούμενα χρόνια μέχρι το τέλος του 2018.
* Η Δέσποινα Χατζηφωτιάδου ήταν ομιλήτρια στο 11ο Συνέδριο Φοιτητών Ηλεκτρολόγων Μηχανικών & Μηχανικών Υπολογιστών που πραγματοποιήθηκε στη Θεσσαλονίκη. Γεννήθηκε στη Θεσσαλονίκη και σπούδασε φυσική στο Τμήμα Φυσικής του ΑΠΘ. Πήρε το διδακτορικό της από το ίδιο τμήμα το 1985, σ’ ένα πείραμα στον Δακτύλιο Αντιπρωτονίων Χαμηλής Ενέργειας (LEAR) του CERN. Υπηρέτησε ως επιστημονικός συνεργάτης και στη συνέχεια λέκτορας στον Τομέα Πυρηνικής Φυσικής και Φυσικής Στοιχειωδών Σωματιδίων του Τμήματος Φυσικής του ΑΠΘ. Τη διετία 1987-1989 ήταν fellow στο CERN, στον τομέα πειραματικής φυσικής και από τότε παραμένει στο CERN. Συμμετείχε στα πειράματα OPAL και L3 στο LEP, καθώς και σε ανάπτυξη ανιχνευτών. Από το 2000 συμμετέχει στο πείραμα ALICE, το πείραμα βαρέων ιόντων του LHC, όπου η ομάδα της είχε την υπευθυνότητα για τον σχεδιασμό, την κατασκευή και τη λειτουργία του ανιχνευτή Time Of Flight. Είναι επίσης συντονίστρια εκλαΐκευσης, επικοινωνίας και εκπαιδευτικών δραστηριοτήτων (outreach coordinator) του πειράματος ALICE. Έχει θέση ερευνητή στο Εθνικό Ινστιτούτο Πυρηνικής Φυσικής στη Μπολόνια της Ιταλίας. Παράλληλα είναι συνδεδεμένη με το Centro Fermi (Rome). Το κεντρικό ερευνητικό του πρόγραμμα είναι το Extreme Energy Events (EEE) project, για τη μελέτη κοσμικής ακτινοβολίας με ένα σύστημα ανιχνευτών μιονίων εγκατεστημένων σε περισσότερα από 50 σχολεία σε όλη την Ιταλία, που έχει τόσο εκπαιδευτικό όσο και επιστημονικό στόχο. Έχει τον συντονισμό των δραστηριοτήτων του EEE project στο CERN.
ΑΠΕ-ΜΠΕ