Κύριε Πρόεδρε, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, πραγματικά παρακολούθησα με ενδιαφέρον, αλλά και με μεγάλη έκπληξη και χθες και σήμερα τον Αρχηγό της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης.
Προσπάθησα να διακρίνω τόσο τα επιχειρήματα, όσο και το στυλ της ομιλίας που έχει υιοθετήσει, ένα στυλ πράγματι ιδιαίτερα θεατρικό, ένα στυλ εξαιρετικά υψηλών τόνων. Αναρωτιέμαι αν κάποιοι επικοινωνιολόγοι τού έχουν πει ότι, μιλώντας δυνατά, φωνάζοντας, υβρίζοντας, προσδοκώντας, βεβαίως, κάποια παρατεταμένα χειροκροτήματα, υψώνοντας τους τόνους, αλλά χωρίς επιχειρήματα, είναι μια εικόνα που μπορεί να πείσει, όχι μόνο τους Βουλευτές, αλλά τους πολίτες που μας παρακολουθούν.
Κυρίως αναρωτιέμαι: Αν τα πράγματα είναι έτσι όπως τα παρουσιάζει τελικώς η Νέα Δημοκρατία, δηλαδή αν ο ΣΥΡΙΖΑ είναι μια ετοιμόρροπη Κυβέρνηση που δεν έχει την πλειοψηφία ούτε στη Βουλή, ούτε στην ελληνική κοινωνία, που οι δημοσκοπήσεις που παρουσιάζουν τα μέσα ενημέρωσης που σας στηρίζουν είναι δέκα, δεκαπέντε, είκοσι, τριάντα μονάδες διαφορά, γιατί τέτοια νευρικότητα, κύριε Μητσοτάκη; Τι έχετε πάθει; Γιατί δεν είστε ψύχραιμος; Γιατί φωνάζετε, υβρίζετε, στοχοποιείτε; Για ποιον λόγο; Μήπως ξέρετε τίποτα πραγματικές δημοσκοπήσεις, να μας τις πείτε κι εμάς να χαρούμε λιγάκι που διαβάζουμε τις ψεύτικες τόσο καιρό;
Αυτή η εικόνα αυτή η εικόνα Αρχηγού Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, ο οποίος ωρύεται από τα έδρανα της Βουλής, στοχοποιεί, υβρίζει και δεν αρθρώνει επιχειρήματα είναι πράγματι μια εικόνα…
Θα μου επιτρέψετε να μιλήσω. Σας άκουσα, κύριε Μητσοτάκη, με μεγάλη προσοχή. Εγώ προσωπικά δεν σας διέκοψα ούτε μία φορά. Αν αυτό το παράδειγμα δίνετε εσείς και στους Βουλευτές σας για να συνεχίσουν να με διακόπτουν, τότε μάλλον το κάνετε προς επίρρωση των όσων μέχρι στιγμής έχω πει, ότι είστε πάρα πολύ νευρικός σήμερα. Αφήστε με, λοιπόν, να αρθρώσω τα επιχειρήματα και τον πολιτικό μου λόγο, γιατί απευθύνομαι σε όλους τους Βουλευτές, αλλά και στους Έλληνες πολίτες που μας παρακολουθούν.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, προκάλεσα αυτήν τη διαδικασία της ψήφου εμπιστοσύνης με πλήρη επίγνωση της ιστορικότητας των στιγμών, αλλά κυρίως με πλήρη αίσθηση του καθήκοντος του δικού μου, της Κυβέρνησης μου απέναντι στο Κοινοβούλιο, απέναντι στον ελληνικό λαό, απέναντι στη Δημοκρατία.
Όλοι σας γνωρίζετε ότι είχα κάθε δυνατότητα με βάση το Σύνταγμα, που το Σύνταγμα είναι αυτό που ορίζει τι πρέπει να κάνουμε και τι δεν πρέπει να κάνουμε σε αυτό τον τόπο και σ’ αυτήν εδώ την Αίθουσα, να μην το πράξω αυτό.
Γνωρίζετε όλοι σας πάρα πολύ καλά και εσείς ιδίως, κύριε Μητσοτάκη, ότι είχα την πολιτική επιλογή να κρυφτώ πίσω από την διαρκή πρόκληση, που από ό,τι φάνηκε όλο το διάστημα, ήταν μια πρόκληση στην οποία δεν θα ανταποκρινόσασταν, να απευθύνομαι προς την Αντιπολίτευση που διαθέτει τον αριθμό των εδρών που προβλέπει το Σύνταγμα και ο Κανονισμός της Βουλής, προκαλώντας την να καταθέσει πρόταση δυσπιστίας. Αυτή βεβαίως θα ήταν μια εύκολη επιλογή για μένα, γιατί θα ήταν δεδομένο ότι δεν θα την κερδίζατε, κύριε Μητσοτάκη. Δεν θα βρίσκατε εκατόν πενήντα έναν να υπερψηφίσουν την πρόταση δυσπιστίας. Την προηγούμενη φορά που το επιχειρήσατε βρήκατε μόλις εκατόν είκοσι επτά, πριν από έξι μήνες.
Πήρα, όμως, το ρίσκο, έχοντας την πολιτική τόλμη, να ζητήσω καθαρές λύσεις και από τον μέχρι χθες κυβερνητικό μου εταίρο, αλλά και από το σύνολο της Εθνικής Αντιπροσωπείας, διότι η κρισιμότητα των πολιτικών διλημμάτων που έχουμε μπροστά μας επιτάσσει καθαρές λύσεις και καθαρές κουβέντες.
Αν για κάτι δεν μπορείτε να με κατηγορήσετε, κυρίες και κύριοι Βουλευτές της Αντιπολίτευσης όλων των κομμάτων, τα τελευταία χρόνια που βρίσκομαι στη θέση του Πρωθυπουργού είναι ότι δεν είχα το θάρρος να αναλάβω στη Βουλή και στον λαό στις κρίσιμες στιγμές ευθύνες.
Θέλω να σας θυμίσω, κύριε Μητσοτάκη και κυρίες και κύριοι Βουλευτές, που ασκείτε κριτική, δήθεν εσείς οι γνήσιοι ερμηνευτές του Συντάγματος και του Κανονισμού της Βουλής και των αρχών του κοινοβουλευτισμού, και μας λέτε ότι δεν έχει τη δυνατότητα μια κυβέρνηση, ακόμα και αν πάρει ψήφο εμπιστοσύνης με εκατόν πενήντα έναν Βουλευτές να κυβερνά, και μας λέτε: «Έχετε εκατόν σαράντα πέντε και δείτε τις επιτροπές, μην τυχόν τις αλλάξετε», ότι τη στιγμή αυτή στην Ευρωπαϊκή Ένωση, μιας και είσαστε τόσο πολύ φιλοευρωπαίοι, δεκατρείς κυβερνήσεις -ούτε μία, ούτε δύο, ούτε τρεις- κυβερνούν με κόμματα τα οποία δεν έχουν την απόλυτη πλειοψηφία των Βουλευτών. Είναι κυβερνήσεις μειοψηφίας. Εγώ δεν κάνω αυτό. Ζητώ την πλειοψηφία της Βουλής.
Και την ίδια στιγμή βλέπετε στην κοιτίδα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας, τη Βρετανία, με τι συσχετισμούς κυβερνάει η Βρετανίδα Πρωθυπουργός και το αποτέλεσμα το χθεσινό που έχασε μία ψηφοφορία. Όχι απλά έχασε, αλλά με τετρακόσια-διακόσια, συνετρίβη. Άρα, λοιπόν, δεν καταλαβαίνω πραγματικά αν θέλετε. Εγώ θέλω σήμερα να μιλήσουμε γιατί μας ακούει ο κόσμος. Δεν θα κάνω θεατρική παράσταση, όπως εσείς. Θα μιλήσω με επιχειρήματα, γιατί δεν έχετε να αντικρούσετε επιχειρήματα.
Εσείς, λοιπόν, ήσασταν οι ίδιοι, ακριβώς οι ίδιοι, οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις, που τον Ιούλιο του 2015, όταν από την Κοινοβουλευτική Ομάδα του ΣΥΡΙΖΑ, που αριθμούσε εκατόν σαράντα εννιά, έφυγαν όχι ένας, δύο ή τρεις, αλλά έφυγαν τότε είκοσι πέντε Βουλευτές και ο ΣΥΡΙΖΑ βρέθηκε με εκατόν είκοσι τέσσερις, και προφανώς με το συγκυβερνών κόμμα, τους Ανεξάρτητους Έλληνες, δεν είχε καμία πλειοψηφία, τι μας λέγατε τότε; Μας λέγατε ότι «Είναι κουρελού η Κυβέρνηση. Να φύγετε. Να κάνετε αμέσως εκλογές. Να προχωρήσετε σε ψήφο εμπιστοσύνης»; Μας λέγατε: «Συνεχίστε με εκατόν είκοσι τέσσερις».
Και τώρα οι ίδιοι άνθρωποι, τα ίδια πρόσωπα, οι ίδιες πολιτικές δυνάμεις ερμηνεύουν και το Σύνταγμα και τον Κανονισμό καθ’ όπως τους βολεύει. Και λένε στον ίδιο άνθρωπο, που και τότε είχε δύο επιλογές μπροστά του, ή είναι ζητήσει ψήφο εμπιστοσύνης ή να πάει στον ελληνικό λαό και επέλεξε το δεύτερο. Δεν μου λέτε αυτό. Μου λέτε ότι: «Με εκατόν είκοσι τέσσερις τότε έπρεπε να συνεχίσεις, ήταν μια χαρά. Με εκατόν πενήντα έναν τώρα δεν θα έχεις πολιτική νομιμοποίηση. Θα είσαι κουρελού». Αυτό λέτε. Αυτά είναι τα επιχειρήματά σας.
Εγώ από την άλλη πλευρά, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, κύριε Μητσοτάκη, δεν αλλάζω σε αυτά τα κρίσιμα, τα θεσμικά θέματα άποψη με βάση την περίσταση. Πιστεύω ότι η Κυβέρνησή μου, για να προχωρήσει στα κρίσιμα θέματα που έχει μπροστά της, να ολοκληρώσει την πορεία της χώρας προς την πλήρη έξοδο από την κρίση, την επιστροφή στην κανονικότητα, χρειάζεται να έχει την πλειοψηφία των Βουλευτών, να έχει την πλήρη εμπιστοσύνη της Βουλής, για να μπορέσει να φτάσει, γιατί αυτός είναι ο δικός μας πολιτικός στόχος, στο τέλος της συνταγματικά προβλεπόμενης θητείας, δηλαδή τον Οκτώβρη του 2019.
Κι αυτό είναι το πρώτο και το βασικό ζήτημα στο οποίο καλείται σήμερα η Εθνική Αντιπροσωπεία να απαντήσει και ο καθένας Βουλευτής ξεχωριστά. Γιατί στις κρίσιμες ώρες οφείλουμε όλοι να παίρνουμε θέση. Οι Βουλευτές δεν είναι στρατιωτάκια. Λειτουργούν με βάση τη συνείδησή τους στις κρίσιμες ώρες και στα κρίσιμα θέματα.
Αυτό λέει το Σύνταγμα, κύριε Μητσοτάκη. Ήρθατε εδώ να μας κάνετε μαθήματα εσείς πολιτικής ηθικής. Πολύ πάει. Όχι μόνο γιατί στην Κοινοβουλευτική σας Ομάδα εντάξατε τέσσερις Βουλευτές το προηγούμενο διάστημα, αλλά γιατί κάποιες φορές αισθάνομαι ότι δεν γνωρίζετε ή παραγνωρίζετε ή κάποιο θέμα έχετε, απωθείτε, την ιστορία του ίδιου του κόμματος σας. Μας λέτε ότι οι Βουλευτές που πήραμε, λέει, ήτανε εκλεγμένοι για να είναι στην αντιπολίτευση. Δεν έχουν άποψη γιατί ήταν εκλεγμένοι στην αντιπολίτευση.
Εδώ, ο πατέρας σας κυβέρνησε από το 1990 ως 1993 με έναν Βουλευτή που εκλέχτηκε με άλλο κόμμα, τον κ. Κατσίκη, πήρε την έδρα του αείμνηστου Στεφανόπουλου και κυβερνήσατε για τρία χρόνια με έναν Βουλευτή, ο οποίος δεν εξελέγη με τη Νέα Δημοκρατία και με ένα κόμμα το οποίο είχε διαφορετική άποψη τότε. Δεν συναίνεσε στο να έρθει μαζί σας και να κυβερνήσει η Νέα Δημοκρατία για τρία χρόνια από το 1990 ως το 1993.
Θα παρακαλούσα λοιπόν-επειδή σε αυτό τον τόπο δεν είμαστε χθεσινοί κι επειδή όλοι έχουν την ιστορία τους και καλό είναι που την τιμάτε την ιστορία σας, αλλά να την τιμάτε, αναγνωρίζοντας την- να μην κάνετε σε εμάς μαθήματα πολιτικής ηθικής.
Εγώ, λοιπόν, ξεκαθάρισα τη θέση μου, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Ζήτησα από τη Βουλή να επαναβεβαιώσει την εμπιστοσύνη της στην Κυβέρνηση, ώστε η Κυβέρνηση αυτή να ολοκληρώσει τη θητεία της, με ένα σαφές πολιτικό σχέδιο και με σαφείς στόχους, τους οποίους χθες εξέθεσα αναλυτικά.
Όμως, από την πλευρά της Αντιπολίτευσης βλέπω αυτή τη νευρικότητα, αυτή τη σύγχυση, αυτή την αμηχανία. Πριν από μία εβδομάδα η Αντιπολίτευση, όλα τα κόμματα σχεδόν, ζητούσε από μένα επιτακτικά τι; Και μάλιστα έλεγαν: Αν τολμάτε! Να ζητήσω ψήφο εμπιστοσύνης. Και τώρα που τολμάω, πάλι έχουν πρόβλημα.
Ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος δεν είχε το πολιτικό σθένος και την πολιτική τόλμη να προκαλέσει αυτός τη συζήτηση, εφόσον διαπιστώνει ότι υπάρχει κρίση στον κυβερνητικό συνασπισμό και ότι υπάρχει πιθανότητα η Κυβέρνηση αυτή να έχει απολέσει της εμπιστοσύνης της Βουλής, αντί, λοιπόν, ο ίδιος άνθρωπος ο οποίος δεν είχε το σθένος να προκαλέσει συζήτηση, ο κ. Μητσοτάκης, ο οποίος μας απειλούσε διαρκώς έξι μήνες ότι θα τελειώσει το εξάμηνο και όταν θα έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών, θα καταθέσει πρόταση δυσπιστίας και δεν το έκανε, ο κ. Μητσοτάκης σήμερα έρχεται να μας κάνει μαθήματα κοινοβουλευτισμού και δημοκρατίας και πολιτικής ηθικής.
Επαναλαμβάνω, εγώ θα κάνω σήμερα μια πολιτική τοποθέτηση και θα πω ότι το βασικό πρόβλημα του κ. Μητσοτάκη και της Νέας Δημοκρατίας είναι ότι έχει μια τεράστια δυσκολία να προσαρμοστεί στις αλλαγές, όταν αυτές συντελούνται. Όταν υιοθετεί ένα αφήγημα, συνεχίζει με αυτό το αφήγημα, ανεξαρτήτως αν αλλάζουν οι συνθήκες.
Μέχρι χθες, λοιπόν, μου ζητούσε να καταθέσω ψήφο εμπιστοσύνης και δεν τολμούσε να καταθέσει πρόταση μομφής και πάνω που νόμιζα εγώ τον έβγαλα από τη δύσκολη θέση, φαίνεται ότι με την πρόταση για ψήφο εμπιστοσύνης που κατέθεσα, πρέπει να έχει έρθει σε πολύ-πολύ δυσκολότερη θέση από ό,τι ήταν πριν.
Γι’ αυτό τόσο χθες όσο και σήμερα αντί για κάποιο ουσιαστικό πολιτικό επιχείρημα, αντί για κάποιο πολιτικό σχέδιο, κατέληξε ο κ Μητσοτάκης να αναγιγνώσκει μέσα στην ελληνική Βουλή, σε έντονο ύφος, όπως παρατήρησα στην αρχή της ομιλίας μου, λιβελλογραφήματα και να ρίξει, κατά την άποψή μου, σε πρωτόγνωρα βάθη το επίπεδο του κοινοβουλευτικού διαλόγου, με στοχοποίηση Βουλευτών -χθες με ονόματα, σήμερα τους φωτογράφισε όλους έναν προς έναν και τους έξι- με απειλές και χαρακτηρισμούς, με ύβρεις και συνθήματα, ακόμη και για πρόσωπα που τιμούν εδώ και πάνω από σαράντα πέντε χρόνια τον δημόσιο βίο με την παρουσία τους, όπως ο ναύαρχος Αποστολάκης, που σήμερα είναι Υπουργός Εθνικής Άμυνας.
Εγώ ειλικρινά αρνούμαι να πιστέψω ότι αυτό είναι το επίπεδο του κυρίου Μητσοτάκη. Θέλω να πιστέψω ότι η στάση του αυτή είναι αποτέλεσμα πολύ κακών συμβούλων που έχει γύρω του και ενδεχομένως μιας πολιτικής σύγχυσης, διότι δεν μπορώ να πιστέψω ότι ο Αρχηγός της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης έρχεται σε μια κρίσιμη συνεδρίαση στη Βουλή και αντί να αρθρώσει πολιτικό λόγο, διαβάζει την επιφυλλίδα της εφημερίδας του γνωστού επιχειρηματία και των εφημερίδων του γνωστού επιχειρηματία, που καθημερινά ασκούν κριτική με υβρεολόγια στην Κυβέρνηση. Το θεωρώ αδιανόητο!
Αναρωτιέμαι, λοιπόν, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι, αν έχει το οποιοδήποτε νόημα να απαντήσω σε όλα αυτά. Τι να πω; Όταν ο κ. Μητσοτάκης έρχεται εδώ και λέει ότι η Κυβέρνηση Σαμαρά έσωσε την Ελλάδα, αλλά εμείς τη βυθίσαμε, νομίζω ότι είναι ο καλύτερος χορηγός της δικής μας πολιτικής, διότι ο ελληνικός λαός θυμάται.
Ο ελληνικός λαός ξέρει ότι το 2014 η ανεργία ήταν στο 28% και σήμερα είναι στο 18%. Ο ελληνικός λαός ξέρει ότι τριακόσιες πενήντα χιλιάδες θέσεις εργασίας δημιουργήθηκαν αυτά τα χρόνια που κυβερνάμε εμείς. Ο ελληνικός λαός έχει γνώση ότι ήταν 65 δισεκατομμύρια τα σκληρά μέτρα λιτότητας που πάρθηκαν την καταστροφική πενταετία 2010-2014, που απώλεσαν το 25% του ΑΕΠ, πρωτοφανές σε καιρό ειρήνης. Ξέρει ο ελληνικός λαός .
Έχετε επιλέξει αυτήν τη στρατηγική; Μας κάνετε εξαιρετικά καλό, κύριε Μητσοτάκη. Συνεχίστε. Είστε ο καλύτερος χορηγός μας όσο υπερασπίζεστε τη διακυβέρνηση του κυρίου Σαμαρά.
Αυτό, όμως, για το οποίο πραγματικά μένω άναυδος είναι ότι και σήμερα ακόμη ο κ. Μητσοτάκης δεν βρέθηκε να πει μια κουβέντα για να καταδικάσει αυτήν την αθλιότητα, η οποία επιχειρείται τις τελευταίες μέρες. Μια κουβέντα! Μια κουβέντα για να καταδικάσει το στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας, τον κ. Αβραμάκο, τον γραμματέα, τον επικεφαλής της μεγαλύτερης νομαρχιακής οργάνωσης της Νέας Δημοκρατίας, ο οποίος προχθές, την προηγούμενη εβδομάδα, έστελνε μαζικά μηνύματα στους οπαδούς της Νέας Δημοκρατίας με τα κινητά τηλέφωνα των Βουλευτών που προτίθενται να στηρίξουν την Κυβέρνηση.
Ξέρω ότι όλα όσα σας λέω σας δημιουργούν μεγαλύτερη σύγχυση. Μην το δείχνετε τουλάχιστον, διότι ο δρόμος που έχει επιλέξει ο κ. Μητσοτάκης είναι επικίνδυνος και διχαστικός δρόμος.
Άκουσα και τον κ. Θεοδωράκη να μιλά για το θέμα αυτό. Προσπάθησε να εξισορροπήσει κάπως τα πράγματα λέγοντας ότι φωτογραφίες πολιτικών προσώπων είχαν βγει και τη μνημονιακή περίοδο. Είχαν βγει και είπατε, μάλιστα, για τον Πρωθυπουργό και τον Υπουργό Οικονομίας, αν δεν κάνω λάθος.
Κύριε Θεοδωράκη, θυμάμαι πολύ καλά εκείνη την περίοδο και την κριτική που ασκούσατε στον ΣΥΡΙΖΑ τότε, που σε κάθε παρόμοια περίπτωση, έβγαζε διαρκώς ανακοινώσεις για να την καταδικάζει. Και μας κατηγορούσατε τότε ότι δεν αρκεί αυτό.
Εγώ θέλω να σας ρωτήσω σήμερα –ρητορικό είναι το ερώτημα, να μου απαντήσετε- εάν εκείνη την εποχή στελέχη του ΣΥΡΙΖΑ διέδιδαν μαζικά SMS με τα ονόματα, τις διευθύνσεις και τα τηλέφωνα Βουλευτών, τι ακριβώς θα είχε γίνει;
Δεν είναι όλα ίδια. Εγώ σήμερα θέλω να αρκεστώ σε αυτό που τόλμησε να πει -και προς τιμήν του-από τη θέση του Πρόεδρου της Βουλής, ο Νικήτας Κακλαμάνης, που δεν τόλμησε να αρθρώσει σήμερα τρία τέταρτα που μιλούσε εδώ ο Κυριάκος Μητσοτάκης, να καταδικάσει απερίφραστα και να πει «ούτε τώρα ούτε χθες ούτε ποτέ δεν πρέπει στο πολιτικό σύστημα να έχουμε τέτοια φαινόμενα κατατρομοκράτησης, εκβιασμών, αυτήν την αθλιότητα απέναντι σε πολιτικά πρόσωπα, απέναντι σε εκλεγμένους Βουλευτές».
Η στάση, όμως, αυτή με οδηγεί στο συμπέρασμα ότι αντί να καταδικάσει αυτές τις αθλιότητες -που και στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, εγώ δεν λέω μόνο στελέχη της Νέας Δημοκρατίας, κάποιοι έχουν ήδη συλληφθεί, το συγκεκριμένο αυτό στέλεχος της Νέας Δημοκρατίας μάλλον κρύφτηκε από το αυτόφωρο και δεν συνελήφθη- αντί να απαντήσει για αυτό, απαντούσε για άλλα θέματα.
Όμως, εγώ αυτό που καταλαβαίνω από αυτήν τη στάση -και, πράγματι, το λέω με πάρα πολύ μεγάλη λύπη- είναι ότι ο κ. Μητσοτάκης έχει επιλέξει αυτήν τη στρατηγική, τη στρατηγική της έντασης, τη στρατηγική της πόλωσης, που είναι μια στρατηγική, η οποία στο τέλος της ημέρας οδηγεί στον διχασμό.
Η Νέα Δημοκρατία έχει κάνει μια πολιτική επιλογή, την οποία σέβομαι, την πολιτική επιλογή να μετατοπιστεί από τον λεγόμενο μεσαίο χώρο στον ακραίο δεξιό χώρο. Είναι μια πολιτική επιλογή, η οποία εχτίσθη τα πρώτα χρόνια, στα οποία αρχηγός της Νέας Δημοκρατίας ήταν ο κ. Σαμαράς με τις μεταγραφές από το κόμμα του Λαϊκού Ορθόδοξου Συναγερμού. Σήμερα ο ένας είναι Αντιπρόεδρος, ο άλλος κεντρικό στέλεχος.
Εγώ τις απόψεις σας τις τιμώ, αλλά αυτές είναι οι απόψεις σας. Είναι μία επιλογή, η οποία, αν θέλετε, έχει και μια λογική, διότι το κυρίαρχο ρεύμα σήμερα στην Ευρώπη είναι αυτό το ρεύμα, του ακροδεξιού λαϊκισμού.
Όμως, έχει μετατοπιστεί η Νέα Δημοκρατία και μέσα από αυτή τη συμβολή, αν θέλετε, αυτήν τη σύνθεση του ακραίου νεοφιλελεύθερου λόγου που εκφράζει ο κ. Μητσοτάκης με τον ακραίο δεξιό λόγο που εκφράζουν τα στελέχη που ήρθαν από τον Ορθόδοξο Συναγερμό, δημιουργείται ένα περίεργο υβρίδιο. Όμως, αυτό το ξέραμε μέχρι σήμερα σε επίπεδο θέσεων, απόψεων και ιδεών.
Φαίνεται ότι ζηλεύετε και τις πρακτικές της ακροδεξιάς, όχι μόνο τις θέσεις και τις απόψεις και αυτό είναι εξαιρετικά επικίνδυνο για τη Δημοκρατία και για τον τόπο, γιατί είστε Αξιωματική Αντιπολίτευση, είστε ένα κόμμα με μεγάλη παράδοση, είστε ένα μεγάλο κόμμα και είναι πολύ επικίνδυνο για τον τόπο να υιοθετείτε όχι μόνο τις απόψεις της ακροδεξιάς, αλλά και τις πρακτικές της ακροδεξιάς, κύριε Μητσοτάκη.
Έρχομαι τώρα να προσπαθήσω να απαντήσω στο βασικό επιχείρημα, που τουλάχιστον εγώ κατάλαβα, ανάμεσα σε αυτές τις φωνές, τις ύβρεις, στο βασικό επιχείρημα που καταφέρατε να ορθώσετε, πέρα από το να μας πείτε ότι ο κ. Σαμαράς έσωσε την Ελλάδα με 30% ανεργία.
Τι μας είπατε, λοιπόν; Ποιο ήταν το βασικό σας επιχείρημα; Ο κεντρικός σας ισχυρισμός αυτές τις δύο μέρες είναι ότι η αποχώρηση του Πάνου Καμμένου από τον κυβερνητικό συνασπισμό, από την Κυβέρνηση και η λήξη της κυβερνητικής μας συνεργασίας είναι σκηνοθετημένη, ότι έχει γίνει συναλλαγή μεταξύ μας. Μάλιστα.
Πείτε μου κάτι, κύριε Μητσοτάκη. Αφού κάναμε αυτήν τη συναλλαγή, αφού είναι σικέ αυτή η αποχώρηση, γιατί έπρεπε εγώ να θέσω σε διακινδύνευση τη δυνατότητα να κυβερνώ, αλλά και να έχει ο κ. Καμμένος πέντε Βουλευτές για να είναι Αρχηγός Κόμματος; Γιατί; Γιατί, αφού είναι σικέ αυτή η συναλλαγή, ζητώ εγώ ψήφο εμπιστοσύνης και θέτω όλους μπροστά στις ευθύνες τους; Γιατί;
Είναι πολύ απλό το ερώτημα. Γιατί δεν περίμενα αν θα κάνατε εσείς ποτέ πρόταση δυσπιστίας, που ο κ. Καμμένος -θα ήταν πολύ πιο εύκολα τότε-είπε να την καταψηφίσει. Άλλωστε δεν έχετε τις ίδιες απόψεις, όσο διαφωνείτε για το Μακεδονικό.
Εσείς ψάχνετε να βρείτε προσχήματα δήθεν στο ότι παραδώσαμε εθνότητα -αυτό λέτε- λες και την είχαμε και την παραδώσαμε, λες και οι Έλληνες Μακεδόνες έχουν εθνότητα Μακεδονική και δήθεν ότι έχουμε παραδώσει την γλώσσα. Αυτό δεν λέτε; Δεν σας πειράζει ο όρος «Μακεδονία», ε; Αυτή ήταν η εθνική γραμμή που χαράχθηκε από το Βουκουρέστι το 2008 και ήταν η εθνική γραμμή την οποία ακολουθούσατε και εσείς. Σε όλα τα διεθνή φόρα αυτό λέγατε και σε όλες τις προγραμματικές σας δηλώσεις αυτό λέγατε: «Σύνθετη ονομασία με τον όρο Μακεδονία με γεωγραφικό προσδιορισμό». Έτσι δεν είναι;
Δεν θα ερχόταν, λοιπόν, ο κ. Καμμένος στη δική σας μομφή ή ακόμα κι αν ερχόταν, θα ήταν πολύ πιο εύκολο να πει «Κάποιοι Βουλευτές μου δεν θα ψηφίσουν». Γιατί, λοιπόν, τον φέρνουν σε αυτήν τη δυσκολία, φέρνω τον εαυτό μου σε αυτή τη δυσκολία;
Ξέρετε τι έχετε πάθει κ. Μητσοτάκη; Είναι αυτό που σας είπα στην αρχή. Αδυνατείτε να προσαρμοστείτε στην πραγματικότητα. Όταν η πραγματικότητα αλλάζει, τόσο το χειρότερο για την πραγματικότητα. Το ίδιο κάνατε όταν βγήκαμε από τα μνημόνια.
Είχατε φτιάξει ένα πολιτικό αφήγημα. Ποιο ήταν αυτό; «Θα έρθει το τέταρτο μνημόνιο». Βγαίνει η χώρα από τα μνημόνια, το αναγνωρίζει ολόκληρη η Ευρώπη, όλος ο κόσμος το αναγνωρίζει, τελειώνουν τα μέτρα της λιτότητας, έρχονται μέτρα θετικά κι εσείς αντί να πείτε «Εντάξει, έκανα λάθος», λέτε «Είμαστε ακόμα στο τέταρτο μνημόνιο».
Τώρα κάνετε το ίδιο. Τώρα βλέπει όλη η Ελλάδα ότι αυτή η πολιτική μας διαφωνία μας οδήγησε σε μια ρήξη. Αποχωρεί από την Κυβέρνηση. Ζητώ ψήφο εμπιστοσύνης και τι λέτε εσείς; «Συνεχίζουν οι ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ να είναι μαζί».
Κύριε Μητσοτάκη, καταλαβαίνω την αδυναμία σας να έχετε κάποιο πολιτικό αφήγημα, αλλά δεν νομίζω ότι συνιστά ορθή και καλή πρακτική να επιχειρείτε διαρκώς όταν έξω βρέχει, να λέτε ότι κάνει λιακάδα, όταν έξω κάνει λιακάδα, να λέτε ότι έξω βρέχει. Ο κόσμος καταλαβαίνει. Ο κόσμος παρακολουθεί.
Βρείτε, λοιπόν, ένα άλλο επιχείρημα, διότι αυτό το περί σικέ διαζυγίου και συναλλαγής είναι ό,τι πιο αστείο μπορεί να ακούσει κανείς βλέποντας την πραγματικότητα και βλέποντας πώς πορευόμαστε και με ποια ηθική πορευόμαστε και με ποιο σχέδιο πορευόμαστε για το αύριο του τόπου.
Εγώ, λοιπόν, κύριε Μητσοτάκη, θα σας πρότεινα να αντιδικήσουμε στη βάση πολιτικών επιχειρημάτων. Σας ακούω τόσες μέρες να στοχοποιείτε Βουλευτές, στελέχη σας να δίνουν τα τηλέφωνά τους, να ξεχνάτε τι έγινε στο παρελθόν σε σχέση με τις δικές σας κυβερνήσεις, να ξεχνάτε ότι τέσσερις έχουν προσχωρήσει σε εσάς, μεταξύ των οποίων και κάποιοι που έλεγαν ότι θα υπερψηφίσουν τη Συμφωνία των Πρεσπών γιατί είναι καλή. Όλα αυτά τα εξηγείτε στη βάση αυτού με το οποίο έχετε εσείς μάθει να λειτουργείτε όλα αυτά τα χρόνια, ότι όλα αυτά δεν αποτελούν πράξη συνείδησης, αλλά συναλλαγή.
Θέλω, όμως, να μιλήσουμε πολιτικά σήμερα και απευθύνομαι και στα άλλα κόμματα που μας κάνουν κριτική για τον ίδιο λόγο. Βεβαίως, και η κυρία Γεννηματά έχει πάρει τρεις Βουλευτές. Ο κ. Θεοδωράκης ίσως έχει έναν λόγο να ασκεί κριτική, γιατί είναι ο μόνος ο οποίος έχει χάσει Βουλευτές σε αυτό το Κοινοβούλιο.
Όμως, θέλω να απευθυνθώ σε όλους σας και να σας πω: Αλήθεια όλα αυτά για σας, η εξήγηση σε όλα αυτά είναι μονάχα η αγοραία εκδοχή της πολιτικής; Δεν βλέπετε ότι το τελευταίο διάστημα έχει επισυμβεί μία πάρα πολύ σημαντική τομή στην πολιτική ζωή του τόπου και αναδιατάσσεται το πολιτικό σύστημα; Βρέθηκε ως καταλύτης η Συμφωνία των Πρεσπών, αλλά υπάρχει μία αναδιάταξη στο πολιτικό σύστημα. Αυτό δεν υπάρχει στο μυαλό σας ότι μπορεί να συμβαίνει;
Ρωτάτε τι θα κάνουν οι Βουλευτές στη Συμφωνία των Πρεσπών, που θα στηρίξουν σήμερα την Κυβέρνηση. Σήμερα συζητάμε την ψήφο εμπιστοσύνης. Όταν θα έρθει η Συμφωνία των Πρεσπών, θα συζητήσουμε μία κρίσιμη συμφωνία, κρίσιμη πράγματι για τη χώρα, ένα κρίσιμο εθνικό θέμα. Εκεί φαντάζομαι ότι -εκτός αν θέσετε όλοι σας θέμα κομματικής πειθαρχίας και αρχίσετε τις διαγραφές-οι Βουλευτές, έτσι όπως ορίζει το Σύνταγμα, θα ψηφίσουν με βάση τη συνείδησή τους και ο καθένας θα πάρει την ευθύνη του. Όλοι και οι τριακόσιοι θα πάρουμε την ευθύνη μας απέναντι στην ιστορία, απέναντι σε αυτό που ο καθένας από εμάς αισθάνεται ως εθνικό και πατριωτικό καθήκον.
Διότι είναι άδικη η κριτική, ιδίως όταν προέρχεται από κόμματα τα οποία μαζί με εμάς ψήφισαν μία σειρά από νομοσχέδια, χωρίς την παρουσία του κ. Καμμένου. Αυτή η Κυβέρνηση ψήφισε νόμο για την ιθαγένεια, για τα παιδιά που γεννιούνται στη χώρα να αποκτούν την ιθαγένεια, χωρίς τον κ. Καμμένο, με ψήφους από τα δικά σας έδρανα. Αυτή η Κυβέρνηση ψήφισε το σύμφωνο συμβίωσης. Αυτή η Κυβέρνηση ψήφισε την ταυτότητα φύλου, με δικούς σας Βουλευτές. Τότε, σε όλα αυτά τα νομοσχέδια, δεν υπήρχε ζήτημα δεδηλωμένης, δημοκρατίας, πολιτικό ζήτημα, όταν ο Καμμένος δεν ψήφιζε. Υπάρχει για τις Πρέσπες το ζήτημα αυτό.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, εγώ επαναλαμβάνω το εξής. Αδικείτε τους εαυτούς σας με αυτήν την κριτική. Αδικείτε τους εαυτούς σας, πρώτα απ’ όλα, γιατί αρνείστε να κάνετε μια στοιχειωδώς σοβαρή πολιτική ανάλυση ότι η έξοδος από τα μνημόνια έχει φέρει στην επιφάνεια ξανά τις βασικές διαχωριστικές γραμμές που διαχρονικά υπάρχουν στο πολιτικό σύστημα.
Αδυνατείτε να καταλάβετε ότι πλέον η ελληνική οικονομία έχει ολοκληρώσει τον κύκλο της δημοσιονομικής προσαρμογής κι έχει πλέον σταθεροποιηθεί, ότι η εμπιστοσύνη και η αξιοπιστία της χώρας έχει αποκατασταθεί, ότι το ελληνικό χρέος έχει ρυθμιστεί και είναι βιώσιμο, ότι οι χρηματοδοτικές ανάγκες της χώρας είναι εξασφαλισμένες και τα ελληνικά ομόλογα έχουν επιστρέψει στα προ κρίσης επίπεδα. Και τώρα πλέοντα μεγάλα, τα κρίσιμα μεγάλα ζητήματα, που αναδιέταξαν όλο το πολιτικό σύστημα το 2010, το 2012, έχουν επιλυθεί και τα πολιτικά διλήμματα μπαίνουν με άλλον τρόπο ξεκάθαρο. Και οι Βουλευτές καλούνται να αποφασίσουν. Δεν έχουν πάθει επιδημία οι Βουλευτές.
Η μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας, επίσης -την περιέγραψα πριν- προς τα άκρα της δεξιάς ρητορικής δημιουργεί ένα τεράστιο κενό σε αυτό που ονομάζαμε «μεσαίο χώρο». Δεν εκφράζεται από πουθενά.
Και βεβαίως, άκουσα την ομιλία της κύριας Γεννηματά χθες και σήμερα και του ΚΙΝΑΛ και είναι λες και την γράφει ο ίδιος με τον κ. Μητσοτάκη, λες κι έχουν τον ίδιο λογογράφο. Χρησιμοποίησαν τα ίδια επιχειρήματα. Απόλυτη ταύτιση. Αυτή η στοίχιση, λοιπόν, όχι με τη Νέα Δημοκρατία που κάποτε ήταν κεντροδεξιά, αλλά με μία Νέα Δημοκρατία που έχει μετατοπιστεί στα άκρα, αφήνει τεράστιο χώρο και στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Αυτή είναι η πραγματικότητα.
Και οι Βουλευτές έρχονται μπροστά σε διλήμματα, κρίσιμα διλήμματα για την πολιτική, για την άποψή τους για το μέλλον της χώρας και στο εθνικό θέμα, αλλά και σε μία σειρά άλλα κρίσιμα κοινωνικά και οικονομικά ζητήματα. Αυτή είναι η πραγματικότητα. Δεν θέλετε να τη δείτε; Τόσο το χειρότερο για εσάς.
Το δίλημμα, λοιπόν, που τίθεται και στους Βουλευτές αλλά και στους πολίτες που μας παρακολουθούν είναι ότι ο ΣΥΡΙΖΑ και η Νέα Δημοκρατία διαμορφώνουν έναν νέο διπολισμό –ναι, αυτή είναι η πραγματικότητα- με βάση τις θέσεις τους, με βάση τις απόψεις τους.
Από τη μια μεριά είναι αυτό που εμείς ονομάζουμε «προοδευτικός πόλος» με πυρήνα τον ΣΥΡΙΖΑ και από την άλλη, τι είναι; Το κόμμα που είναι, βεβαίως, Πρόεδρος ο κ. Μητσοτάκης, αλλά δεν έχει καμία σχέση με το Μητσοτάκη που γνωρίσαμε παλιά, με το κόμμα του κ. Σαμαρά, του κ. Βορίδη, του κ. Γεωργιάδη.
Άρα, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, το βασικό δίλημμα της σημερινής συζήτησης είναι σε αυτό το νέο πλαίσιο πώς θα τοποθετηθούμε. Διότι η πραγματικότητα είναι αυτή η οποία πρέπει να μας ορίζει να επανατοποθετούμαστε και όχι να κάνουμε σαν τη στρουθοκάμηλο, όπως κάνει ο κ. Μητσοτάκης που έχει το ίδιο αφήγημα, ακόμα κι όταν η πραγματικότητα αλλάζει.
Το ερώτημα, λοιπόν, που έθεσα σε όλους σας, και σε αυτό θα κληθούμε να απαντήσουμε σε λίγες ώρες με την ψήφο μας, είναι εάν η Κυβέρνηση αυτή πρέπει να προχωρήσει ως το τέλος τετραετίας ή όχι. Είναι αν πρέπει να δοθεί το σήμα της σταθερότητας για την έξοδο από την κρίση ή όχι. Η Κυβέρνηση αυτή λέει ότι πρέπει να ολοκληρώσει τη θητεία της.
Ξέρουμε ότι εσείς λέτε «όχι». Δεν χρειάζεται να το λέτε, κύριε Βορίδη. Ξέρουμε, αλλά μην επικαλείστε και τη σταθερότητα όταν λέτε το «όχι».
Αυτό θα απαντηθεί σήμερα, κυρίες και κύριοι συνάδελφοι. Η Συμφωνία των Πρεσπών θα είναι μία ξεχωριστή συζήτηση.
Η Κυβέρνηση σήμερα ζητά ψήφο εμπιστοσύνης που, επαναλαμβάνω, ότι ταυτόχρονα αποτελεί και ψήφο εμπιστοσύνης στη σταθερότητα, στην πολιτική αξιοπιστία, στην αξιοπιστία της χώρας στο ευρωπαϊκό και διεθνές γίγνεσθαι. Η Κυβέρνηση σήμερα ζητά ψήφο εμπιστοσύνης για να συνεχιστεί αυτή η προσπάθεια.
Μειώθηκε κατά εννέα μονάδες η ανεργία. Ναι, θέλουμε, όταν θα πάμε στην κάλπη -αυτό επιδιώκουμε, δεν σας αρέσει, δεν σας βολεύει- να είναι ακόμα μεγαλύτερη η μείωση της ανεργίας. Θέλουμε να έχει αυξηθεί ο κατώτατος και υποκατώτατος μισθός. Γιατί αν έρθετε εσείς, δεν θα συμβεί αυτό. Και δεν θα έρθετε, βεβαίως.
Θέλουμε να ολοκληρωθεί η κορυφαία θεσμική διαδικασία της Αναθεώρησης του Συντάγματος, που για πάρα πολλά χρόνια έπρεπε να είχε ξεκινήσει σε αυτόν τον τόπο, με την άθλια ρύθμιση για τον νόμο περί ευθύνης Υπουργών.
Θέλουμε να ελαφρυνθούν τα νοικοκυριά, να ενισχυθεί η πολιτική της στέγης, να περάσει ο νόμος για την πρώτη κατοικία. Αυτό είναι το έργο που έχουμε μπροστά μας -όχι μόνο υποχρέωσή μας- να φέρουμε στη Βουλή τη Συμφωνία των Πρεσπών και ο καθένας και καθεμία να τοποθετηθεί απέναντι στη συνείδησή του.
Έρχομαι, όμως, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, να πω δυο λόγια, ας μου επιτρέψετε, όχι για την ουσία, αλλά να ενημερώσω τους Βουλευτές και την Εθνική Αντιπροσωπεία ότι σήμερα επιδόθηκε επισήμως στην ελληνική Κυβέρνηση η ρηματική διακοίνωση με την οποία οι γείτονες μας μάς ενημερώνουν για την ολοκλήρωση των εσωτερικών τους διαδικασιών για την κύρωση της Συμφωνίας των Πρεσπών.
Άκουσα τον κ. Μητσοτάκη να εκφράζει μία ανησυχία και να μας κουνάει και το δάχτυλο: «Μην τυχόν το φέρετε σε μία νύχτα, μην τυχόν δεν μας επιτρέψετε να ακουστεί η γνώμη μας».
Κύριε Μητσοτάκη, ένα χρόνο συζητάμε για το θέμα αυτό, όλοι έχουν άποψη και γνώμη και σας διαβεβαιώνω ότι θα σας δώσουμε όσο χρόνο θέλετε.
Χωρίς επιφωνήματα, πόσο χρόνο θέλετε, κύριε Μητσοτάκη; Όσο χρόνο θέλετε.
Και επειδή, κύριε Μητσοτάκη, μόνο για επιφωνήματα είστε και για ατάκες, εγώ για δεύτερη φορά σας προκαλώ και σας προσκαλώ. Ελάτε, και εδώ στη Βουλή, αλλά και σε έναν τηλεοπτικό διάλογο για τη Συμφωνία των Πρεσπών, να μας πείτε ποια είναι αυτά τα επιχειρήματα τα οποία έχετε.
Γιατί επί είκοσι χρόνια είχατε μια άποψη και τώρα, για να ψηφοθηρήσετε, έχετε αλλάξει άποψη; Για ποιον λόγο ακολουθείτε αυτήν τη στάση πολιτικής αναξιοπιστίας σε σχέση με την ιστορία του κόμματός σας και οδηγείτε σε διχασμό τον ελληνικό λαό;
Ελάτε. Πού θέλετε; Θέλετε στη δημόσια τηλεόραση; Όχι; Θέλετε στον ΣΚΑΪ, να σπάσουμε και το εμπάργκο; Θέλετε με δημοσιογράφους που σας δίνουν σκονάκια; Θέλετε με αυτούς που σας γράφουν τις ομιλίες;
Με όποιον θέλετε, κύριε Μητσοτάκη. Εγώ έχω επιχειρήματα, εσείς έχετε φωνές, έχετε συνθήματα. Ελάτε όπου θέλετε, όπως θέλετε και όποτε θέλετε.
Και εδώ, δεν θα το γλιτώσετε. Και εδώ. Τι θέλετε; Θέλετε να στοιχηθείτε δίπλα από κάποιους ακραίους που οργανώνουν συλλαλητήρια. Να τους βοηθήσουμε να έρθουν, να τους δούμε, κανένα πρόβλημα. Ποιο είναι το πρόβλημά σας; Θέλετε να φέρουμε σε δέκα μέρες τη Συμφωνία, σε είκοσι; Όποτε θέλετε. Τρεις μέρες να συζητάμε;
Εμείς έχουμε μόνο μία δύναμη, τη δύναμη των επιχειρημάτων μας. Εσείς έχετε τη δύναμη του λαϊκισμού, του ψεύδους, τη δύναμη αυτή η οποία σας οδηγεί σε μια στάση ψηφοθηρίας. Ας συγκρίνουμε, λοιπόν, τις δυνάμεις μας. Ας συγκρίνουμε τα επιχειρήματα με τα συνθήματα, όπως θέλετε και όποτε θέλετε.
Έρχομαι τώρα στην ουσία της ρηματικής διακοίνωσης, γιατί πολύ φοβάμαι ότι με αυτά που θα πω ο κ. Μητσοτάκης δεν θα έρθει σε τηλεοπτική αναμέτρηση μαζί μου. Ναι, ξέρω, θέλετε στη Βουλή για να τα διαβάζετε και όχι για να τα πούμε face to face, αυτό είναι το πρόβλημά σας.
Οι γείτονές μας, λοιπόν, μετά την ολοκλήρωση των διαδικασιών στη Βουλή τους, μας έστειλαν το κείμενο της ρηματικής διακοίνωσης, ένα κείμενο στο οποίο πέραν του ότι μας ενημερώνουν για το πέρας των διαδικασιών, κάνουν και μία διευκρινιστική δήλωση, πολύ ενδιαφέρουσα.
Είναι μια διευκρινιστική δήλωση στη ρηματική διακοίνωση και όχι σε κάποια συνέντευξη. Η ρηματική διακοίνωση είναι νομικά δεσμευτικό έγγραφο. Και διευκρινίζουν, βεβαίως, τις δεσμεύσεις που απορρέουν από τη Συμφωνία. Εδώ είναι η ρηματική διακοίνωση και θα την καταθέσω. Πρώτον, διευκρινίζουν ότι ο όρος «nationality», όπως αναγράφεται στη Συμφωνία, αναφέρεται αποκλειστικά στην ιθαγένεια και δεν καθορίζει ούτε προδικάζει το ζήτημα της εθνότητας των πολιτών της Βόρειας Μακεδονίας.
Ορίστε, κύριε Μητσοτάκη, να δούμε τώρα τι θα βρείτε να μας πείτε.
Και το δεύτερο το οποίο διευκρινίζουν είναι ότι η γλώσσα των γειτόνων, η επίσημη γλώσσα, όπως αναφέρεται στη Συμφωνία, έχει αναγνωριστεί από τη Διάσκεψη του ΟΗΕ το 1997 και ανήκει πού; Στην ομάδα των νότιων σλαβικών γλωσσών. Είναι σλαβική γλώσσα. Καμία σχέση, λοιπόν, δεν έχει με τη δική μας ιστορία, με τη δική μας κουλτούρα, με τη δική μας παράδοση.
Την καταθέτω για τα Πρακτικά.
Κύριε Μητσοτάκη, πολύ φοβάμαι ότι ή άμεσα, πολύ γρήγορα θα πρέπει να ψάξετε άλλα επιχειρήματα, άλλα σημεία για να διαφωνήσετε ή θα πρέπει ανοιχτά να πείτε ότι αλλάζετε τη θέση της Νέας Δημοκρατίας για είκοσι και πλέον χρόνια και προσχωρείτε στην άποψη του κ. Καμμένου. Πρέπει να επιλέξετε. Ένα από τα δύο πρέπει να κάνετε. Εν πάση περιπτώσει, θα έχετε τη δυνατότητα να το σκεφτείτε.
Πάντως ο κ. Κουμουτσάκος σε επίκαιρη ερώτηση που κατέθεσε η Νέα Δημοκρατία, τους αποκαλεί «Σλαβομακεδόνες». Θέλετε να τους αποκαλούμε έτσι; Τους αποκαλεί «Σλαβομακεδόνες» και λυπάμαι γιατί ο κ. Κουμουτσάκος σήμερα πήρε τον λόγο για να πει ψέματα στο Κοινοβούλιο. Πήρε τον λόγο για να πει ότι στη σελίδα 32 της επίσημης στατιστικής υπηρεσίας των γειτόνων μας, οι ίδιοι αποκαλούνται ως «Σλαβομακεδόνες». Αυτοί αυτοαποκαλούνται «Μακεδόνες», δεν το ξέρατε αυτό;
Και είπε το ψέμα για να καταφέρει να περισώσει το γεγονός ότι εσείς τους αποκαλούσατε σε επίσημα έγγραφά σας «Σλαβομακεδόνες», όπως και τόσα χρόνια εσείς ήσασταν υπέρ της σύνθετης ονομασίας με γεωγραφικό προσδιορισμό υπό τον όρο «Μακεδονία». Αυτή ήταν η θέση σας.
Και τώρα που εμείς προσπαθούμε να λύσουμε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα, αυτό που κάνετε είναι ότι προσχωρείτε στην πιο ακραία, στην πιο άθλια μορφή λαϊκισμού και διχασμού πάνω σε ένα κρίσιμο εθνικό θέμα και όλους θα μας κρίνει η ιστορία, αλλά θα μας κρίνει και ο ελληνικός λαός.
Εν πάση περιπτώσει, πιστεύω ότι θα έχουμε τον χρόνο αυτά να τα συζητήσουμε, να κάνουμε και ένα debate στον ΣΚΑΪ, αφού τόσο πολύ το θέλετε. Καμία αντίρρηση.
Κυρίες και κύριοι Βουλευτές, κλείνω. Προσπάθησα σήμερα, όσο μπορούσα, να απευθυνθώ απέναντι σε σας και στους πολίτες που μας παρακολουθούν με ψυχραιμία. Σε κρίσιμες καμπές της ιστορίας κρίνεται η συνέπεια και η ηθική στάση του καθενός και της καθεμιάς που έχει την τιμή να εκπροσωπεί τον ελληνικό λαό σε αυτήν εδώ την Αίθουσα.
Η αλήθεια είναι ότι πράγματι η Κοινοβουλευτική Δημοκρατία τα χρόνια της κρίσης υπέστη σοβαρότατα πλήγματα. Κυβερνήσεις πράγματι κουρελού και ζόμπι, Πρωθυπουργοί απόντες από την κοινοβουλευτική διαδικασία, νομοθέτηση κατά συρροή με Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου, περιφρόνηση και απαξίωση των θεσμών, πρακτικές ενός πολιτικού κατεστημένου που δηλητηρίασαν τελικά μία ολόκληρη κοινωνία και τροφοδότησαν την αντιπολιτική και την απαξίωση του κοινοβουλευτισμού. Φοβάμαι ότι αυτές οι πρακτικές είναι ακόμα εδώ και τις εκπροσωπούν αυτοί οι οποίοι τις έφεραν πριν από οκτώ χρόνια.
Αυτές οι πρακτικές είναι εδώ, στις κραυγές αυτών που λείπουν από την Αίθουσα, μέσα και έξω από αυτή, εννοώ των Χρυσαυγιτών. Αυτές οι πρακτικές είναι εδώ, στα επιχειρήματα χωρίς βάση περί συναλλαγών και υπόγειων διαδρομών που αναπαράγετε για Βουλευτές, στα λόγια του Αρχηγού της Αξιωματικής Αντιπολίτευσης, στο κολοσσιαίο αυτό ατόπημα να εξισώνει ένα στέλεχος των Ενόπλων Δυνάμεων με υψηλό δημοκρατικό πατριωτικό φρόνημα, με ανδρείκελα της Χούντας των συνταγματαρχών.
Ούτε την ιστορία του κόμματός σας δεν ξέρετε, ε; Ο Κωνσταντίνος Καραμανλής το 1980 τον Ιωάννη Ντάβο, τον αρχηγό ΓΕΕΘΑ επί πέντε χρόνια, τον αποστράτευσε στις 10 Γενάρη του 1980, για να τον ορκίσει Υφυπουργό Άμυνας στις 15 Γενάρη, τέσσερις μέρες μετά.
Ποιο ήταν το πρόβλημά σας, δηλαδή; Ότι ήταν Υφυπουργός και όχι Υπουργός, ε;
Οι πρακτικές, λοιπόν, αυτές είναι εδώ, σε αυτούς που ενορχηστρώνουν και εκτελούν μια άθλια και φασιστική εκστρατεία στοχοποίησης και τρομοκράτησης μελών του Ελληνικού Κοινοβουλίου, στη στάση όλων αυτών που κάνουν τελικά με τη στάση τους «κουρελού» την κοινοβουλευτική διαδικασία και τη λειτουργία του πολιτεύματος.
Εγώ, κυρίες και κύριοι Βουλευτές, με βάση τις αρχές και τις αξίες της παράταξης που εκπροσωπώ, ήρθα ενώπιόν σας να ζητήσω καθαρές λύσεις, όχι κόλπα, όχι ημίμετρα, ανοιχτά, έντιμα, καθαρά, πάνω απ’ όλα, κοινοβουλευτικά και δημοκρατικά.
Σας καλώ, λοιπόν, με το χέρι στην καρδιά να δώσετε σήμερα ψήφο εμπιστοσύνης στην Κυβέρνηση που έδωσε μάχες, μάτωσε, αλλά κατάφερε να βγάλει τη χώρα από τα μνημόνια και την επιτροπεία, στην Κυβέρνηση που συνεχίζει να δίνει μάχες για να ανατάξει την οικονομία και να ξαναφέρει τη χώρα στην κανονικότητα, στην Κυβέρνηση που δίνει μάχες για να επιστρέψουμε στην Ελλάδα των πολλών, όχι στην Ελλάδα των λίγων, στην Ελλάδα της προόδου, του μόχθου, της επιστήμης, της εργασίας, του πολιτισμού, όχι στην Ελλάδα του διχασμού, της διαφθοράς, των τζακιών, των πορφυρογέννητων.
Θέλουμε την Ελλάδα της προόδου απέναντι στην Ελλάδα της συντήρησης. Διότι αυτή η Ελλάδα μάς αξίζει και σε πείσμα σας θα την οικοδομήσουμε αυτή την Ελλάδα, με τη δύναμη του λαού, που παίρνει ξανά τη ζωή του και το μέλλον στα χέρια του.
Θα τα καταφέρουμε. Θα έχουμε ψήφο εμπιστοσύνης και θα συνεχίσουμε.
Σας ευχαριστώ.