Περί Καραϊσκάκη σήμερα ο λόγος.
Που γεννήθηκε σε μια σπηλιά από την καλόγρια μάνα του, το 1872. Εξ ου και το προσωνύμιο «ο γιος της καλογριάς» που τον ακολουθούσε μέχρι την ώρα που τον βρήκε το φονικό βόλι στον Πειραιά. Επαναστάτης κι αθυρόστομος δεν δίσταζε να διαλαλεί ότι «εμένα η μάνα μου έφαγε σαράντα χιλιάδες μπούτσους για να με γεννήσει»….
Από νεαρή ηλικία έδειξε την επαναστατική του διάθεση. Φυσικά, έγινε κλεφτόπουλο και η επανάσταση τον βρήκε καπετάνιο.
Ωστόσο, τον πρώτο καιρό της επανάστασης, δεν πήρε μέρος, γιατί πολλοί ήταν εκείνοι που πίστευαν πως βρισκόταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους, επειδή είχε θητεύσει στην αυλή του Αλή Πασά των Ιωαννίνων.
Είναι χαρακτηριστικό ότι ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος τον κατηγόρησε ότι είχε κάνει «μυστικήν ανταπόκρισην (καπάκια) με τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή για … να του παραδώσει Μεσολόγγι και Αιτωλικό.
Μελανό σημείο της επαναστατικής του δράσης η συμμετοχή του στον θλιβερό εμφύλιο, με το μέρος (σχηματικά το λέω) των προυχόντων εις βάρος του Κολοκοτρώνη και των στρατιωτικών. Ενός εμφυλίου που σκότωσε ανθρώπους, έκαψε χωριά στην Πελοπόννησο και τελικά εκφύλισε την επανάσταση.
Γρήγορα, όμως, ο Καραϊσκάκης συνειδητοποίησε την αλήθεια και κατέστη ένας εκ των κορυφαίων του απελευθερωτικού αγώνα.
Έγραψε, τότε, στον Κολοκοτρώνη: «Κατ’ αρχάς εξιπάσθην, ογλήγορα όμως εφιλιωθήκαμεν»….
Η ελληνική ιστοριογραφία έχει καταγράψει πάμπολλα περιστατικά σχετικά με τον Καραϊσκάκη για την απαράμιλλη γενναιότητα κι ανδρεία του. Σε συνδυασμό με την αθυροστομία του.
Ν’ ανατρέξουμε σε κάποια:
Το 1823, ο Μαχμούτ Πασάς, διοικητής της Σκόδρας (Νότιας Αλβανίας), ξεκίνησε εκστρατεία με 20 χιλιάδες επίλεκτους αρβανίτες, εναντίον της Στερεάς Ελλάδας. Για να καταπνίξει τους ένοπλους της Στερεάς Ελλάδας και των Αγράφων, όπου ήταν το αρματολίκι του Καραϊσκάκη. Προκειμένου μετά να κατέβει ανενόχλητος στο επαναστατημένο Μεσολόγγι. Κι έστειλε, την 1η Ιουλίου, επιστολή στον Καραϊσκάκη: «Με λέγουν Μαχμούτ πασιά Σκόδρα,. Είμαι πιστός, είμαι τίμιος. Το στράτευμά μου το περισσότερον σύγκειται από χριστιανούς. Εδιορίσθην από τον Σουλτάνον να ησυχάσω τους λαούς. Δεν θέλω να χύσω αίμα. Μη γένοιτο. Όποιος θέλει να είναι με εμένα, πρέπει να είναι πλησίον μου. Όποιος δεν θέλει ας καρτερεί τον πόλεμό μου. Δέκα πέντε ημέραις σας δίδω καιρόν να σκεφτείτε».
Κι ο Καραϊσκάκης απάντησε: «Μου γράφεις ένα μπουγιουρντί, λέγεις να προσκυνήσω
κι εγώ, πασά μου, ρώτησα τον πούτζον μου τον ίδιον κι αυτός μου αποκρίθηκε να μην σε προσκυνήσω κι αν έρθεις κατ’ επάνω μου, ευθύς να πολεμήσω».
Ο Καραϊσκάκης έπασχε από μικρός από φυματίωση. Κι όλο έψαχνε γιατρούς και μαντζούνια για να τη αντιμετωπίσει. Κάποια φορά που ο πυρετός τον έλιωνε, δέχθηκε την επίσκεψη ενός γιατρού. Για να δοκιμάσει τις ικανότητες του γιατρού, ο Καραϊσκάκης έκρυψε κάτω από τα σκεπάσματα έναν από τους άνδρες του. Ο γιατρός έπιασε το χέρι του παλικαριού αντί του Καραϊσκάκη και του είπε:
- Στρατηγέ οι δυνάμεις σου έχουν πέσει πολύ…
Τότε ο Καραϊσκάκης τίναξε τα σκεπάσματα κι ο γιατρός έκπληκτος κατάλαβε ότι είχε εξετάσει… χέρι άλλου. Κι ακούστηκε η φωνή του Καραϊσκάκη:
- Γιατρέ, ο μπούτζος μου έπεσε, όχι οι δυνάμεις μου….
Ο Καραϊσκάκης, μετά την μεταμέλειά του για τη συμμετοχή του στο πλευρό των προυχόντων/πολιτικών στον εμφύλιο, δεν δίσταζε να τους προσβάλλει συνεχώς.
Μετά την τραγελαφική εκστρατεία τους (με φυλακισμένο τον Κολοκοτρώνη στην Ύδρα) εναντίον του Ιμπραήμ, που κατέληξε στην οικτρή ήττα των Ελλήνων στο Κρεμμύδι, το 1825, έγραψε στον «πρωθυπουργό» Κουντουριώτη:
«Ώρε Κουντουριώτη, άκουγα και νόμιζα θα είναι γεμάτο μυαλό το κεφάλι σου. Εσύ όμως έχεις τόσο μυαλό, όσο εγώ έχω σπόρο στ’ αρχίδια μου»!!
Ο Θάνατος
Αναφορικά με τη στιγμή του θανατηφόρου τραυματισμού του Καραισκάκη στη μάχη του Φαλήρου, ο Κύπριος αγωνιστής Ιωάννη Σταυριανού, ο οποίος πολέμησε δίπλα του, διαβεβαιώνει ότι ο αρχιστράτηγος της Ρούμελης δολοφονήθηκε από ελληνικό χέρι και ότι ο ίδιος υπήρξε αυτόπτης μάρτυς του γεγονότος. Ο Σταυριανός δεν είναι ο μόνος ούτε ο πρώτος που αναφέρει ότι ο Καραϊσκάκης δολοφονήθηκε. Όμως είναι ο μόνος και ο πρώτος, που το αναφέρει σαν πραγματικό γεγονός και όχι σαν αόριστη φημολογία. Όλων των άλλων ιστορικών και βιογράφων του Καραϊσκάκη, οι απόψεις διίστανται. Από το ότι ήταν στόχος του Μαυροκορδάτου, μέχρι κι ότι τον σκότωσε ο Κίτσος Τζαβέλλας κατ’ εντολή Μαυρκορδάτου και Άγγλων. Κάποιοι αναφέρουν ότι όντως κτυπήθηκε από τουρκικό βόλι…
Όλοι, όμως, συμφωνούν στα λόγια που είπε όταν κτυπήθηκε:
«Αν ζήσω γνωρίζω ποιος με κτύπησε, ειδεμή κλάστε μου τον μπούτσον»!
Ο ήρωας μεταφέρθηκε από το Νέο Φάληρο στο στρατόπεδό του στο Κερατσίνι και αφού μετάλαβε των Αχράντων Μυστηρίων, περίμενε καρτερικά κι εν μέσω φρικτών πόνων τον θάνατο….
Την επομένη, στις 23 Απριλίου 1827, ο αρχιστράτηγος Γεώργιος Καραϊσκάκης υπέκυψε στο θανατηφόρο τραύμα του μέσα στο εκκλησάκι του Αγίου Νικολάου στο Κερατσίνι, ανήμερα της γιορτής του. Η σωρός του μεταφέρθηκε στην εκκλησία του Αγίου Δημητρίου στη Σαλαμίνα, σύμφωνα με την επιθυμία του, όπου ετάφη και θρηνήθηκε από το πανελλήνιο.
Ο δε Κολοκοτρώνης μόλις έμαθε τον θάνατό του, «κάθισε στο έδαφος σταυροπόδι και μοιρολογούσε σαν γυναίκα»…
Υστρ.
Πριν λίγα χρόνια, τα λόγια του Καραϊσκάκη προς τον Μαχμούτ Πασά, έγιναν ένα καταπληκτικό τραγούδι σε στίχους και μουσική του ηθοποιού Νίκου Καλογερόπουλου. Το ερμήνευσε ο Βασίλης Παπακωνσταντίνου.
Ξέρετε ποια είναι η θλιβερή κατάληξη αυτού του τραγουδιού; Το Εθνικό Ραδιοτηλεοπτικό συμβούλιο απαγόρευσε τη μετάδοσή του από ραδιόφωνα και τηλεοπτικούς σταθμούς!!!
Ιδού οι στίχοι του, ιδού κι ο σύνδεσμος που μπορείτε να το ακούσετε!
https://www.youtube.com/watch?v=665fhX77f7U
Άκου ρε γιε της καλογριάς,
ο φίλος σου είμαι ο Πανουργιάς
και το δεξί σου χέρι
κι εκείνος που καλύτερα
απ’ ολουνούς σε ξέρει.
Λένε πως παίζεις με χανουμάκια,
με τουρκοπούλες και καλογριές
και σ’ αραδιάζουνε βρισιές.
Πως μπαινοβγαίνεις στους μαχαλάδες,
με ντερβισάδες στήνεις χορό
και με ρωτάν και τι να πω;
Λένε πως έχεις αλισβερίσι,
μ’ Αλή Πασάδες κάνεις χωριό
και σε ρωτάω τι να τους πω.
Πες τους ρε φίλε Πανουργιά,
(ορέ) έχω εις στον πούτσον μου βιολιά,
έχω και τουμπερλέκια
κι όπως γουστάρω τα βαρώ
και σπάω τα ζεμπερέκια.
Όταν γυρίσω θα τους γαμήσω
και αν αργήσω δώσ’ τους κι αυτό,
είναι τ’ αρχίδια μου τα δυο.
Όπως στα λέω να τους τα γράψεις,
όπως στα λέω να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης σεβνταλής,
Καραϊσκάκης μπεσαλής.
Καραϊσκάκης γεια χαρά,
γεια σου ρε γέρο του Μοριά
και γεια που σ’ αγαπάνε.
Γεια τους που δε λυγίζουνε
και που δεν προσκυνάνε.
Λένε για μένα τα καρακόλια,
άκου τι λένε να μη γαμεί,
μίλα κι εσύ ρε Θοδωρή.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Κολοκοτρώνης και Γιωργής,
Καραϊσκάκης, Θοδωρής.
Γεια σου ρε Ανδρούτσο, γεια χαρά,
γεια σας παιδιά μου αητόπουλα,
που ‘χετε αητό πατέρα
κι όποιος δε με κατάλαβε,
τότε ας μας κάνει αέρα.
Όπως τα λέμε να τους τα γράψεις,
όπως τα λέμε να τους τα πεις,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
Ανδρούτσος, Γιώργης, Θοδωρής.
Έτσι μου είπαν να σας τα γράψω,
έτσι μου είπαν λόγω τιμής,
μαζί τους είμαστε κι εμείς
μαζί σας είμαστε κι εμείς.»